Εάν οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν ήταν “μάστορες” στην επιβολή και την είσπραξη φόρων, σήμερα ίσως να μην υπήρχε ο Παρθενώνας. Ακούγεται αυτό σαν μια υπερβολή; Και όμως, χάρη στο χαράτσι που πλήρωναν οι άλλες πόλεις κατά την Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία (ειδικότερα από το 454 π.Χ., το ένα εξηκοστό του ετήσιου φόρου πήγαινε υπέρ της… θεάς Αθηνάς), ο Περικλής εξοικονόμησε τα απαραίτητα χρήματα για να χτιστεί ο περίφημος Ναός.
Πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια τα κρατικά ταμεία της Αθήνας ήταν γεμάτα, χωρίς την βοήθεια των “μαθητευόμενων μάγων” από την Εσπερία, και το πλεόνασμα έφτανε σε πολύ μεγάλο ύψος. Και τότε όμως, δίχως την πίεση των “Ευρωπαίων εταίρων”, έμπαιναν φόροι με διάφορες ονομασίες, τακτικοί και έκτακτοι, άμεσοι και έμμεσοι, για δημόσια έργα, για στρατιωτικό εξοπλισμό κ.α. Ουδείς φοροδιέφευγε. Πλήρωναν οι έχοντες και κατέχοντες, πλήρωναν όμως και οι μέτοικοι, οι ξένοι δηλαδή.
Οι φόροι τότε έμπαιναν με την έγκριση των διοικούντων. Όσον αφορά την διαφάνεια, τα ονόματα όσων πλήρωναν αναγράφονταν στους φορολογικούς καταλόγους της εποχής οι οποίοι βρίσκονταν σε κοινή θέα. Επάνω σε πέτρινες πλάκες και στήλες δηλαδή, σαν αυτές που υπάρχουν στο Επιγραφικό Μουσείο, ένα άγνωστο αλλά πολύ ενδιαφέρον μουσείο στην οδό Τοσίτσα στο κέντρο των Αθηνών, που αναδεικνύει και τεκμηριώνει πολύτιμα κομμάτια της Ιστορίας. Εκεί βρίσκεται η μνημειώδης «Στήλη της εξηκοστής», ένας λίθινος φορολογικός κατάλογος ύψους τριών μέτρων όπου είναι καταγεγραμμένες κατά γεωγραφικές ενότητες οι καταβολές των συμμάχων της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας την περίοδο 454-440 π.Χ., προκειμένου να υπάρχει ένα πλεόνασμα για να αντιμετωπιστούν οι Πέρσες. Οι εισφορές ήταν ανάλογες με την οικονομική κατάσταση των συμμάχων. Βλέπουμε δηλαδή από τους Ίωνες οι Κυμαίοι να πληρώνουν δώδεκα τάλαντα και οι Νισύριοι μόλις ένα, ενώ από την Θράκη οι Μενδαίοι έδιναν εννέα τάλαντα και οι Θάσιοι τριάντα!
Εκτός από αυτόν τον τακτικό φόρο, από το 440 π.Χ. η Αθήνα επέβαλλε στους συμμάχους της και έκτακτη εφάπαξ εισφορά, την λεγόμενη επιφορά. Η δε είσπραξη είχε ανατεθεί σε ειδικούς άρχοντες, τους Ελληνοταμίες. Όπως αποδεικνύεται, οι Αθηναίοι είχαν πολλά κόλπα για την είσπραξη των φόρων. Όταν οι άλλες πόλεις άρχισαν να διαμαρτύρονται ενόψει της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας, οι Αθηναίοι τους υποσχέθηκαν ότι θα καταργήσουν τον συμμαχικό φόρο. Αυτό που έκαναν τελικά ήταν να του αλλάξουν όνομα και να τον βαφτίσουν «σύνταξη». Η κυρίαρχη αθηναϊκή πολιτεία είχε διάφορες πηγές για να γεμίζει το δημόσιο ταμείο. Υπήρχαν οι καταβολές για εκμίσθωση δημόσιας περιουσίας (κτήματα, οικοδομήματα ή τα μεταλλεία του Λαυρίου), υπήρχαν και οι δικαστικές καταβολές.
