Η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να προετοιμάζει το έδαφος για την ψήφιση σωρείας αντιλαϊκών νομοσχεδίων, τα οποία επιβάλλονται ως ντιρεκτίβες από τις υπερεθνικές ελίτ. Σε διάστημα εντός ολίγων εβδομάδων, μετά τις διαστροφικές ανακοινώσεις περί νομιμοποίησης “γάμων” και υιοθεσίας ομοφυλόφιλων “ζευγαριών”, ο νεοεκσυγχρονιστής Κυριάκος Μητσοτάκης υπόσχεται στους ολιγάρχες πάτρωνες του την υλοποίηση ενός ακόμη φιλελεύθερου μέτρου. Πρόκειται για την έναρξη της πορείας προς την ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ένα στημένο σχέδιο “αρπαχτής” το οποίο μηχανεύονται εδώ και δεκαετίες οι βαρόνοι της δυτικότροπης μεγαλοαστικής τάξης της χώρας μας.
Ως επαναστάτες Εθνικιστές, οι Χρυσαυγίτες δεν έχουμε καμία ανάγκη να επικαλεστούμε ούτε “το πολυτεχνείο” ούτε ακόμα το Σύνταγμα ενός κράτους βαθιά μισελληνικού. Εξάλλου, όπως έγραφε και ο Ίων Δραγούμης, «Ας λείψει το κράτος, που θα της είναι εμπόδιο ή θα παραμορφώνει την εθνική ψυχή. Αν το κράτος στενοχωρεί το έθνος, πρέπει αναγκαστικά ή να αλλάξει μορφή ή να χαθεί. Το κράτος που εμποδίζει τη φυσιολογία του έθνους, είναι περιττό και βλαβερό». Τα σοφά αυτά λόγια δεν ανήκουν στο θεωρητικό οπλοστάσιο ενός ασαφούς αντικρατισμού, αλλά αποτελούν το απόσταγμα μιας ώριμης σκέψης, σύμφωνα με την οποία η κρατική εξουσία δεν είναι ο αυτοσκοπός αλλά ένα ισχυρό μέσο για την επίτευξη της εθνικής ευημερίας. Τουτέστιν, η εναντίωση στην δρομολόγηση της ατζέντας της ελεύθερης οικονομίας δεν πραγματοποιείται ως υπεράσπιση του αμαρτωλού κομματικού κράτους και των παθογενειών του. Αντιθέτως, η δική μας στόχευση είναι να επέλθει κάθαρση των μηχανισμών του δημοσίου και να γίνει η ανατροπή των αντεθνικών δυνάμεων εντός αυτού.
Όμως, αξίζει να επισημανθεί η περισσή υποκρισία που διακατέχει και τις δύο φαινομενικά αντιμαχόμενες πλευρές, που αμφότερες δηλώνουν τιμητές του Συντάγματος και της καθεστωτικής νομολογίας. Τόσο στην φιλελεύθερη κυβέρνηση, όσο στην μερίδα του φοιτητικού κινήματος που καπελώνεται από την αριστερά, ουδείς σέβεται την τυπικά καταγεγραμμένη συνταγματική υποχρέωση περί της ανάπτυξης της Εθνικής και Θρησκευτικής συνειδήσεως. Είναι πασίγνωστος ο ανηλεής πόλεμος τον οποίον δέχονται οι εθνικές παραδόσεις και το λαϊκό θρησκευτικό αίσθημα από το συνονθύλευμα των “δημοκρατικών δυνάμεων” εντός των ανωτάτων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, καθώς και ο εθνοαποδομητικός ρόλος των στρατευμένων μπολσεβίκων στα καθηγητικά κυκλώματα. Αυτοί οι δήθεν “αντικαθεστωτικοί” τύποι διατηρούν ψευδαισθήσεις αντισυστημικότητος, εκδίδοντας με την άδεια της κάθε κυβέρνησης και πολλές φορές ενθαρρυνόμενοι από αυτές, συγγράμματα τα οποία βρίθουν ανιστόρητων ψευδών αλλά και υποτιμητικών αναφορών κατά της Πατρίδος και του Χριστιανικού φρονήματος των Ελλήνων.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ
Βεβαίως, στην τρομακτική υπονόμευση της δημόσιας εκπαίδευσης προς όφελος των φιλελεύθερων ελίτ έχει διαπρέψει διαχρονικά η εγχώρια αριστερά και τα πάσης φύσεως δεκανίκια της εντός του πανεπιστημιακού χώρου. Μέσω διαφόρων τεχνασμάτων των μπολσεβίκων φοιτητοπατέρων και των άβουλων ακολούθων τους, οι σπουδές στα δημόσια ΑΕΙ έχουν απαξιωθεί στην συνείδηση μεγάλης μερίδας των Ελλήνων πολιτών, μια συνθήκη η οποία αποτελεί βούτυρο στο ψωμί των κυβερνήσεων που τάσσονται υπέρ της de facto κατάργησης του υποτίθεται αγαπητού στους μαρξιστές άρθρου 16. Το ένα χέρι νίβει το άλλο σε ένα διακομματικό θέατρο σκιών με προαποφασισμένους ρόλους και καθορισμένα μονοπάτια εκτόνωσης των αντιδράσεων.
