Οι προσκυνημένοι τότε και σήμερα και το “Μνημόνιο” του 1825
Μέχρι τις αρχές του έτους 1824 η Δόξα στεφάνωνε τα όπλα των Ελλήνων. Χρυσές σελίδες της Ιστορίας μας γράφτηκαν, Βαλτέτσι, Τριπολιτσά, Χάνι της Γραβιάς, Αλαμάνα. Όμως, οι “σύμμαχοί” μας με τα περίφημα δάνεια του αγώνα από το κακόφημο “City” του Λονδίνου, δάνεια ληστρικά, που έσπειραν την διχόνοια που έφερε έναν τρομερό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος με την σειρά του έφερε τον Ιμπραήμ και τα Αιγυπτιακά στρατεύματα στην Ελλάδα.
Όταν πάτησε το πόδι του ο Ιμπραήμ στην χώρα μας, πολλοί ήταν αυτοί που τον προσκύνησαν και πήρανε συγχωροχάρτι. Τον Κολοκοτρώνη τον έκλεισαν φυλακή και αναγκάστηκαν να τον ελευθερώσουν για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ, που στα 1825 βαδίζοντας από τα Καλάβρυτα προς την Τριπολιτσά συνάντησε στο διάβα του κρεμασμένο έναν από τους προσκυνημένους, που επάνω του υπήρχε η επιγραφή:
«Τέτοιον καταφρονημένον θάνατον θα έχουν από τους Έλληνας όσοι επροσκύνησαν εις τον Ιμπραχίμην και δεν μετανοήσουν να κινηθούν κατ’ αυτού … Ακόμη και όσοι ελεύθεροι Έλληνες ιερείς τε και λαϊκοί δεν πιάσουν τα όπλα εις τοιαύτην κρίσιμον περίστασιν. Ο παρών Γιάννης από Μπούμπουκα ήτο σταλμένος από τον Ιμπραχίμην τσιασίτης (κατάσκοπος) και επιάσθη και λαμβάνει τον θάνατον δι’ αγχόνης». Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ (Φωτάκου, Β’, 435).
Με αυτό το πνεύμα κράτησε ζωντανή την φλόγα της Επαναστάσεως το Έθνος, με το “Φωτιά και Τσεκούρι στους προσκυνημένους”. Ο Ιμπραήμ, όμως, ευρίσκετο προ των πυλών του Ναυπλίου και τότε οι μεγάλοι μας “σύμμαχοι” ζήτησαν να υπογράψει το Έθνος μας μια δήλωση υποταγής, η οποία υπεγράφη στις 24 Ιουλίου του 1825 και ανάμεσα στα άλλα έλεγε και τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
«Η Ελλάς διά της παρούσης δημοσίου πράξεως προσδιορίζει, θεσπίζει και βούλεται τον επόμενον Νόμον: Το Ελληνικόν έθνος δυνάμει της παρούσης πράξεως θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας…».