JULIUS EVOLA: ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΥΛΙΣΜΟ
Η πλειοψηφία των πνευματικών εξεγέρσεων κατά των «υλιστικών» απόψεων είναι μόνο μάταιες αντιδράσεις κατά των τελευταίων περιφερειακών συνεπειών, που προέρχονται όμως από μακρινές και βαθύτερες αιτίες. Αυτές οι αιτίες, παρεμπιπτόντως, εμφανίζονται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο από αυτό όπου διατυπώθηκαν οι «θεωρίες».
Η εμπειρία του ανθρώπου της Παράδοσης έφτανε πολύ πέρα από αυτά τα όρια, όπως στην περίπτωση μερικών εκ των αποκαλούμενων πρωτογόνων, όπου ακόμη και σήμερα μπορούμε να βρούμε έναν αμυδρό απόηχο πνευματικών δυνάμεων από τους αρχαίους χρόνους. Στις παραδοσιακές κοινωνίες το «αόρατο» ήταν ένα στοιχείο όπως το πραγματικό.
Από την μεριά της Παράδοσης, αφενός αυτό που σήμερα συνήθως αναφέρεται ως «πραγματικότητα» ήταν μόνο ένα είδος ενός πολύ ευρύτερου γένους και αφετέρου οι αόρατες πραγματικότητες δεν ταυτίζονταν αυτόματα με το «υπερφυσικό».
Μιλώντας με την γλώσσα της Παράδοσης, η αντίληψη της «φύσης» δεν αντιστοιχούσε απλά με τον κόσμο των σωμάτων και των ορατών μορφών – το πεδίο έρευνας της σύγχρονης εκκοσμικευμένης επιστήμης – αλλά αντιθέτως, αντιστοιχούσε απαραίτητα με τμήμα μιας αόρατης πραγματικότητας.
Οι αρχαίοι είχαν την αίσθηση ενός σκοτεινού κάτω κόσμου, κατοικούμενου από σκοτεινές και διφορούμενες δυνάμεις κάθε είδους (η δαιμονική ψυχή της φύσεως, η οποία είναι το κύριο υπόβαθρο όλων των φυσικών μορφών και ενεργών δυνάμεων), που αντιτίθεντο στην υπερλογική και ουράνια λαμπρότητα της υψηλότερης περιοχής. Επιπλέον, ο όρος Φύση παραδοσιακά περιελάμβανε οτιδήποτε είναι απλά ανθρώπινο, καθόσον αυτό που είναι ανθρώπινο δεν μπορεί να ξεφύγει της γέννησης και του θανάτου, της προσωρινότητας, της εξάρτησης και της μεταβολής, όλων αυτών που χαρακτηρίζουν την κατώτερη ζώνη …
Ο Ελληνισμός είδε την φύση σαν την προσωποποίηση της αιώνιας κατάστασης της «ένδειας» των πραγματικοτήτων εκείνων που, επειδή έχουν την αρχή και την αιτία τους έξω από τον εαυτό τους, ρέουν και χάνονται επ’ αόριστον (αεί ρέοντα). Στην εξέλιξή τους, αυτές οι πραγματικότητα αποκαλύπτουν μια πρωτογενή και θεμελιώδη έλλειψη κατεύθυνσης και σκοπού και ένα επαναλαμβανόμενο περιορισμό. (Δες Πλωτίνο, Εννεάδες 1.8.4-7,6.6.18)
Συμφώνως με αυτές τις παραδόσεις, «ύλη» και «γίγνεσθαι» εκφράζουν την πραγματικότητα που ενεργεί σε μία ύπαρξη, σαν μία σκοτεινή αναγκαιότητα ή μία συνεχή αοριστία ή σαν αδυναμία απόκτησης μίας τέλειας μορφής και τοποθέτησης του εαυτού σε ένα νόμο.
Από την άλλη μεριά, η εμπειρία του ασκητισμού εθεωρείτο σαν η οδός που οδηγούσε στην άλλη ζώνη ή στον κόσμο της «ύπαρξης» ή σε αυτό που πλέον δεν είναι φυσικό, αλλά μεταφυσικό. Ο ασκητισμός παραδοσιακά συνίσταται από αξίες όπως αυτοκυριαρχία, αυτοπειθαρχία, αυτονομία και κυρίως μία ενοποιημένη ζωή. Με την «ενοποιημένη ζωή» εννοώ μία ύπαρξη που δεν χρειάζεται να αναλωθεί σε αναζήτηση άλλων πραγμάτων ή ανθρώπων με σκοπό να ολοκληρωθεί και να δικαιωθεί. Οι παραδοσιακές αναπαραστάσεις αυτής της άλλης ζώνης ήσαν ηλιακά σύμβολα, ουράνιες περιοχές, όντα από φως ή φωτιά, νησιά και κορυφές βουνών.
Αυτές ήταν οι δύο «φύσεις». Η Παράδοση κατανοούσε την πιθανότητα να γεννηθεί κάποιος στην μία ή στην άλλη και επίσης την πιθανότητα να πάει από την μία στην άλλη, σύμφωνα με το ρητό «Ο άνθρωπος είναι ένας θνητός θεός και ο θεός είναι ένας αθάνατος άνθρωπος». (Ηράκλειτος, κεφ. 62, 12.1)
Συμφώνως με την Παράδοση η πνευματικότητα είναι κάτι που βρίσκεται πέρα από ζωή και θάνατο. Θεωρούσε ότι η απλή φυσική ύπαρξη, η «ζωή», είναι χωρίς νόημα εάν δεν προσεγγίζει τον ανώτερο κόσμο ή αυτό που είναι «κάτι περισσότερο από την ζωή», εάν δεν υπάρχει η επιδίωξη στο να μετέχει στην «υπερκόσμια» και στο να εξασφαλίσει μία ενεργή και τελική απελευθέρωση από τα δεσμά που εκπροσωπούν την ανθρώπινη κατάσταση. Συμφώνως προς την Παράδοση, κάθε εξουσία είναι ψευδής, κάθε νόμος είναι άδικος και βάρβαρος, κάθε θεσμός είναι κενός και εφήμερος, εάν δεν ορίζεται στην ανώτερη αρχή της Ύπαρξης και δεν προέρχεται εκ των άνω και δεν προσανατολίζεται «ανοδικά».