«Κυπριακέ λαέ, καλείσαι όπως ηνωμένος και αδιάσπαστος επιτελέσεις και τώρα το προς την δούλην πατρίδα σου καθήκον μετ’ ενθουσιασμού. Δι’ Ενωσιν και μόνον Ενωσιν ηγωνίσθης επί τόσα έτη. Ενωσιν και μόνον Ενωσιν καλείσαι να επισφραγίσεις διά της ψήφου σου. Εμπρός Κύπριοι, όλοι εις τα επάλξεις διά την μάχην του Δημοψηφίσματος, διά την εθνικήν μας αποκατάστασιν, διά την Ενωσιν με την αθάνατον Μητέρα Ελλάδα».
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι φιλελεύθεροι αποικιοκράτες Βρετανοί αρνήθηκαν στην Κύπρο την εθνική της ελευθερία παρά τις γενικόλογες διακηρύξεις, τις οποίες ως νικητές του πολέμου αυτάρεσκα εξέφραζαν, περί “ελευθερίας” και “αυτοδιάθεσης” των λαών. Οι στυγνοί τύραννοι αρκέστηκαν μονάχα στην πρόταση παραχώρησης ενός συντάγματος περιορισμένης αυτοδιοικήσεως και αυτονομίας, εξισώνοντας νομικά και πολιτικά τον κατά συντριπτική πλειονότητα Ελληνικό λαό με τους ελάχιστους τούρκους της νήσου. Οι Έλληνες της Κύπρου όμως επιθυμούν την Ένωση με την Μητέρα Ελλάδα και όχι την “αυτονομία” που σερβίρουν ως “λύση” οι επί δεκαετίες δυνάστες του λαού. Ο σκοπός όλων των αγώνων και των θυσιών δεν θα εκπληρωνόταν με πολιτειακά ημίμετρα αλλά μόνο με την πεμπτουσία της αληθινά πατριωτικής πολιτικής, την Ένωση!
Τον Ιανουάριο του 1950 διενεργήθηκε το δημοψήφισμα για την έκφραση της βούλησης του κυπριακού λαού. Η Εκκλησία, ως ο κύριος φορέας της Εθναρχικής παράταξης, ανέλαβε την πρωτοβουλία της οργάνωσης του δημοψηφίσματος. Το ενωτικό δημοψήφισμα αποτελεί σταθμό στην ιστορία του κυπριακού Ελληνισμού, καθώς πρόκειται για την πρώτη μεγάλη προσπάθεια διεθνοποίησης του ζητήματος από τις πολιτικές δυνάμεις του νησιού. Αυτό το εγχείρημα είχε να αντιμετωπίσει τις αντικειμενικές δυσκολίες της παγκόσμιας συγκυρίας στις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου, με την προσοχή της κοινής γνώμης αποσπασμένη σε διάφορα μέτωπα σύγκρουσης των δορυφόρων των δυο υπερδυνάμεων της εποχής ανά την υφήλιο.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1949 εκδίδεται από το Εθναρχικό Συμβούλιο εγκύκλιος η οποία ενημερώνει τον λαό για την διεξαγωγή του ιστορικού δημοψηφίσματος. Η διαδικασία προκηρύχθηκε για τα μέσα Ιανουαρίου του 1950. Το δημοψήφισμα προγραμματίστηκε να διεξαχθεί σε δυο διαδοχικές Κυριακές, στις 15 και 22 Ιανουαρίου, υπό την μορφή της συλλογής υπογραφών στις κατά τόπους ενορίες, αμέσως μετά την καθιερωμένη πρωινή κυριακάτικη δοξολογία. Οι Έλληνες της νήσου θα ενέκριναν το ενωτικό αίτημα υπογράφοντας σε ειδικά φύλλα στα οποία αναγραφόταν ως υπέρτιτλος με κεφαλαία γράμματα: «ΑΞΙΟΥΜΕΝ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ».
Στους ναούς των πόλεων και των χωριών η συμμετοχή ήταν συγκλονιστικά μεγάλη. Οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούσαν χαρμόσυνα, ενώ η ίδια η διαδικασία του δημοψηφίσματος είχε πάρει την μορφή μιας επιβλητικής ιεροτελεστίας. Ολόκληρος ο Ελληνικός κυπριακός λαός, ανεξαρτήτως ηλικίας και κοινωνικής τάξης κατευθύνονταν στους ναούς. Στους δρόμους, στις πλατείες, στα προαύλια και στα διάφορα σωματεία, o ενθουσιασμός ήταν διάχυτος. Ο παλλαϊκός πόθος για την Ένωση, αλώβητος και άσβεστος, πλημμύριζε τις καρδιές των συμπατριωτών μας στο νησί της Αφροδίτης.
Η πάνδημος συμμετοχή και το αδιαφιλονίκητο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος συγκλόνισε ολόκληρο τον Ελληνισμό. Όλες οι ενδείξεις έτειναν προς την τελική πραγματοποίηση ενός εθνικού ονείρου. Συνολικά υπέγραψαν υπέρ της Ενώσεως 215.108 Κύπριοι από τους 224.757, ένας αριθμός που αντιστοιχεί ποσοστιαία στο 95.7% επί των ψηφισάντων. Οι κατάλογοι του δημοψηφίσματος εγκρίθηκαν εις τετραπλούν ώστε να προκύψουν τέσσερις τόμοι αντιγράφων. Ο ένας τόμος θα έμενε στην κατοχή της Αρχιεπισκοπής της Κύπρου, και οι υπόλοιποι τρεις τόμοι θα προορίζονταν για αποστολή στην Βουλή των Ελλήνων, στην αγγλική κυβέρνηση και στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών αντίστοιχα.
