Ομάδες τούρκων σπεύδουν να ενισχύσουν την αστυνομία. Ο Ευαγόρας και οι συμμαθητές του συγκρούονται με το κοινό μέτωπο του εχθρού αναγκάζοντας τον διοικητή να διατάξει υποχώρηση για να μην εκτεθεί το στέμμα λόγω της ημέρας.
Οργανώνεται μυστικά στην ΕΟΚΑ. Δύο χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1955, οι διαδηλώσεις έχουν πλέον λάβει εβδομαδιαία συχνότητα οι Κύπριοι μαθητές αντιμετωπίζουν Τούρκους και Βρετανούς σε οδομαχίες με μόνο όπλο τα κοντάρια των Ελληνικών σημαιών που κρατούσαν!
Ο Ευαγόρας προτιμά τον κίνδυνο της άμεσης δράσης από τα κελιά και δηλώνει ότι είναι ήδη έτοιμος να συμμετάσχει στον ένοπλο αγώνα. Επιστρέφει στο σπίτι του όπου ανακοινώνει στον πατέρα του την απόφαση του να ανέβει στο βουνό ως αντάρτης και από εκεί πηγαίνει στην εκκλησία να αποχαιρετίσει την μητέρα του που προσευχόταν. Μέσω μιας συμμαθήτριας του αφήνει στην έδρα της τάξης του έναν φάκελο με αποχαιρετιστήριους, αλλά και προφητικούς, στίχουςπου ετοίμαζε πολλές μέρες νωρίτερα αποκαλύπτοντας τον λόγο της φυγής του:
Παλιοί συμμαθηταί,
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Έτσι, ο Ευαγόρας γίνεται πλέον μαχητής του ανταρτοπολέμου της ΕΟΚΑ για την Ένωση. Αγωνίζεται και ξεχωρίζει για την αυτοθυσία του αλλά και την σοβαρότητα του, Είναι λιγομίλητος αλλά πάντα θαρραλέος μπροστάρης, γι’ αυτό και γίνεται υπαρχηγός της αντάρτικης ομάδας. Η δράση του αυτή προκαλεί μάλιστα την επικήρυξη του από τους Άγγλους με το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 5000 λιρών!
Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 μαζί με άλλους δύο Συναγωνιστές του μετέφεραν όπλα και τρόφιμα από τη Λυσό. Ξαφνικά βρίσκονται αντιμέτωποι με βρετανική περίπολο η οποία κινούνταν βάσει πληροφοριών που είχε αποσπάσει από χρηματιζομένους προδότες. Οι υπόλοιποι καταφέρνουν να ξεφύγουν, όχι όμως και ο Ευαγόρας που συλλαμβάνεται με την κατηγορία της κατοχής και διακίνησης οπλισμού.
Οι «ανθρωπιστές» Βρετανοί τον υποβάλλουν σε βασανιστήρια. Αρνούνται επί πολλές μέρες στην οικογένεια του να τον δει. Ο αστυνομικός διευθυντής καλεί τον πατέρα του αγωνιστή και θέτει ως όρο επισκεπτηρίου να τον πείσει να καταδώσει τους Συναγωνιστές του! Τότε αυτός σηκώνεται όρθιος και απαντά περήφανα: «Υπό τοιαύτας συνθήκας, αρνούμαι να δω το παιδί μου!» και αποχωρεί.
Στις 25 Φεβρουαρίου, μετά από μια σύντομη δίκη-παρωδία καταδικάζεται σε θάνατο δι΄ απαγχονισμού. Ο ίδιος δεν αφήνει περιθώρια στους δικηγόρους του να τον υπερασπιστούν, αφού δεν δέχεται να αρνηθεί την συμμετοχή του στον αγώνα της ΕΟΚΑ: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο…».
Ακολουθούν αλλεπάλληλα διαβήματα υπέρ του Ευαγόρα προς την βασίλισσα της Αγγλίας, την Βουλή των Κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη. Όμως οι Βρετανοί απορρίπτουν κάθε πρόταση για αλλαγή στην ποινή. 12 Μαρτίου τον επισκέπτεται η οικογένεια του στις κεντρικές φυλακές όπου κρατούνταν. Ο Ευαγόρας γαλήνιος τους πληροφορεί, πως σε δύο μέρες θ’ ανέβει τα σκαλοπάτια της αγχόνης.
Αποχαιρετώντας τους, τους ζήτησε να μην λυπούνται λέγοντας: «Ορκίσθηκα να πεθάνω για την Πατρίδαμου κι ετήρησα τον όρκο μου». Ζητά να του φέρουν το σταυρό του και μέσα από τα πυκνά σύρματα του κελιού των μελλοθάνατων δίνει θάρρος στα αγαπημένα του πρόσωπα. Στο τελευταίο γράμμα του γράφει:
Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.