Προ εκατόν δέκα ετών, στις 17 Φεβρουαρίου του 1914, οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου επαναστατούν και υψώνουν στο Αργυρόκαστρο την Ελληνική σημαία με τον Σταυρό και τον Δικέφαλο Αετό, απαιτώντας την Ένωση με την μητέρα Ελλάδα. Η δυναμική αυτή αντίδραση των Ελλήνων ήρθε ως συνέπεια της υπογραφής του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας τον Δεκέμβριο του 1913, σύμφωνα με το οποίο καθοριζόταν τα σύνορα του νεοσύστατου, τεχνητού αλβανικού πριγκιπάτου, εντός των οποίων συμπεριλαμβανόταν και η Βόρειος Ήπειρος.
Οι περιοχές της Βορείου Ηπείρου, που είχαν μόλις πριν μερικούς μήνες ελευθερωθεί από τους Έλληνες κατά την διάρκεια του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, επιδικάστηκαν στην Αλβανία. Αυτή η εξέλιξη ήταν το αποτέλεσμα των μεθοδεύσεων της εξωτερικής πολιτικής την οποία ακολουθούσαν η Αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας και το Βασίλειο της Ιταλίας. Η πρόθεση αυτή των Μεγάλων Δυνάμεων είχε κοινοποιηθεί μήνες πριν, με την λήξη του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου κατά τις διαπραγματεύσεις της επικύρωσης της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου τον Μάιο του 1913. Αυτή η συνθήκη περιελάμβανε τον εξής εκβιασμό: τα νησιά του Αιγαίου πελάγους θα παραχωρούνταν στην Ελλάδα, μόνο εάν εκείνη δεχόταν δίχως αντίρρηση το ξεπούλημα της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία.
Οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες αντέδρασαν με κάθε τρόπο σε αυτόν τον απαράδεκτο εκβιασμό. Απαίτησαν την αποστολή Ειδικής Επιτροπής στη Βόρειο Ήπειρο ώστε να εξακριβωθεί ο εθνολογικός χαρακτήρας του τόπου και να εκφραστεί γνήσια η θέληση των κατοίκων, ενώ ταυτόχρονα γνωστοποίησαν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την απόφαση τους να πολεμήσουν για την ελευθερία τους. Από όσες πόλεις και χωριά της Ηπείρου στις περιοχές της Κορυτσάς, του Λεσκοβικίου και του Αργυροκάστρου περνούσαν τα μέλη της Επιτροπής Καθορισμού Συνόρων, οι κάτοικοι επεφύλασσαν για εκείνους ένθερμη υποδοχή με ελληνικές σημαίες και διατράνωση της ελληνικής συνείδησης τους.
Ο πόθος του κόσμου για την ενσωμάτωση των πατρώων εδαφών του στην επικράτεια της κυρίως Ελλάδος εκδηλώθηκε ως αποκορύφωμα με αφορμή το παλλαϊκό συλλαλητήριο το οποίο διοργανώθηκε στο Αργυρόκαστρο στις 25 Νοεμβρίου του 1913, στο οποίο συμμετείχαν περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες κάτοικοι. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι της περιοχής, οι οποίοι στην πλειονότητα τους ήταν εξισλαμισθέντες κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας Έλληνες, έτρεφαν τα ίδια ακριβώς αισθήματα για την μητέρα Πατρίδα με τους Χριστιανούς συντοπίτες τους και εκδήλωναν ενθουσιωδώς την ελληνικότητα τους.
Άπαντες ήταν αποφασισμένοι να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων για την ελευθερία. Στο υπόμνημα που απέστειλαν οι Έλληνες της Κορυτσάς στην Διεθνή Επιτροπή, μεταξύ άλλων αναφέρουν: «εν εκ των δύο λοιπόν υπολείπεται ημίν, ή ένωσις μετά της μητρός Ελλάδος, συμφώνως τη καταγωγή, τη ιστορία, ταις παραδόσεσι και τοις εθίμοις ημών, ή μεταβολή των πάντων εις ερείπια και τέφραν». Οι Χειμαρριώτες έκλειναν την δική τους επιστολή προς τους υπουργούς των εξωτερικών των Μεγάλων Δυνάμεων ως εξής: «θα φονευθώμεν πάντες, αλλ’ η Χειμάρρα ενωθείσα μετά της Ελλάδος δεν θα λεχθή ότι υπεδουλώθη εις Αλβανούς».