Και άλλα τακτικά τέλη γέμιζαν τον κρατικό κορβανά: για να εισαχθούν και να εξαχθούν προϊόντα από τα αττικά λιμάνια (πεντηκοστή), ή για να εισαχθούν εμπορεύματα από τις πύλες της πόλης (διαπύλιον). Καμία εξαίρεση. Οι μέτοικοι έπρεπε να ανανεώνουν επί πληρωμή μία φορά τον χρόνο την άδεια παραμονής τους στην Αθήνα (μετοίκιον), ενώ κατέβαλλαν και επιπρόσθετο τέλος για να έχουν το δικαίωμα να εργασθούν (ξενικόν).
Μέρος των κρατικών εσόδων πήγαινε για δημόσια έργα. Σε μια στήλη του μουσείου (432 π.Χ.) σώζονται δυο τροπολογίες σε ψήφισμα που σχετίζονται πιθανότατα με την βελτίωση του συστήματος ύδρευσης της Αθήνας ή την κατασκευή και επισκευή των κρηνών. Το έργο είχε προγραμματιστεί να γίνει με τα ελάχιστα δυνατά κόστη, ενώ η οικογένεια του Περικλέους μάλλον προσφέρθηκε να καλύψει την δαπάνη, αλλά η πόλη αποφάσισε τα χρήματα να δοθούν από τον φόρο των συμμαχικών πόλεων.
Οι πρόγονοι μας φρόντιζαν επίσης να εξασφαλίσουν κονδύλια για την άμυνα. Οι πιο εύποροι ήταν υποχρεωμένοι να αναλαμβάνουν την τριηραρχία, την ετήσια δαπάνη για τον εξοπλισμό ενός πολεμικού πλοίου και την σίτιση των ναυτών, που καθορίζονταν σε μια δραχμή ανά ναύτη ημερησίως. Χρειαζόταν τόλμη για να αρνηθεί κάποιος αυτό το σημαντικό έξοδο. Σε αυτή την περίπτωση έπρεπε να υποδείξει κάποιον άλλον, που θεωρούσε ο ίδιος πιο πλούσιο, και να προτείνει αντίδοση. Να ανταλλάξει δηλαδή, την περιουσία του με την περιουσία του πλουσιότερου. Αν ο άλλος πολίτης αρνιόταν, τότε η ανάθεση γινόταν από τα αρμόδια δικαστήρια.
Υποχρεωτική, αλλά ιδιαίτερα τιμητική ήταν και η χορηγία, η ανάληψη της δαπάνης για την προετοιμασία του χορού, τις θρησκευτικές εκδηλώσεις, τις παραστάσεις των δραματικών αγώνων. Η χορηγία στοίχιζε έως και έξι με δέκα φορές πάνω από τον ετήσιο μισθό της ιέρειας της Αθηνάς τον 5ο π.Χ. αιώνα, Νίκης, ο οποίος αναλογούσε σε περίπου 50 δραχμές.
Εκτός από τα πάγια τακτικά μέτρα, υπήρχαν και έκτακτα. Όπως η «επίδοσις» (σε χρήματα ή για την εκτέλεση συγκεκριμένου δημόσιου έργου) την οποία κατέβαλλαν οι πλούσιοι αλλά και οι μέτοικοι για την ενίσχυση της πόλης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Και ακόμα η «εισφορά» σε περίοδο πολέμου για στρατιωτικές δαπάνες.
Και αν κάποιος πιανόταν να φοροδιαφεύγει, ο νόμος ήταν αυστηρός ακόμα και για τον φοροεισπράκτορα. Για του λόγου το αληθές, υπάρχει ένα ψήφισμα του 510 π.Χ. για τους Αθηναίους κληρούχους στην Σαλαμίνα, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν φόρο, να εκτελούν την στρατιωτική τους θητεία, ενώ δεν επιτρέπονταν να εκμισθώσουν την γη η οποία τους είχε παραχωρηθεί. Εάν τα παραβίαζαν αυτά, πλήρωναν πρόστιμο στο δημόσιο στο τριπλάσιο ύψος του μισθώματος.