Ήταν εκείνη η ανοιξιάτικη πρώτη ημέρα του Απριλίου του 1955 που τα όνειρα του Ελληνικού λαού της Κύπρου για λευτεριά και ένωση με την μητέρα Πατρίδα έπαιρναν σάρκα και οστά. Αιώνες ολόκληρους ο κυπριακός Ελληνισμός, καρτερικά περίμενε αυτή την ημέρα. Γενιές και γενιές γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και έσβησαν μέσα στην καταφρόνια της σκλαβιάς και της ατίμωσης.
Tο ξημέρωμα της 1ης Απριλίου του σωτήριου έτους 1955 ήταν διαφορετικό. Ήχησαν πολλαπλές εκρήξεις βομβών σε όλες τις πόλεις, φυλλάδια γέμισαν τους δρόμους καλώντας τους Έλληνες της νήσου να ξεσηκωθούν, μαθητές χύθηκαν στους δρόμους με τις γαλανόλευκες σημαίες. Οι βρετανοί αποικιοκράτες απορημένοι και σαστισμένοι, αμόλησαν τους χαφιέδες στους δρόμους και στα καφενεία. Μετά από λίγες μέρες, ήταν βέβαιοι πως άρχιζε το τέλος της παντοδυναμίας τους. Οι υπερήφανοι Κύπριοι, παίρνοντας την σκυτάλη από τους προγόνους τους του 1821, αγωνίστηκαν με το «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή θάνατος» στις ψυχές τους. Με λιανοτούφεκα, κυνηγετικά και ελάχιστα αυτόματα του 1940 που έφτασαν από την Ελλάδα, τα αμούστακα παιδιά της Εθνικής Οργανώσεως των Κυπρίων Αγωνιστών έστηναν ενέδρες στους Άγγλους στρατιώτες, προκαλούσαν δολιοφθορές στα στρατόπεδα τους και παρενοχλούσαν συνεχώς, με κάθε τρόπο και μέσο, τον αποικιοκράτη δυνάστη.
Θέλοντας να καταστείλουν αυτή την εθνικιστική επανάσταση, οι δυνάστες Άγγλοι μετέφεραν στο νησί περισσότερα στρατεύματα, έχτισαν φυλακές και κρατητήρια, κατέφυγαν στην αγχόνη με τον φοβερό της βρόγχο. Και εκεί μέσα στην φυλακή, μεταξύ κελιού και αγχόνης, μεταξύ ζωής και θανάτου, γράφεται μια χρυσή σελίδα του Κυπριακού έπους, μια λάμψη στο πάνθεο των Ελλήνων ηρώων. Οι εκτελεστές άρχισαν το ανατριχιαστικό τους έργο, όμως η αποικιακή αγγλική ηγεσία αντίκρισε με δέος τους καταδικασμένους σε θάνατο αγωνιστές να προχωρούν προς το ικρίωμα τραγουδώντας ύμνους προς την Ελευθερία. Οι απαγχονισθέντες αγωνιστές δεν λιποψύχησαν μπροστά στην θανατική ποινή, δεν τους επέτρεψε η Ελληνική τους υπερηφάνεια να τους σύρουν σε αυτό το σημείο οι υποτακτικοί των κατακτητών. Δεν τους λύγισαν τα βασανιστήρια, ούτε οι στερήσεις, δεν τους έκαμψε η ψυχολογική πίεση των βασανιστών τους, δεν δείλιασαν ακούγοντας την προηγούμενη ημέρα τον φοβερό ήχο της αγχόνης την ώρα της εκτέλεσης του συντρόφου τους.
Εκείνος ο ήχος της θηλιάς, όταν τέντωσε το σχοινί για να πάρει την ζωή του συμπολεμιστή τους, λύγιζε ακόμη και τα άψυχα σίδερα, όμως δεν στάθηκε ικανός να λυγίσει τους αντρειωμένους αντάρτες της ΕΟΚΑ. Αμήχανοι οι δήμιοι παρακολουθούν την λεβεντοσειρά των ηρώων και ευθύς αμέσως το εχθρικό μένος τους μεταβάλλεται σε ζήλεια και θαυμασμό για τα αμούστακα παλληκάρια και το απαράμιλλο θάρρος τους. Κανένα από αυτά τα παλληκάρια δεν έκανε πίσω. Από κανέναν δεν απέσπασαν ούτε μια πληροφορία οι Άγγλοι. Έτσι απλά, προτίμησαν τον έμπλεο κλέους θάνατο από την ατίμωση, την αρετή από την καλοπέραση, την λεβεντιά από την δειλία. Έτσι απλά, πορεύτηκαν μερικά μέτρα από το κελί τους μέχρι τον τόπο της εκτέλεσης για να εισέλθουν στην ιστορία των Ελλήνων Ηρώων, περνώντας στην αθανασία.
Είχαν την δυνατότητα να προδώσουν τους συναγωνιστές τους, να πάρουν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για “αμοιβή” και να φύγουν με την οικογένεια τους για την Αγγλία. Όμως η Ελληνική ψυχή τους απέτρεψε κατηγορηματικά από το να το πράξουν. Και έμειναν στον τόπο της μάχης για να γίνουν ολοκαύτωμα σε υπόγεια κρησφύγετα, για να πέσουν νεκροί, διάτρητοι από σφαίρες σε αγιασμένους από το αίμα τους αχυρώνες. Γνώριζαν καλά πως με τον θάνατο τους θα φωτιζόταν περισσότερο ο Ήλιος της δικαιοσύνης, τον οποίον επιθυμούσαν να εγκαταστήσουν πάνω από τα πάτρια εδάφη τους. Οι αντάρτες επαναστάτες της ΕΟΚΑ ταπείνωσαν τον ίδιο τον θάνατο, μεθυσμένοι από το γλυκό κρασί που μόνο οι Έλληνες μπορούν να φτιάχνουν εδώ και αιώνες, όταν το καθήκον της υπεράσπισης της Πατρίδος το απαιτεί!
Πηγή: antepithesi.gr