Υποκρινόμενοι τους αμύντορες της Παιδείας, οι κομμουνιστές ανέκαθεν εχθρεύονταν κάθε σπιθαμή ουσιαστικής βελτιώσεως του επιπέδου σπουδών. Από τις εκδιώξεις κορυφαίων επιστημόνων από τα αμφιθεατρικά podium εν είδει σοβιετικής λογοκρισίας, όπως συνέβη στον προπηλακισμό του νομπελίστα James Watson στην Πάτρα, έως τις επιθέσεις στις εγκαταστάσεις κατασκευής drone στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, τα αναρχοκομμουνιστικά σκύβαλα σαμποτάρουν την σύγχρονη έρευνα και την επιστημονική πρόοδο σε κάθε τομέα γνώσης και παραγωγής.
Η αριστερή δημαγωγία φρόντιζε να δαιμονοποιεί την αριστεία και να επιδιώκει την καταβαράθρωση του επιπέδου δυσκολίας των προπτυχιακών σπουδών ποικίλων ιδρυμάτων, θαρρώντας ότι αυτός είναι ο σωστός δρόμος για να αποκτήσει στιβαρά ερείσματα στην φοιτητική κοινότητα. Η κοντόφθαλμη τακτική τους εργαλειοποιεί την ταλαιπωρία των φοιτητών, που χάνουν εξεταστικές περιόδους ή γίνονται δέκτες μιας ιδιότυπης ιδεοληπτικής τρομοκρατίας, ως μέσο άσκησης πολιτικής πίεσης στα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια.
Οι αμέτρητοι βανδαλισμοί και κάθε είδους φθορές σε κτίρια, το εμπόριο ναρκωτικών ελέω “ασύλου” καθώς και οι λεγόμενες “καταλήψεις” εντός των οποίων πολλές φορές βρίσκουν καταφύγιο εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, δεν αποτελούν απλά μια γκροτέσκα εκδήλωση της παρασιτικής και προβοκατόρικης στάσης των “προοδευτικών” κομματικών παρατάξεων. Συνθέτουν την κύρια εικόνα που οι λαϊκές μάζες έχουν διαμορφώσει για τα δημόσια πανεπιστήμια, μια εικόνα η οποία συσκοτίζει το υψηλό γνωσιακό επίπεδο και το άρτια καταρτισμένο εκπαιδευτικό δυναμικό πολλών σχολών που διασώζουν το εμβληματικό κύρος του ελληνικού πανεπιστημίου, ακόμα και υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες.
Η ΑΠΑΤΗ ΤΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΩΝ
Αυτή η παγιωμένη παρακμή είναι βολικότατη για το πλουτοκρατικό καθεστώς. Για δεκαετίες, θεμελιωδώς δίκαια αιτήματα χιλιάδων φοιτητών παρεκτρέπονται σε ένα κανάλι ελεγχόμενης αντιπολίτευσης, μέσω της ευκαιριακής πεζοδρομιακής συμπόρευσης καλοπροαίρετων ανθρώπων με την αριστερή πανούκλα. Τώρα, και μόνο η ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων θα αποτελέσει μια ακόμα δικαιολογία για την αποστέρηση απαραίτητων κονδυλίων από τα αντίστοιχα δημόσια τμήματα. Επόμενο βήμα θα είναι η πλήρης (και εκλογικά ανώδυνη πλέον) παράδοση των δημοσίων ιδρυμάτων στους παρακρατικούς μπάχαλους, για εκτόνωση. Σύντομα, η ιδιωτική εκπαίδευση θα μετατραπεί από επιλογή σε ανάγκη, για όποιον θα επιθυμεί να λάβει εν τέλει ένα κάποιο πτυχίο αντί να αντιμετωπίζει ατέρμονα τις παραπάνω σκόπιμες δυσλειτουργίες. Πρόκειται για την πάγια καπιταλιστική στρατηγική δημιουργίας τεχνητών αναγκών για την ανάπτυξη μιας ακόμα κερδοσκοπικής αγοράς. Το ίδιο καθεστώς που άφησε να δημιουργηθεί το πρόβλημα, προσφέρει τώρα την “λύση” (με το αζημίωτο) και διαστρεβλώνει το διαταξικό αίτημα για καλύτερες συνθήκες Παιδείας, σε μια σύγκρουση μεταξύ εχόντων και μη εχόντων χρήματα για δίδακτρα.
