ΕΛΛΗΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΗΣ
τῆς δεκάτης πέμπτης ἑκατονταετηρίδος.
Οι ιστοριογράφοι του Σοσιαλισμού παρέλειψαν, νομίζομεν, να αναφέρωσιν ένα τῶν πρακτικωτέρων αὐτοῦ ὀπαδῶν, τὸν Γεμιστὸν Πλήθωνα, ὅστις διατελέσας, ἐν αρχή της δεκάτης πέμπτης ἑκατονταετηρίδος, σύμβουλος τοῦ δεσπότου της Πελοποννήσου Θεοδώρου, προέτεινεν εἰς αὐτὸν σχέδιον οικονομικής και κοινωνικής μεταρρυθμίσεως, στηριζόμενον βεβαίως ἐπὶ τῶν ἀρχῶν τῆς αἱρέσεως, ήτις σήμερον ταράττει τὴν δυτικήν Ευρώπην, προϋποθέτων δηλαδή, την κατάργησιν, μέχρι τινός τουλάχιστον, πάσης ἀκινήτου κτήσεως. Το σχέδιον τούτο είναι μάλιστα λόγου ἄξιον κατὰ τοῦτο, ότι δεν προέκυψε κάτωθεν, ἀλλὰ άνωθεν ἐν ἄλλαις λέξεσι, δὲν ἐκυοφορήθη εἰς τὸν ἐγκέφαλον ανθρώπων φιλοδόξων, οἵτινες ζητοῦσε νὰ ἀρπάσωσι τὴν ἀρχὴν, θεραπεύοντες τα κτηνωδέστερα του όχλου πάθη. Δὲν ἐχρησίμευσεν ὡς σημεία ανθρώπων πειναλέων, ὁρμώντων ἐπὶ τον σφετερισμόν της περιουσίας συμπολιτών εργατικωτέρων ἢ εὐτυχεστέρων, ἀλλ’ ἐπενοήθη ὑπὸ ἄρχοντος ἐπιδιώκοντος ειλικρινώς τὴν ἀναμόρφωσιν κοινωνίας κακῶς πασχούσης, καὶ ἀπατωμένου μὲν περὶ τὰς σκέψεις αυτού, πεπεισμένου όμως, ότι αυτός είναι ο ἐπιτηδειότερος τῆς σωτηρίας αὐτῆς τρόπος.
Προς τούτοις, τὸ βούλευμα ἐκείνο ἐπιμαρτυρεῖ τὴν μεγάλην ταύτην αλήθειαν, ὅτι αἱ ἀποτρόπαιοι αύται δοξασίαι δὲν ἀναφαίνονται εἰμὴ εἰς κοινωνίας νοσηράς, και ημιβαρβάρους, οὐδέποτε δὲ εἰς ακμαίας, η και απλώς όπως οῦν πεπολιτισμένας, διότι, ὡς θέλομεν ίδει, προϋποθέτει πολιτείαν συγκειμένην ἀπὸ μόνων γεωργών καὶ ποιμένων, παντάπασι δ’ απεστερημένην ἀνωτέρας βιομηχανίας, γραμμάτων, τεχνῶν, ἐπιστημῶν. Αφ’ ἑτέρου το σχέδιον του Γεμιστού Πλήθωνος διαφέρει κατά τοῦτο τῶν πλείστων άλλων σοσιαλιστικών σχεδίων, ότι δεν στηρίζεται ἐπὶ τῆς ἀνυπάρκτου καὶ ἀδυνάτου Ισότητας τῆς εὐφυίας και φιλεργίας τῶν ἀνθρώπων, οὐδ ̓ ἐπὶ τῆς ἀδικωτάτης ίσης διανομής των ωφελημάτων, ἀλλ’ ἐξεναντίας αφίνει στάδιον ἐλεύθερον εἰς τὴν δραστηριότητα, και επιτρέπει εἰς τοὺς δραστηριωτέρους μείζονα πλεονεκτήματα.
