«Η επανάσταση μας δεν είναι μαρξιστική. Σοσιαλιστική μπορούμε να την πούμε, μαρξιστική όμως όχι. (…) Δεν οδηγούμαστε σε μια κοινωνία κομμουνιστικού χαρακτήρα. Είμαστε υπέρ της παράδοσης, της δικαιοσύνης, της ευημερίας του έθνους. Η επανάσταση είναι εθνική. Έγινε για να βοηθήσει τον λαό να ξεπεράσει τα τεράστια προβλήματα που του δημιούργησε ο ιμπεριαλισμός της Αμερικής, με την ανοχή των ντόπιων αφεντικών.»
Η μπολσεβίκικη προπαγάνδα θέλει άπαντα τα επαναστατικά κινήματα στην Λατινική Αμερική την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου να τα βαφτίσει “κομμουνιστικά” και να αποκρύψει τις έντιμες απόπειρες πατριωτών αξιωματικών στις χώρες αυτές, να εγκαθιδρύσουν καθεστώτα γιατί όχι εθνικιστικά. Δυστυχώς για τους σαλονάτους αριστερούς που μοιράζονται κοινές “αξίες” με τραπεζικά λόμπι και υπερεθνικούς οργανισμούς, η πραγματικότητα υπήρξε πολύ διαφορετική στην ταραχώδη ιστορία του Τρίτου Κόσμου, ο οποίος επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο της παγκόσμιας γεωπολιτικής σκακιέρας στον τρέχοντα αιώνα.
Απειροελάχιστοι γνωρίζουν για το κίνημα στο Περού, το οποίο σημάδεψε έντονα μια χώρα η οποία μέχρι την δεκαετία του ’70 θύμιζε ακόμα μια ισπανική αποικία. Αυτό το κίνημα ήταν η επαναστατική κυβέρνηση των Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία κατέλαβε την εξουσία τον Οκτώβριο του 1968 με επικεφαλής τον μέχρι τότε αρχηγό τον Ενόπλων Δυνάμεων του Περού, Στρατηγό Juan Velasco Alvarado.
Μέχρι να συμβεί αυτό, τα κλειδιά της οικονομίας της χώρας βρισκόταν στα χέρια μιας άρχουσας τάξης “ημιφεουδαρχών” μεγαλογαιοκτημόνων. Ο ιθαγενής πληθυσμός των Περουβιανών Άλπεων ζούσε εξαθλιωμένος στο περιθώριο. Ο αρπακτικός ιμπεριαλισμός των Ηνωμένων Πολιτειών από την άλλη, ήταν βαθιά ριζωμένος στο Περού, κερδοσκοπώντας από τα κοιτάσματα πετρελαίου της χώρας, τα οποία κατείχαν εταιρείες αμερικανοσιωνιστικών συμφερόντων. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια περίοδο τρομερής πολιτικής αστάθειας, όπου οι εκλεγμένες δεξιές κυβερνήσεις εναλλάσσονταν συνεχώς με στρατιωτικά προτεκτοράτα-ανδρείκελα των Αμερικανών.
Σε αυτά τα πλαίσια, το 1963 εκλέχθηκε πρόεδρος του Περού ο Fernando Belaunde. Με την ανάληψη της προεδρίας, ο Belaunde είχε να αντιμετωπίσει το ζήτημα των πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου, ιδίως στις βόρειες επαρχίες του Περού. Τα κοιτάσματα αυτά τα εκμεταλλευόταν παράνομα επί δεκαετίες η American International Petroleum Company, δίχως όμως να παρέχει την οποιαδήποτε αποζημίωση στο κράτος του Περού. Η αποζημίωση αυτή οφείλονταν να δοθεί βάσει διμερούς συμφωνίας, αλλά η μη απόδοση αυτής οδήγησε σε μια ατέρμονη δικαστική διαμάχη, στην οποία ένα φτωχότερο κράτος δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει ενάντια στον Αμερικανικό κολοσσό.