Στις 30 Ιανουαρίου του 1914 ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, ως πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης, συνεκάλεσε Πανηπειρωτικό συνέδριο στο Αργυρόκαστρο όπου εκλέγεται η “Οργανωτική Επιτροπή”. Η επιτροπή αυτή αναλαμβάνει την ηγεσία του αυτονομιστικού αγώνα, εφόσον δεν υπήρχε δυνατότητα εξεύρεσης ειρηνικής λύσης του ζητήματος. Ένοπλα τμήματα με την επονομασία «Ιεροί Λόχοι» αρχίζουν να οργανώνονται στις πόλεις και τα χωριά. Στις 9 Φεβρουαρίου ο απελευθερωτής και ήρωας της Χειμάρρας, μακεδονομάχος Σπύρος Σπυρομήλιος κήρυξε την αυτονομία της. Μια εβδομάδα αργότερα σχηματίστηκε η προσωρινή κυβέρνηση της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου με πρόεδρο τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο.
Στις 17 του μηνός στο Αργυρόκαστρο παρουσία κλήρου, λαού και δυο χιλιάδων ενόπλων ιερολοχιτών, ανακηρύχθηκε πανηγυρικά η ανεξαρτησία της Βορείου Ηπείρου. Ήταν μια πολύ συγκινητική τελετή, η οποία ξεκίνησε με την ακολουθία του αγιασμού και ολοκληρώθηκε με την επίσημη έπαρση της σημαίας της Αυτονομίας. Κατόπιν, ακολούθησαν και άλλες πόλεις της Βορείου Ηπείρου, οι οποίες ανακηρύσσονταν αυτόνομες, όπως επί παραδείγματι οι Άγιοι Σαράντα, το Δέλβινο, το Λεσκοβίκι και η Πρεμετή.
Οι αδελφοί μας έδωσαν έναν τιτάνιο αγώνα με επιτυχία, παρά την εξαπόλυση άγριων επιθέσεων κατά των ελληνικών πληθυσμών από τους αλβανούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Μεγάλες Δυνάμεις να ζητήσουν την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Βορειοηπειρώτες. Έτσι συναντήθηκαν τα μέλη της Διεθνούς Επιτροπής, εκπρόσωποι της αλβανικής κυβέρνησης καθώς επίσης και οι εκπρόσωποι της προσωρινής κυβερνήσεως της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου στους Αγίους Σαράντα, για να συζητήσουν για μια λύση. «Σκοπός της προσωρινής κυβερνήσεως ήταν να επιτύχει χάριν των Βορειοηπειρωτών προνόμια, ισοδυναμούντα με την αυτονομία». Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν κατέληξαν στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας στις 17 Μαΐου του 1914.
H Βόρειος Ήπειρος, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του Πρωτοκόλλου, αποκτούσε ευρεία αυτονομία μέσα στα όρια της αλβανικής επικράτειας. Κατοχυρώνονταν η ευρεία χρήση και η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, ενώ συγκροτήθηκε και ειδικό σώμα χωροφυλακής. Παρεχωρείτο δηλαδή πλήρες καθεστώς Αυτονομίας, διοικητικής, δικαστικής, εκπαιδευτικής και θρησκευτικής. Η Αλβανία ουδέποτε εφάρμοσε το Πρωτόκολλο, μολονότι αυτό συνυπογράφηκε από όλες τις πλευρές και παρόλο που τυπικά ήταν εγγυήτριες άπασες οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής.