Είναι γνωστόν, ότι εἰς τὰς ἀρχάς τῆς δεκάτης πέμπτης έκατονταετηρίδος, οἱ Βυζαντινοί δεν κατείχαν άπασαν τὴν Πελοπόννησον. Τὰ Μεσσηνιακά φρούρια, τὸ Ναύπλιον καὶ τὸ Άργος ἦσαν εἰς χεῖρας τῶν Ενετῶν. Αί Πάτραι ἦταν κτήμα του Λατίνου αυτών μητροπολίτου, ἢ μᾶλλον τοῦ προεξάρχοντος αὐτοῦ Πάπα. Ο ἰσχυρὸς ἐκ Βενευέντου της Νεαπόλεως οἶκος των Τόκκων, ὅστις ἦρχε της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, ἐδέσποζε και του βορειοτέρου μέρους της Ηλείας· ἡ δὲ μεσημβρινή Ηλεία ἐκυβερνάτο από του Γενουαίου Ασάνη Ζαχαρία Κεντυρίωνος. Η Βυζαντινή λοιπόν κατὰ τὴν Πελοπόννησον ηγεμονία δεν περιελάμβανεν εἰμὴ τὴν μεσογαίαν, την βόρειον παραλίαν καὶ μέρος τῆς μεσημβρινής. Ήτο δὲ εἰς ὅλεθρίαν κατάστασιν, διότι ἔπαθε μὲν καὶ ἔπασχε τὰ πάνδεινα από τε τῶν γειτόνων Φράγκων καὶ των ιδίων ἀρχόντων, ἐκινδύνευε δὲ ἔτι φοβερώτερον κίνδυνον ἀπὸ τῶν Τούρκων, οίτινες είχαν ήδη καταλάβει τὸ πλεῖστον τῆς ἐκτὸς τοῦ Ἰσθμού Ελλάδος. Ταύτης τῆς ἡγεμονίας δεσπότην διώρισεν, ἐν ἔτει 1407, ὁ προπαρατελευταίος Βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ Μανουήλ τον δεύτερον αὐτοῦ υἱόν Θεόδωρον. Καὶ εἰς τοῦτον τὸν Θεόδωρον καθυπέβαλε το τολμηρὸν αὐτοῦ σχέδιον ὁ Γεμιστός Πλήθων.
Ωρμήθη δὲ ἐπὶ τὴν μεταρρύθμισιν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ακολούθων σκέψεων. Η κυριωτέρα ἐνασχόλησις τῶν Πελοποννησίων είναι, λέγει, ή γεωργία και η κτηνοτροφία, ἀφ ̓ ὧν ἐπαρκοῦσιν εἰς τρεῖς ἀνάγκας, τὴν συντήρησιν του οίκου, την φορολογίαν, τὴν στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν. Ἀλλὰ καὶ ἡ φορολογία καὶ ἡ στρατιωτική υπηρεσία είναι αθλίως ωργανισμέναι. Οι φόροι, ἂν καὶ ἕκαστος αὐτῶν εἶναι μικρός, είναι όμως ποικίλοι, συλλέγονται υπό πολλῶν εἰσπρακτόρων, καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἰς νομίσματα, όχι εἰς είδη· ἡ δὲ ποικιλία αὕτή τῶν φόρων καὶ τῶν εἰσπρακτόρων είναι καταθλιπτικωτάτη, καὶ ἡ εἰς χρήματα καταβολή του φόρου ἐπιζημία εἰς τε τους φορολογουμένους καὶ εἰς τὴν κυβέρνησιν, διότι τα κυκλοφορούντα ξένα νομίσματα είναι κακής ποιότητος. Αφ’ ετέρου στρατεύουσιν ἀπὸ πολλῶν ὀλίγοι, καὶ ἐκ τούτων οἱ πλεῖστοι ἄοπλοι, ἅπαντες δὲ ἄμισθαι όθεν λειποτακτούσι συνεχῶς, ἐπανερχόμενοι εἰς τὰς εργασίας αὐτῶν, δι’ ὧν τρέφουσιν ἑαυτοὺς καὶ τοὺς περὶ αὐτοὺς, ἔτι δὲ συντελοῦσιν εἰς τὰς χρείας τοῦ δημοσίου. Αλλ’ είναι πρόδηλον, ὅτι στρατός τοιούτος δὲν δύναται νὰ ὀνομασθή στρατός. Τινές προέτειναν νὰ ἐπιβληθή, εἰς πᾶσαν οικογένειαν, νέος ειδικός διὰ τὸν πόλεμον φόρος καὶ δι’ αὐτοῦ νὰ συγκροτηθή δύναμις ἀποχρῶσα ξένων μισθοφόρων· ἀλλὰ ἡ πρότασις αύτη εἶναι ἀτοπωτάτη, διότι ή αύξησης τῶν φόρων δεν δύναται εἰμὴ νὰ ἐπαγάγῃ τὴν ἐντελή των κατοίκων καταστροφήν· καὶ ἔπειτα, ἐπειδὴ ὁ ξενολογηθεὶς ἐκεῖνος στρατὸς δὲν δύναται νὰ ἐπαρκέσῃ μόνος εἰς τὴν ἄμυναν τῆς χώρας, ἡ Κυβέρνησις θέλει πάλιν ἀναγκασθῆ να στρατολογήση καὶ ἐκ τῶν ἐγχωρίων, ὥστε ἡ νομιζομένη ἐκείνη διόρθωσις τῶν πραγμάτων οὐδὲν θέλει διορθώσει, ἀλλὰ μόνον θέλει προσθέσει νέα βάρη εἰς τὸν καὶ άλλως τοσοῦτον πάσχοντα λαόν.