Φυσικά ο Belaunde, αφενός λόγω της αστάθειας που είχε επικρατήσει και αφετέρου λόγω του γεγονότος ότι δεν κατείχε την πλειοψηφία στο Κονγκρέσο, εντός του οποίου αντιμετώπιζε εσωκομματικές προστριβές, γρήγορα βρέθηκε σε τέλμα. Η συσσώρευση λαϊκού θυμού μετά από τόσα χρόνια εκμετάλλευσης εκφράστηκε με τις αντικυβερνητικές εξεγέρσεις των ετών 1964 και 1965. Υπήρξαν μάλιστα και κάποιες βραχύβιες παραστρατιωτικές οργανώσεις οι οποίες πάλεψαν ανεπιτυχώς για την υποκίνηση μιας γενικευμένης ένοπλης επανάστασης. Η κατάπνιξη αυτών των εξεγέρσεων από τις ένοπλες δυνάμεις είχε ως συνέπεια η πλειονότητα του στρατού να έρθει σε επαφή με τις φτωχότερες και πιο παραγκωνισμένες περιοχές της χώρας. Οι εντιμότεροι εκ των αξιωματικών αντιλήφθηκαν ότι ήταν επιτακτική η ανάγκη για σοβαρές μεταρρυθμίσεις, που δεν θα επέτρεπαν την εμφιλοχώρηση του μπολσεβίκικου δηλητηρίου και το ξέσπασμα μιας εμφύλιας σύρραξης.
Οι αξιωματικοί που επιζητούσαν ριζοσπαστικές αλλαγές βρήκαν την ευκαιρία να λάβουν δράση το 1968. Τον Ιούλιο του 1968 ο πρόεδρος Belaunde, υπό την πίεση χρηματιστικών παραεξουσιαστικών κύκλων, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την American International Petroleum Company. Στις αρχές του Αυγούστου υπογράφηκε το σύμφωνο Talara, το οποίο προέβλεπε πως όλα τα κοιτάσματα πετρελαίου θα περνούσαν στα χέρια ενός νεοσύστατου εταιρικού σχήματος, μέσω του οποίου η American International Petroleum Company θα μπορούσε να αγοράσει όσο πετρέλαιο ήταν διατεθειμένη να της πουλήσει η περουβιανή αυτή εταιρεία-”βιτρίνα”. Σύντομα ξέσπασε ένα νομικό σκάνδαλο το οποίο αφορούσε το σύμφωνο Talara. Ο πρόεδρος της περουβιανής πετρελαϊκής εταιρείας παραιτήθηκε εντός ελαχίστων μηνών, ισχυριζόμενος ότι μια πολύ βασική σελίδα της σύμβασης, η οποία καθόριζε την τιμή του αργού πετρελαίου στην οποία θα μπορούσε να αγοράσει η Αμερικανική πετρελαϊκή εταιρεία, είχε εξαφανιστεί. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο αυτό, το οποίο αναστάτωσε την κοινή γνώμη, οι Ένοπλες Δυνάμεις βλέποντας ότι ήταν αναπόφευκτη μια λαϊκή εξέγερση, αποφάσισαν να δράσουν ώστε να αποτραπεί ένας ενδεχόμενος εμφύλιος.
Στις 3 Οκτωβρίου του 1968 με ένα αναίμακτο στρατιωτικό κίνημα, το οποίο καθοδηγούνταν από τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Juan Velasco Alvarado, ο στρατός του Περού ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, εξόρισε τον πρόεδρο Belaunde και διέλυσε το Κονγκρέσο, κατηγορώντας τους για προδοσία των εθνικών συμφερόντων. Αρχικώς ο λαός δεν καλλιέργησε κάποιες ιδιαίτερες προσδοκίες. Για μερίδα του λαού ο Juan Velasco εμφανίστηκε ως μια ακόμη περιστροφή σε έναν κύκλο στρατιωτικών κινήσεων που επί δεκαετίες καταλάμβαναν την εξουσία για να διατηρήσουν το status quo προς υπεράσπιση των Αμερικανικών συμφερόντων. Η απάντηση σε αυτήν την λαϊκή καχυποψία ήρθε σε μόλις έξι ημέρες μετά την ανάληψη της αρχής, όταν ο επικεφαλής της διέταξε την ολική εθνικοποίηση της τράπεζας αλλά και των πετρελαϊκών υποδομών της χώρας, τις οποίες επί μακρόν κατείχε η προαναφερθείσα πολυεθνική. Οι κυβερνώσες πλέον Ένοπλες Δυνάμεις ξεκαθάρισαν εξαρχής πως θα απέδιδαν κοινωνική δικαιοσύνη, μέσω μιας πολιτικής που στόχευε στην δημιουργία μιας ισχυρής εθνικής βιομηχανίας. Η κυβέρνηση προχώρησε σε απαλλοτρίωση των εταιρειών που ασχολούνταν με την παραγωγή ηλεκτρισμού, τις τηλεπικοινωνίες, την αλιεία και τις εξορύξεις.
