Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης – Από την ομιλία του στην Πνύκα
«Μ’ έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν [άλλον] έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο. Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ’ έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ’ το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την υπόληψη που ‘χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».
Έφυγε μια μέρα σαν σήμερα στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, αλλά συνεχίζει να ζει για πάντα μέσα στις ψυχές των Ελλήνων που διψούν για Πατρίδα και Ελευθερία.
Χαλκόπλαστος για πάντα καβαλάρης,
ο στοχασμένος νά Κολοκοτρώνης!
—Το φύσημά σου πού θα ξαναπάρεις;
Κάπου το χέρι απλώνεις· πού τ’ απλώνεις;
—Μακριά, πολύ μακριά, αλλού πέρα!Στ’ αγνά·
δεν τα πατάς, δεν τα ζυγώνεις·
στον πόλεμο, στων όλων τον πατέρα,στη ρίζα, στην αγράμματη σοφία,
στην κλεφτουριά, στου Τούρκου τη φοβέρα!—
10 —Και γύρω σου κι εμπρός σου η Πολιτεία
με τα λογής παλάτια τα πλατιά,σκολειά,
καζάρμες, θέατρα, υπουργεία;—
Μ’ αποκρίθη: —Τσεκούρι και φωτιά!
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