Ὅθεν ὁ Πλήθων προτείνει να διαιρεθή ἅπαν το εργατικὸν τῆς Πελοποννήσου πλήθος εἰς δύω τάξεις· πρώτον, τοὺς στρατιωτικῶς ὑπηρετοῦντας, δεύτερον, τοὺς γεωργούς ἅμα και φορολογουμένους. Έκαστος δὲ Πελοποννήσιος νὰ καταταχθῇ εἰς τὴν τάξιν ἐκείνην εἰς ἣν φύσει εἶναι ἐπιτηδειότερος. Πρὸς τούτοις οἰ ποικίλοι ἐκεῖνοι φόροι καὶ εἰσπράκτορες να καταργηθῶσιν, ἀντὶ δὲ πάντων αὐτῶν νὰ εἰσαχθεί εἷς καὶ μόνος ἐτήσιος φόρος, ἀποχρῶν ὡς πρὸς τὰς κοινὰς χρείας, ἐπιεικῆς ὡς πρὸς τὸν φορολογούμενον, ὑπὸ ἑνὸς εἰσπράκτορος συλλεγόμενος, καὶ καταβαλλόμενος εἰς εἴδη. Περὶ δὲ τῆς χρήσεως τῶν εἰσπράξεων τούτων, ὁ Πλήθων γνωματεύει ὡς ἀκολούθως.
Τρεῖς ἀνθρώπων τάξεις έχουσι δικαίωμα να απολαύωσι τῶν καρπῶν τοῦ ἐργαζομένου πλήθους· οι παραγωγοί αὐτοὶ, οἱ κεφαλαιούχοι, οἱ ἐπιμελούμενοι τὴν κοινὴν ἀσφάλειαν, εὐημερίαν καὶ εὐταξίαν. Παραγωγοί είναι οι γεωργοί, οι αμπελουργοί, οἱ ποιμένες· κεφάλαια είναι τα ποιμενικά και άλλα κτήνη, οἱ ἀγροὶ, αἱ ἄμπελοι· τὴν δὲ τρίτην τάξιν ἀποτελοῦσιν οἱ στρατιῶται, οι παντός είδους άρχοντες καὶ ἰδίως ὁ ὑπέρτατος τῆς πολιτείας κυβερνήτης. Ὅθεν ἅπαντα τα προϊόντα της χώρας, ἔλαιον, οἱνος, σἴτος, βαμβάκιον, νεογνὰ τῶν ποιμνίων, γάλα, μαλλίον κ. τ. τ. διαιρούνται, κατὰ τὸ σύστημα τοῦ Πλήθωνος, εἰς τρία μερίδια, και, μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ σπόρου καὶ τῶν γεννώντων ζώων, εν μὲν μερίδιον καταλείπεται εἰς τὸν παραγωγόν, εν δὲ δίδεται εἰς τὸν κεφαλαιοῦχον, καὶ ἐν ἀνήκει εἰς τὸ δημόσιον· εννοείται ὅτι ὁ παραγωγός, ὁ δι’ ιδίων κεφαλαίων ἐργαζόμενος, λαμβάνει τα δύο τρίτα του προϊόντος.