Οι αλβανοί καταπίεζαν αφόρητα τους Βορειοηπειρώτες και τους στερούσαν όλα τα υπογραφέντα δικαιώματα. Δεκαετίες μετέπειτα, από το 1944 που ανέλαβε δικτατορικά την διακυβέρνηση της “Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας” ο κομμουνιστής Ενβέρ Χότζα, οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν, δέχτηκαν πόλεμο για την ορθόδοξη πίστη τους και για την γλώσσα των προγόνων τους. Ενδεικτικό του πόσο απάνθρωπο ήταν το καθεστώς του αιμοσταγούς αυτού δικτάτορα είναι το γεγονός ότι ακόμα και ο Χρουστσόφ, ο διάδοχος του Στάλιν στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης(!), ζήτησε από τον Χότζα να σεβασθεί το πρωτόκολλο της Κέρκυρας και να παραχωρήσει αυτονομία στους Έλληνες Βορειοηπειρώτες. Σε ταξίδι του μάλιστα στην Ηπειρωτική γη τον Μάιο του 1959, ο σοβιετικός ηγέτης εξήρε την πολιτιστική ανωτερότητα της Ελληνικής παρουσίας σε σχέση με το βόρειο τμήμα του αλβανικού κρατιδίου, σε σχετικές του αναφορές στο απόρρητο προσωπικό του ημερολόγιο.
Το Βορειοηπειρωτικό όμως εξακολουθεί και σήμερα να είναι ένα υπαρκτό εθνικό ζήτημα. Δυστυχώς οι προδοτικές ελλαδικές κυβερνήσεις ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. Όχι μόνο οι ταγοί της εγχώριας πολιτικής ελίτ δεν προχώρησαν σε καμιά διπλωματική ενέργεια προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το πρωτόκολλο της Κέρκυρας, αλλά ταπεινωτικά αποδέχτηκαν μάλιστα να αποκαλείται διεθνώς η Βόρειος Ήπειρος ως «Νότια Αλβανία». Με την ενδοτικότητα των μεταπολιτευτικών δυνάμεων στα εθνικά θέματα και με την υποταγή τους στις ξένες δυνάμεις συνέβαλαν τα μέγιστα ώστε και αυτό το φλέγον εθνικό ζήτημα να παγώσει και να παραμείνει άλυτο μέχρι και σήμερα.
Τα διδάγματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας βεβαιώνουν κάθε μελετητή της πως οι ξένες δυνάμεις ενεργούν αποκλειστικά και μόνο προς το συμφέρον τους και δεν ενδιαφέρονται για τα δίκαια της χώρας μας, για την οποία προόριζαν ανέκαθεν τον ρόλο της αποικίας. Αυτό είναι κάτι που δεν θα μπορέσουν ποτέ να συνειδητοποιήσουν οι πολιτικοί οι οποίοι επικροτούν την υποδούλωση της Ελλάδος στους υπερεθνικούς οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Τα σπουδαία ιδανικά όμως δεν εκπληρώνονται μέσα από υπογραφές ποταπών ανθρωπαρίων σε διπλωματικά έγγραφα άνευ ουσίας, γίνονται ζωντανή πράξη μόνο από τις θυσίες των Ηρώων.
Ορκισμένος εχθρός της ξενοδουλείας, η οποία διακατέχει το σάπιο πολιτικό κατεστημένο της χώρας μας, αποτελούμε εμείς οι νέοι Έλληνες Εθνικιστές της Χρυσής Αυγής. Το λαϊκό Εθνικιστικό κίνημα έχει δεσμευτεί να μην εγκαταλείψει ποτέ αυτήν την πανάρχαια Ελληνική Γη, την οποία τρεις φορές οι πρόγονοι μας απελευθέρωσαν χύνοντας ποταμούς αίματος στα πεδία των μαχών. Προς τους καταπιεστές των αδελφών μας, τους εγχώριους προδότες και τους κάθε λογής υποτακτικούς τους, το μήνυμα είναι ένα: ΘΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΟΥΜΕ!
Πηγή: antepithesi.gr