Οι πατριώτες διανοούμενοι της χώρας στήριξαν αυτή την προσπάθεια, καθώς αποτελούσαν ένα μορφωμένο κομμάτι του λαού, από το οποίο ξεπήδησε και η ομάδα των επαναστατούντων αξιωματικών. Χαρακτηριστικό της κατεύθυνσης του καθεστώτος είναι και το απόσπασμα αυτό του διαγγέλματος του Στρατηγού Velasco προς τον λαό, στο οποίο αναφέρει: «Η επανάσταση μας δεν είναι μαρξιστική. Σοσιαλιστική μπορούμε να την πούμε, μαρξιστική όμως όχι. (…) Δεν οδηγούμαστε σε μια κοινωνία κομμουνιστικού χαρακτήρα. Είμαστε υπέρ της παράδοσης, της δικαιοσύνης, της ευημερίας του έθνους. Η επανάσταση είναι εθνική. Έγινε για να βοηθήσει τον λαό να ξεπεράσει τα τεράστια προβλήματα που του δημιούργησε ο ιμπεριαλισμός της Αμερικής, με την ανοχή των ντόπιων αφεντικών.». Στα ζητήματα της Παιδείας, αποφασίστηκε η θέσπιση της δίγλωσσης εκπαίδευσης ώστε να μπορέσουν να συμμετέχουν σε αυτήν και οι αυτόχθονες πληθυσμοί των Άνδεων. Σε προέκταση της μεταρρύθμισης αυτής, το 1975 η κυβέρνηση Velasco αναγνώρισε την Κετσουάν γλώσσα, μια κοινή προγονική γλώσσα ευρέως ομιλούμενη στους ιθαγενείς που ζουν στις Περουβιανές Άνδεις. Η Κετσουάν γλώσσα εθεωρείτο πλέον ισότιμη με την ισπανική σε όλους τους κλάδους του δημόσιου βίου, καθότι ήταν μια γλώσσα που μιλούσε σχεδόν ο μισός πληθυσμός. Έτσι, το Περού έγινε η πρώτη χώρα της Λατινικής Αμερικής η οποία αναγνώρισε μια δική της ιθαγενή γλώσσα, ως μια δηλωτική πράξη εθνικής ανεξαρτησίας.
Κορωνίδα των έργων του Στρατηγού όμως υπήρξε η αγροτική μεταρρύθμιση. Ο βασικός στόχος της μεταρρύθμισης ήταν η ανατροπή της άρχουσας τάξης των μεγαλογαιοκτημόνων, μέσω της μαζικής απαλλοτρίωσης των αιωνόβιων κτημάτων. Στο πλαίσιο αυτό αναδιανεμήθηκαν παραπάνω από είκοσι εκατομμύρια στρέμματα. Για την διαχείριση αυτών των εκτάσεων δημιουργήθηκαν κατά τόπους αγροτικοί συνεταιρισμοί, τους οποίους διηύθυναν οι πρώην μισθωτοί εργάτες γης των μεγαλογαιοκτημόνων και οι μικρές αγροτικές οικογένειες που βρίσκονταν κυρίως στις Περουβιανές Άλπεις. Η επαναστατική κυβέρνηση επίσης, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων της επιδίωξε την ανάπτυξη καλών σχέσεων με διάφορες χώρες του Ανατολικού μπλοκ αλλά και του Τρίτου Κόσμου, (όπως προσπάθησε να πράξει σε έναν βαθμό και η ελληνική κυβέρνηση των Συνταγματαρχών του ’67-’73), απεμπλεκόμενη από την στενή εποπτεία των δυτικών εξουσιαστικών μηχανισμών που ορέγονταν τον πλούτο της νοτιοαμερικάνικης ηπείρου.
Ο Στρατηγός δεν κατάφερε λόγω των συγκυριών να εφαρμόσει στην ολότητα τους τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις. Ακόμα και έτσι όμως, για περισσότερο από έξι χρόνια υλοποιήθηκαν για πρώτη φορά αληθινά φιλολαϊκά μέτρα. Ο πληθωρισμός και η χαμηλή παραγωγικότητα του πρωτογενούς τομέα ήταν απότοκα της απειρίας πάνω στην διαχείριση των αγροτικών συνεταιρισμών, διότι οι ως τότε φτωχοί χωρικοί, οι οποίοι κλήθηκαν να διαχειριστούν τους συνεταιρισμούς, στερούνταν της απαιτούμενης τεχνογνωσίας αλλά και του εξοπλισμού ώστε να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή. Αυτό ήταν κάτι που σίγουρα θα ερχόταν μετά την εκβιομηχάνιση του Περού, που διακόπηκε βιαίως από εξωτερικούς παράγοντες. Κρίσιμο ρόλο επίσης στην οικονομική κάμψη της χώρας έπαιξε η πετρελαϊκή κρίση του 1973, η οποία κλυδώνισε ολόκληρο τον κόσμο. Το Περού μάλιστα, το οποίο οικονομικά βασιζόταν έντονα στα κοιτάσματα πετρελαίου, επηρεάστηκε βαθύτατα από την παγκόσμια αυτή κρίση.