Σύμπασα ἡ τάξις τῶν ἐργατῶν ὀνομάζονται Είλωτες, διότι ἐργάζονται μόνον και φορολογούνται, στρατιωτικὴν δὲ ὑπηρεσίαν δὲν τελοῦσιν· ὡς ἐκ τούτου ὅμως δὲν ἐπιτρέπεται μήτε να περιφρονώνται, μήτε ν’ αδικώνται, μήτε άλλως να καταπιέζωνται. Εἰς ἔκαστον πεζόν τοῦ μονίμου στρατοῦ, εἰς τοῦ ὁποίου τὴν συγκρότησιν κυρίως ἀπέβλεπεν ὁ Πλήθων, παραχωρείται, προς συντήρησιν αὐτοῦ καὶ διατροφήν, μία Ειλωτική οικογένεια· εἰς δὲ τὸν ἱππέα ἐπιτρέπονται δύο, ὥστε ὁ στρατιώτης, αμέριμνος ούτω γενόμενος ὡς πρὸς τὰς χρείας ἑαυτοῦ καὶ τῶν περὶ αὐτόν, ὑπηρετεῖ τὴν πατρίδα οὐ μόνον ἐν καιρῷ τοῦ κινδύνου, ἀλλὰ καὶ ἀδιαλείπτως διατελεί, ἐν στρατοπέδοις καὶ ὀχυρώμασι, γυμναζόμενος περὶ τὰ ὅπλα. Ὁ αὐτοκράτωρ θέλει προσδιορίσει πόσαι Ειλωτικαὶ οἰκογένειαι πρέπει να παραχωρηθώσιν εἰς τοὺς ἀνωτέρους και κατωτέρους αξιωματικούς του στρατοῦ, εἰς τοὺς πολιτικούς άρχοντας πάσης τάξεος, εἰς τὸν ἀνώτερον καὶ κατώτερον κλήρον, τελευταῖον εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ δεσπότου.
Ἡ οἰκονομικὴ καὶ κοινωνική αὕτη μεταρρύθμισις προϋποθέτει, φυσικῷ τῷ λόγῳ, τὴν ἔλλειψιν πάσης ακινήτου κτήσεως. Ο δραστήριος, ο βιομήχανος άνθρωπος δύναται νὰ ἐκχερσώση, να γεωργήση, να σπείρη ὅσον μέρος τῆς Πελοποννήσου θέλῃ καὶ δύναται· πάσα τῆς χερσονήσου χώρα, ὑπὸ ἄλλου μη καλλιεργουμένη, εἶναι εἰς τὴν διάθεσιν αὐτοῦ. Άδικος ἀφαίρεσις προηγουμένης κτήσεως δὲν προκύπτει, ὡς ἐκ τούτου, κατὰ τὸν Γεμιστὸν Πλήθωνα· διότι, ἐνόσῳ ὁ κατέχων καλλιεργεί, ἡ γῆ εἶναι ἀναφαίρετον αὐτοῦ κτήμα· άμα όμως παύση τοῦ νὰ καθιστᾷ αὐτὴν χρήσιμον, τὸ κτῆμα, γινόμενον εἰς αὐτὸν μὲν ἀνωφελές, εἰς δὲ τὸ δημόσιον επιζήμιον, μεταβαίνει εἰς τὴν κοινὴν κτήσιν καὶ προσκαλεῖ ἔτερον δραστηριώτερον κάτοχον.