Τα “επιχειρήματα” των κυβερνητικών φερεφώνων προκαλούν θυμηδία σε κάθε σκεπτόμενο φοιτητή ή στοιχειωδώς ενημερωμένο επί των διεθνών ζητημάτων πολίτη. Τα πράγματι αξιόλογα ιδιωτικά πανεπιστήμια παγκοσμίως αποτελούν μονάχα ένα μικρό κλάσμα σε μια θάλασσα απειράριθμων μαγαζιών εμπορίου πιστοποιήσεων αμφιβόλου αξίας. Αξίζει να σημειωθεί πως ακόμα και αυτές οι σπάνιες ποιοτικές εξαιρέσεις, αφορούν συχνά ιδρύματα τα οποία κατοικοεδρεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και δρουν υπό την αιγίδα της Εκκλησίας ή άλλων μη καπιταλιστικών φορέων. Στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων όμως, τα λεγόμενα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια θέτουν αυστηρούς περιορισμούς στην λειτουργία των ιδιωτικών σχολών, με βασική κοινωνική επίδραση το δυσβάσταχτο κόστος σπουδών το οποίο οι μελλοντικοί φοιτητές θα επωμιστούν για μια ολόκληρη ζωή.
Στο κυρίαρχο οικονομικό σύστημα των καιρών μας, τον καπιταλισμό, το μοναδικό κίνητρο του ιδιώτη είναι κατά κανόνα η αποκόμιση όσο το δυνατόν περισσότερων κερδών με την καταβολή όσο το δυνατόν μικρότερων “δαπανών”. Και μόνο αυτή η εμπειρική πραγματικότητα θα έπρεπε να καταστήσει καχύποπτο τον κόσμο ως προς την ποιότητα των εγκαταστάσεων των εν λόγω ιδρυμάτων, των διαθέσιμων προγραμμάτων σπουδών, των καθηγητών και των πνευματικών αξιών ακόμα που μια τέτοια κατ’ ουσίαν επιχείρηση θα προσέφερε ως παρεχόμενο “προϊόν”. Είναι και ζήτημα οπτικής εν τέλει. Από ποια πλευρά βλέπει κανείς τα αναγκαία κονδύλια; Ως έξοδα-“βαρίδια” εις βάρος της τσέπης του ή ως μια απαραίτητη επένδυση για την συνεχή πρόοδο του ακαδημαϊκού επιπέδου μιας σχολής;
Η εύλογη ανησυχία της μέσης ελληνικής οικογένειας για το ύψος των διδάκτρων, μπορεί γρήγορα να λάβει ακόμα και χαρακτηριστικά εθνικής απειλής. Όλα τα παραδείγματα άλλων χωρών δείχνουν πως τα έξοδα για μια πιστοποίηση θα ανέρχονται σε πολλές δεκάδες, ακόμα και εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Αυτά τα δυσθεώρητα κόστη θα αλυσοδέσουν ολόκληρα νοικοκυριά εφ’ όρου ζωής στις αρπακτικές διαθέσεις του τοκογλυφικού κεφαλαίου, όπως ήδη συμβαίνει στις ΗΠΑ. Εκεί, ελλοχεύει και ο σοβαρότατος κίνδυνος της έκθεσης καταχρεωμένων από τον υπερδανεισμό φοιτητών, στην προπαγάνδα εχθρικών δυνάμεων σε ακριτικές περιοχές. Επαφίεται εξάλλου στον “πατριωτισμό” του εκάστοτε ιδιώτη ιδιοκτήτη σχολής η ιδεολογική κατεύθυνση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, και όλοι γνωρίζουν τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και τον πορωμένο διεθνισμό που χαρακτηρίζει αυτή την κοινωνική τάξη. Ακόμα χειρότερα, η τουρκική εξωτερική πολιτική επιθυμεί διακαώς μια “παράκαμψη” του άρθρου 16 προκειμένου να προχωρήσει απρόσκοπτα στον εδώ και δεκαετίες στρατηγικό στόχο της: την ίδρυση τουρκόφιλου πανεπιστημίου, με θρησκευτικό πρόσχημα, στο πλέον νευραλγικό γεωγραφικό διαμέρισμα, την Θράκη.
