Εντύπωση προξενούσε στους επισκέπτες άλλων ελληνικών πόλεων η θέση της γυναίκας στην σπαρτιατική κοινωνία και η ισοτιμία της με τους άντρες.
Η εκπαίδευση της γυναίκας είχε ιδιαίτερη σημασία, αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα έμενε μόνη της στο σπίτι. Μιας και ο άντρας έλειπε, εκείνη αναλάμβανε τις υποχρεώσεις της οικογένειας, άρα είχε αυξημένες αρμοδιότητες αλλά και αρκετά προνόμια. Ήταν ανεξάρτητη σε βαθμό αδιανόητο για την υπόλοιπη Ελλάδα. Συμμετείχε στην αθλητική αγωγή όπως τα αγόρια και ήταν φημισμένη η σβελτάδα και η ρώμη της. Έπαιρνε μέρος σε αγώνες πάλης γυμνή μπροστά σε άντρες και γυμναζόταν στο δίσκο και στο ακόντιο, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα έδιναν και στον χορό.
Κάποιες διέθεταν ακόμα και δικά τους άλογα ή και άρματα τα οποία οδηγούσαν σε ορισμένες θρησκευτικές εορτές και αγώνες. Η πρώτη γυναίκα ολυμπιονίκης ήταν η Σπαρτιάτισα Κυνίσκα, που διατηρούσε εκτροφείο αλόγων και κέρδισε δύο ολυμπιακές νίκες το 396 και το 392 π.Χ., στο τέθριππον.
Καθώς το κράτος αναλάμβανε την ανατροφή των γιών και οι σύζυγοι έλειπαν καιρό από το σπίτι, οι γυναίκες αφιέρωναν άφθονο χρόνο για την μόρφωσή τους. Πολλές γυναίκες ασχολούνταν με την ποίηση, όπως η Μεγαλοστράτα και η Κλειταγόρα, ενώ αναφέρονται και Σπαρτιάτισσες Πυθαγόρειες. Οι γυναίκες της Σπάρτης διέθεταν σημαντική οικονομική ευρωστία, αφού κατείχαν τα 2/5 περίπου της λακωνικής γης, έχοντας το δικαίωμα κληρονομιάς της πατρικής περιουσίας, με τον θεσμό της πατρούχου. Δεν ασχολούταν με τις δουλειές του σπιτιού, για τις οποίες υπήρχαν οι είλωτες, αλλά εξέφραζαν άποψη στα κοινά, λαμβάνοντας τον λόγο στις πολιτικές συγκεντρώσεις – και εμβρόντητοι οι αρχαίοι συγγραφείς των άλλων πόλεων διαπίστωναν ότι οι γυναίκες στην Σπάρτη ακούγονταν κιόλας.
Η επιλογή συντρόφου ήταν πολύ προσωπική υπόθεση και όχι απόφαση των γονέων. Σε αντίθεση με την πλειονότητα των ελληνικών πόλεων στις οποίες η γυναίκα παντρευόταν στα δεκαπέντε της χρόνια, τα κορίτσια της Σπάρτης έφταναν σε ηλικία γάμου στα είκοσι. Ο νόμος του Λυκούργου έλεγε ότι πρέπει τα κορίτσια να παντρεύονται σε ηλικία που να μπορούν ν’ αντλήσουν ευχαρίστηση απ’ την ερωτική συνεύρεση, θεωρώντας ότι οι απόγονοι θα είναι καλύτεροι όταν και οι δύο γονείς απολαμβάνουν την πράξη δημιουργίας τους. Αφού πρώτα άφηναν τον άντρα να τις κλέψει, στη συνέχεια περνούσαν μια περίοδο κατά την οποία ο καθένας ζούσε στο σπίτι του. Οι συναντήσεις τους ήταν μυστικές και σύντομες σε απόλυτο σκοτάδι. Έτσι δεν έχαναν πολύτιμο χρόνο για τις υποχρεώσεις της συμβίωσης και «διατηρούσαν την φρεσκάδα του έρωτα, ένιωθαν πάντα έντονη επιθυμία για το σύντροφό τους κι απολάμβαναν περισσότερο τον έρωτα», όπως αναφέρει ο Πλούταρχος. Οι μητέρες οι οποίες δεν ζούσαν με τους άντρες τους δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, καθώς ο νόμος αναγνώριζε την ισοτιμία τους με τις υπόλοιπες. Είχαν επίσης το δικαίωμα όταν ο άντρας τους έλειπε πολύ καιρό, να επιλέξουν άλλον, με απώτερο σκοπό πάντα την τεκνοποίηση. Η μοιχεία ήταν ανύπαρκτη στην Σπάρτη, όπως ανύπαρκτες ήταν η πορνεία και η ομοφυλοφιλία.