Νομίσματος χρείαν ἡ Πελοπόννησος, κυρίως ειπεῖν, δὲν ἔχει, διότι τὰ ἔσοδα καὶ τὰ ἐξοδα καταβάλλονται εἰς εἴδη, ἀπὸ δὲ τῆς ἀλλοδαπῆς ἡ χώρα δὲν ἔχει ἀνάγκην να λαμβάνῃ εἰμὴ σίδηρον καὶ όπλα, τὰ ὁποῖα ευχερώς δύναται να πληρώση με βαμβάκιον, μὲ μαλλίον, μὲ λίνον, μὲ μέταξαν, προϊόντα ἐν αφθονίᾳ ὑπὸ τῆς Χερσονήσου παραγόμενα. Αλλ’ ὁ Πλήθων δὲν καταργεῖ πᾶσαν ἐξωτερικὴν εμπορίαν· χρησίμων εἰδὼν ἐπιτρέπει τὴν ἀφορολόγητον είσαγωγήν, εἰς τε τοὺς πολίτας καὶ εἰς τοὺς ξένους· ἐξεναντίας ὅμως ἐπιβάλλει φόρον βαρὺν εἰς τὴν ἐξαγωγήν είδῶν, τὰ ὁποῖα δύνανται ἐπωφελέστερον νὰ δαπανηθώσιν ἐν τῇ ἡμεδαπῇ, καὶ διὰ νὰ ἀσφαλισθῇ ἡ προμήθεια τῆς χώρας, καὶ διὰ νὰ πληρωθῇ τὸ δημόσιον ταμείον, δυνάμενον, ἀπὸ τῶν χρημάτων τούτων, να επαρκή εἰς πρεσβείας καὶ ἄλλας εκτάκτους δαπάνας. Αλλά ταῦτα δὲν θεωροῦνται ὑπὸ τοῦ Πλήθωνος εἰμή ως δευτέρου λόγου άξια αντικείμενα· ή πολιτεία δεν πρέπει νὰ ἐλπίσῃ τὴν συντήρησιν καὶ σωτηρίαν αὐτῆς εἰμὴ ἀπὸ τοῦ προεκτεθέντος συστήματος τῆς φορολογίας καὶ στρατολογίας.
Ὁ Πλήθων ἐπέστησε την προσοχὴν καὶ εἰς την ποινικήν δικαιοσύνην. Κακουργήματα, λέγει, συμβαίνουσιν εἰς τὴν Πελοπόννησον καθ’ ἑκάστην, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ· ἔπρεπε δέ, κατὰ τοὺς κειμένους νόμους, νὰ τιμωρώνται με θάνατον. Αλλά καρατομίαι μεν οὐδέποτε ἤδη ἐνεργοῦνται· οἱ δὲ κακοῦργοι ἢ ἀκρωτηριάζονται, ἢ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἀτιμώρητοι καταλείπονται. Τὸ μὲν εἶναι βάρβαρον, τὸ δέ, ἀνόητον καὶ εἰς τὴν κοινὴν ἀσφάλειαν επιβλαβέστατον. Οι ηκρωτηριασμένοι ἐκεῖνοι άνθρωποι κινοῦσι τὴν ἀηδίαν τῆς κοινωνίας καὶ καταντῶσι βάρος δι’ αὐτὴν, ὥστε ἡ τιμωρία αὐτῶν οὔτε διδακτική, οὔτε χρήσιμος ἀποβαίνει. Εἶναι δὲ πολὺ ἐπωφελέστερον να μεταχειρίζωνται τους καταδίκους, δεσμίους όντας, εἰς δημόσια ἔργα, εἰς τὴν βελτίωσιν λ.χ. τῶν ὀχυρωμάτων του Ισθμοῦ, ἐλαττοῦντες οὕτω τάς τε εργασίας των στρατιωτῶν καὶ τὰ βάρη του ταμείου.
Τοιοῦτον ὑπῆρξεν, ἐν συνόψει, τὸ κυβερνητικόν εκείνο σχέδιον της δεκάτης πέμπτης εκατονταετηρίδος. Εννοεῖται δὲ ὅτι τὸ σχέδιον τοῦτο οὐδέποτε ἐξετελέσθη, διότι μετ’ ὀλίγον καὶ τὰ βουλεύματα τοῦ Πλήθωνος, καὶ ὁ Δεσπότης ὅστις ἔμελλε να βάλῃ αὐτὰ εἰς πράξιν, καὶ ὁ λαὸς ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔμελλον να εφαρμοσθώσι, καὶ ἡ χώρα ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς ὁποίας ἐπενοήθησαν, τὰ πάντα, ἑνὶ λόγῳ, κατεποντίσθησαν ἐντὸς τοῦ αἱματηροῦ κατακλυσμού, δι’ οὗ ἐκάλυψε την Πελοπόννησον καὶ τὴν Ελλάδα σύμπασαν η Οθωμανική σπάθη.
περιοδικό “Πανδώρα”, τόμος Α’, φυλ. 7, 1850.