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΙΣΤΩΝ
Το λαϊκό Εθνικιστικό Κίνημα εδράζεται σε στέρεες ιδεολογικές βάσεις προασπιζόμενο την αξιοκρατία, την οποία τοποθετεί υπεράνω της χρηματικής επιρροής. Είναι από τα θετικά γνωρίσματα της ελληνικής κοινωνίας η δυνατότητα ενός παιδιού προερχόμενου από τα κατώτερα ταξικά στρώματα, δίχως πολλές ευκαιρίες ή διασυνδέσεις, να σπουδάσει σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο και να ανελιχθεί επαγγελματικά ως ένας αξιόλογος επιστήμονας, ανταμειβόμενος για τον κόπο και το σκληρό διάβασμα του. Η διαφάνεια και το αδιάβλητο των προπτυχιακών εξετάσεων ακόμα και αυτού του άγρια σαμποταρισμένου από την αριστερά δημόσιου πανεπιστημίου, δεν υπόκεινται στις αγοραίες λογικές δοσοληψίας και στο γενικότερο κλίμα διαφθοράς που καλλιεργήθηκε μεθοδικά στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και την κομματικά αφοσιωμένη κρατική υπαλληλία.
Σε μια ιδανική Ελληνική πολιτεία, στο Εθνικό κράτος που σκοπεύουμε να δομήσουμε, ίσως και να είχε κάποιο νόημα η συζήτηση για την ίδρυση κάποιων μη κρατικών ιδρυμάτων. Ιδρυμάτων όχι ανταγωνιστικών αλλά συναγωνιστικών προς τα δημόσια πανεπιστήμια, τα οποία αυτόχρημα στοχεύουμε ως πολιτική δύναμη να αναβαθμίσουμε και φυσικά να προστατέψουμε από τις δυνάμεις της παρακμής. Μια τέτοια κουβέντα θα μπορούσε να ανοίξει για συγκεκριμένους κλάδους όπου αυτό θα κρινόταν ότι είναι θεμιτό, χρειάζεται, συμφέρει ή ικανοποιεί ανά περίσταση τις απαιτήσεις μιας αταλάντευτα εθνικιστικής διακυβέρνησης. Δεν παραβλέπουμε τον ωφέλιμο ρόλο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε ποικίλους τομείς της οικονομίας, αλλά ως ιδεολόγοι προτάσσουμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Έθνους-κράτους στην μορφωτική διάπλαση των Ελληνόπουλων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Όμως, εντός του πλαισίου του νεοφιλελευθερισμού όπου κινείται η σημερινή εξουσιαστική μούργα, θεωρείται κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι βαρύτατα ακαδημαϊκά παράβολα θα φράξουν την κοινωνική κινητικότητα, υποσκάπτοντας το εκλεκτότερο ανθρώπινο δυναμικό του μέλλοντος. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να εξυπηρετεί τα “business plan” μερικών ιδιοκτητών ιδιωτικών σχολών εξασφαλίζοντας το αβγάτισμα των κερδών τους, αλλά στερεί από το Έθνος ένα σεβαστό τμήμα της πνευματικής και επιστημονικής ηγεσίας της αυριανής γενιάς, προς όφελος των γόνων και των επιγόνων από κάθε είδους κομματικό τζάκι.
Ως Μέτωπο Νεολαίας μας χαροποιεί φυσικά η ενημέρωση από νεαρούς φίλους του Κινήματος για κάποιες κινητοποιήσεις ενάντια στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο που λαμβάνουν χώρα σε λύκεια εργατικών συνοικιών, με πρόσημο ξεκάθαρα εθνικό και χαρακτήρα πραγματικά αξιοπρεπή. Σε αυτές τις περιπτώσεις μάλιστα, απομονώθηκαν τάχιστα όσα αριστερά κομματόσκυλα προσπάθησαν να καπηλευτούν τις μαθητικές αντιδράσεις για να προσηλυτίσουν παιδιά και να χύσουν το αντεθνικό τους δηλητήριο σε Ελληνικές ψυχές. Αυτό είναι ίσως το πιο ελπιδοφόρο κύμα αμφισβήτησης της εξουσίας στην εκπαίδευση, καθώς απορρίπτεται από το μαθητικό σύνολο όχι μόνο η κυβερνητική πολιτική αλλά και η συστημική, πλασαρισμένη ως “αντικυβερνητική” αντίθεση της.
Ο κοσμοκαλόγερος των ελληνικών γραμμάτων, λογοτέχνης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, έγραφε ότι η πλουτοκρατία είναι ο διαρκής Αντίχριστος. Και η Χρυσή Αυγή στέκεται ανάχωμα στις ορέξεις αυτού του Αντίχριστου για την εμπορευματοποίηση της Παιδείας, την οποία Εθνική Παιδεία θέτει μαζί με την Υγεία και τις Ένοπλες Δυνάμεις ως ζωτικές προτεραιότητες ενίσχυσης και ολικής ανασύνταξης, σύμφωνα με το πολιτικό πρόγραμμα που ρητά καθορίζει τον Λαϊκό Εθνικισμό.
Πηγή: Antepithesi.gr