Γρήγορα σχηματίστηκαν αντιπροσωπείες οι οποίες είχαν στόχο να προβάλλουν και να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Οι δεξιές δυνάμεις της νήσου ανέλαβαν την διπλωματική αποστολή στις χώρες του λεγόμενου δυτικού κόσμου, ενώ και οι αριστερές δυνάμεις ακόμα, έστω και καιροσκοπικά συρόμενοι από τις εξελίξεις, προσπάθησαν εκείνη την εποχή να διαμορφώσουν κλίμα υπέρ των αιτημάτων του κυπριακού λαού στις χώρες του ανατολικού συνασπισμού. Οι επισκέψεις στο Λονδίνο απέβησαν άκαρπες, αντιμετωπίζοντας όπως ήταν λογικό μια πλήρη άρνηση αναγνώρισης των αποτελεσμάτων. Οι Άγγλοι, αναμενόμενα ασυγκίνητοι, δεν έδειξαν να έχουν την διάθεση να φύγουν από το νησί, ενώ και ο βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου Andrew Wright δήλωνε κατηγορηματικά πως για την κυβέρνησή του το κυπριακό ζήτημα ήταν κλειστό.
Η πολιτική του αστικού κράτους του κέντρου και της δεξιάς, του δυτικού προτεκτοράτου των Αθηνών, δεν ευνόησε πολύ περισσότερο τον Εθνικό σκοπό της Ενώσεως για τον οποίον αγωνίζονταν οι Κύπριοι αδερφοί μας. Χαρακτηριστικότατη ήταν η δήλωση του τότε αντιπροέδρου της ελλαδικής κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος δήλωνε ότι «η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δυο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν. Δεν ημπορεί λόγω του Κυπριακού, να διακινδυνεύσει από ασφυξίαν.». Αυτή η επιφυλακτική, έως προδοτική στάση αδράνειας που πρέσβευε αυτή η τοποθέτηση υποτέλειας, ανατράπηκε πλήρως από την θέρμη με την οποία αγκάλιασε ο λαός της Μητέρας Ελλάδος τον ενωτικό αγώνα, αλλά και την τεράστια βαρύτητα και δημοσιότητα που εκείνος απέκτησε στον ελληνικό Τύπο.
Η βουλή της κυβερνήσεως Πλαστήρα, κατόπιν μαζικότατων συλλαλητηρίων σε πολλές πόλεις και υπό το βάρος της κοινής γνώμης που στήριζε αυτή την προσπάθεια, υιοθέτησε τελικά ένα ψήφισμα επιδοκιμαστικό προς το αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου. Φιλότιμες προσπάθειες καταγράφηκαν και στις συναντήσεις ανθρώπων της ομογένειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, με διαφωτιστικές εκστρατείες και επαφές με αντιπροσώπους χωρών του τρίτου κόσμου στα Ηνωμένα Έθνη. Οι συνθήκες του περάσματος από την μάχη με τα πολιτικά μέσα στον επαναστατικό αγώνα πλέον ήταν ωριμότερες από ποτέ, καθώς ήδη είχαν ξεκαθαριστεί τα φίλια στρατόπεδα και οι εν δυνάμει σύμμαχοι ή εχθροί στο διεθνές γεωπολιτικό στερέωμα.
Κάπου εδώ λοιπόν η εθνική πάλη μέσω της διπλωματίας φτάνει στο τέλος της. Ξεκινάει όμως μια νέα μάχη, με το όπλο στο χέρι και την Πίστη στην καρδιά. Ο ηρωικότερος, ο ευγενέστερος, ο αγνότερος και ο συγκινητικότερος αγώνας που γράφτηκε ποτέ στην κυπριακή ιστορία! Νέα παιδιά, ακόμα και μαθητές, ανήλικοι ήρωες με αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα ταπείνωσαν μια ολόκληρη αυτοκρατορία. Οι Έλληνες Εθνικιστές έδωσαν την μάχη μέχρι θανάτου, άλλοι βασανίστηκαν φρικτά, άλλοι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ και άλλοι απαγχονίστηκαν. Η λαχτάρα για την Ένωση με την Μητέρα Ελλάδα μένει αιώνια! Ό,τι ακολούθησε τα αμέσως επόμενα χρόνια μετά το δημοψήφισμα έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στην Ελληνική ιστορία, με το εθνικοαπελευθερωτικό αντιαποικιοκρατικό αντάρτικο να λυγίζει μια αυτοκρατορία στης οποίας την επικράτεια κάποτε ο ήλιος δεν έδυε ποτέ.
Τα λόγια του λαμπρού ήρωα της ΕΟΚΑ, Ευαγόρα Παλληκαρίδη, στέκουν για πάντα ως φάρος φωτεινός που καθοδηγεί τους εθνικούς μας πόθους για μια Μεγάλη Πατρίδα, της οποίας αναπόσπαστο τμήμα θα αποτελεί μια Κύπρος ελεύθερη, ενιαία και Ελληνική!
Την Κύπρο μας κι αν δέσανε οι Άγγλοι μ’αλυσίδα
Έχει για πάντα την καρδιά, πίστη σε μια πατρίδα
Η Κύπρος κι αν ελύγισε, δεν είναι σκλαβωμένη
Ελληνοπούλ’ αδούλωτη, πάντα η ψυχή της μένει.
Πηγή: antepithesi.gr