Στα απόνερα της φθοράς του καθεστώτος, μια ύπουλων προθέσεων αστυνομική απεργία συνέβη στην πρωτεύουσα Λίμα, η οποία ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1975 και επέφερε αναταραχή. Η αστυνομία ανέκαθεν ήταν το πλέον πιστό όργανο των προηγούμενων μειοδοτικών κυβερνήσεων και στρατιωτικών πραξικοπημάτων που υποδαύλιζαν οι ΗΠΑ. Η πρόφαση της απεργία τους αυτής ήταν το “παράπονο” ότι δεν διέθεταν απολύτως καμία εκπροσώπηση στις κρατικές υπηρεσίες, μαζί με κάποια μισθολογικά αιτήματα. Η κυβέρνηση του Περού κατηγόρησε ευθέως την CIA ως αυτουργό και υποκινητή της απεργίας. Κυκλοφορούσαν προσέτι φήμες από υστερόβουλους κύκλους, σύμφωνα με τις οποίες το Περού σχεδίαζε πόλεμο με την Χιλή για διεκδίκηση κάποιων περιοχών που είχε απωλέσει το Περού από την Χιλή στον πόλεμο του Ειρηνικού, σχεδόν έναν αιώνα πριν.
Ο στρατός του Περού ήταν την εποχή εκείνη ένας από τους ισχυρότερους στην Λατινική Αμερική. Υπολογίζεται ότι η επαναστατική κυβέρνηση επένδυσε έως και 2 δισεκατομμύρια δολάρια σε εξοπλιστικά προγράμματα. Η πρωτοφανής αυτή στρατιωτική θωράκιση του Περού προκάλεσε μάλιστα συνάντηση μεταξύ του πρώην υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Henry Kissinger, και του νεοφιλελεύθερου, υποστηριζόμενου από τις ΗΠΑ δικτάτορα Pinochet. Ο Pinochet σε ανύποπτο χρόνο στα τέλη του εικοστού αιώνα, παραδέχθηκε ότι εάν το Περού είχε εισβάλει στην Χιλή το 1973, οι δυνάμεις του θα μπορούσαν να είχαν διεισδύσει ως τα νότια, ενδότερα στην επικράτεια της χώρας του. Τουτέστιν, αβίαστα εξάγεται το συμπέρασμα πως σίγουρα οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαιξαν έναν ρόλο καθοριστικό στην πτώση της τότε περουβιανής κυβέρνησης.
Η πολύμηνη απεργία της αστυνομίας λοιπόν οδήγησε σε μια αλματώδη έξαρση της εγκληματικότητας, η οποία είχε ως φυσικό επακόλουθο την πρόκληση κοινωνικής αστάθειας. Τον Αύγουστο του 1975 μια ομάδα δεξιών αξιωματικών προχώρησαν σε πραξικόπημα, καθαιρώντας τον Juan Velasco Alvarado και τοποθετώντας στον προεδρικό θώκο έναν δοτό πρώην πρωθυπουργό, τον Francisco Bermudez. Οι αμερικανοκίνητοι αξιωματικοί μάλιστα που πρωτοστάτησαν στην αντεπανάσταση, επικαλέστηκαν “έλλειψη ριζοσπαστικότητας” του Velasco και των συνεργατών του(!). Ο ισχυρισμός αυτός απεδείχθη τρομερά οξύμωρος, καθότι οι πραξικοπηματίες αμέσως προχώρησαν είτε σε πάγωμα είτε σε πλήρη κατάργηση των μεταρρυθμίσεων της προηγούμενης κυβέρνησης.
Δυστυχώς την πολιτική ζωή του Περού μονοπώλησε τις επόμενες δυο δεκαετίες η δράση ενός ακραιφνούς μαοϊκού κομμουνιστικού αντάρτικου υπό την ονομασία “Φωτεινό Μονοπάτι” (Sendero Luminoso), δράση η οποία οδήγησε σε μια εμφύλια σύρραξη και στο να σκοτωθούν σχεδόν εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι. Αυτό υπήρξε κάτι που συσκότισε την εθνικοανεξαρτησιακή κληρονομιά του καθεστώτος Alvarado, καθώς πολλοί λανθασμένα συνέχεαν τα δυο αυτά ιστορικά φαινόμενα, αποδίδοντας τα καθολικά στην “αριστερά”, όπως κάποιοι ανιστόρητοι την κατέτασσαν αυθαίρετα στον δικό τους στείρα οριζόντιο πολιτικό χάρτη.