Μέχρι την ηλικία των επτά ετών, το παιδί μεγάλωνε με την μητέρα του, η οποία δεν χρησιμοποιούσε φασκιά, για να μη παραμορφωθεί το σώμα του και να μην γίνει νευρικό ή πεισματάρικο. Απομάκρυναν δε κάθε τι από κοντά του, το οποίο θα έκανε το παιδί να νιώσει φόβο, να κλάψει ή να αισθανθεί άσχημα. Ορισμένες επιτύμβιες επιγραφές που διασώζονται, αναγράφουν το όνομα κάποιας Σπαρτιάτισσας και πλάι «πέθανε στη γέννα» – επισήμανση τιμής, δόξα για τη νεκρή γυναίκα, όπως για τον άνδρα Σπαρτιάτη ήταν τιμή να αναγράφεται «πέθανε στον πόλεμο», αν έχανε τη ζωή του στα πεδία των μαχών. Οι Σπαρτιάτες ανεπιφύλακτα απέδιδαν τιμές και εξέφραζαν δημοσίως επαίνους προς τις γυναίκες, σε πλήρη αντίθεση με την Αθήνα επί παραδείγματι, όπου ο Περικλής λέει – δίχως φόβο να διαψευστεί – ότι οι πιότερο αξιοσέβαστες Αθηναίες ήταν εκείνες για τις οποίες δεν είχε ακουστεί δημόσια έπαινος ή ψόγος. Ούτε και οι ίδιες οι Σπαρτιάτισσες δείλιαζαν να μιλήσουν. Αναπτύχθηκε παράδοση που ανιχνεύεται στην εποχή του Ηρόδοτου ακόμη, η οποία αποδίδει σης γυναίκες της Σπάρτης εξαιρετικά οξυδερκείς ή πνευματώδεις παρατηρήσεις. Πολλές από αυτές συγκεντρώθηκαν σε ένα έργο με τίτλο «Αποφθέγματα Λακωνικά» που αποδίδεται στον Πλουταρχο.
Όταν ένα αγόρι γύριζε από την μάχη μόνο του δίχως τ’ αδέλφια του, η μητέρα αντί να τον καλωσορίσει με τρυφεράδα, τον σφυροκοπούσε με προσβολές: «σε μεγάλωσα για να γίνεις εσύ ο μόνος δειλός από τα παιδιά μου;». Η λακωνική φράση «ή ταν ή επί τας» λέγεται ότι εκστομιζόταν από την τυπική Σπαρτιάτισσα μητέρα ή την σύζυγο και απευθυνόταν στον γιο ή τον άντρα της, όταν εκείνος έφευγε για τον πόλεμο. Σήμαινε: «γύρνα πίσω με την ασπίδα σου, ζωντανός και νικητής φέροντας την ασπίδα σου, ή γύρνα νεκρός, να σε κουβαλούν πάνω στην ασπίδα οι νικηφόροι συμπολεμιστές σου». Όταν μια Αθηναία ρώτησε την Γοργώ, την σύζυγο του Λεωνίδα, πώς γίνεται μόνο οι Σπαρτιάτισσες απ’ όλες τις γυναίκες να έχουν τέτοια δύναμη ανάμεσα στους άντρες, πήρε την απάντηση «επειδή μόνο εμείς γεννάμε πραγματικούς άντρες». Εννοώντας άντρες με τόση αυτοπεποίθηση, που να μην διστάζουν να δώσουν δύναμη και στις γυναίκες τους.
Με τον θρυλικό στρατό των Σπαρτιατών, οι γυναίκες δεν είχαν συχνά την ευκαιρία να δείξουν την μαχητική τους ικανότητα, εκτός από μία φορά. Ήταν τότε που ο Πύρρος βάδισε εναντίον της ατείχιστης Σπάρτης, με τον μεγαλύτερο στρατό της εποχής και τους πολεμικούς του ελέφαντες, και ενώ ο Αρεύς έλειπε με το σύνολο του σπαρτιατικού στρατού, οι γυναίκες με τα παιδιά οργάνωσαν μια εκπληκτική άμυνα σε ένα μόλις βράδυ, με αποτέλεσμα ο μεγάλος στρατηγός ήρθε αντιμέτωπος με την πιο ταπεινωτική ήττα του, συντετριμμένος απ’ τις Σπαρτιάτισσες, που έκαναν πράξη οι ίδιες το “Ή ταν ή επί τας” που επί αιώνες έλεγαν στους γιους και τους άντρες τους.