Οι Γράκχοι ήσαν Ρωμαϊκή οικογένεια πληβείων, του γένους των Σεμπρωνίων, η οποία ανέδειξε πολλούς διακεκριμένους άνδρες από τους χρόνους των Καρχηδονιακών πολέμων έως το τέλος της ελεύθερης Ρωμαϊκής πολιτείας. Ο Τιβέριος και ο Γάιος Γράκχος ήσαν γιοι του Τιβέριου Σεμπρώνιου Γράκχου και της Κορνηλίας από το γένος των Σκηπιώνων.
Ο ρόλος των αδελφών Γράκχων είναι στενά συνδεδεμένος με την οικονομική, πολιτική και ηθική κρίση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας του πρώτου και δευτέρου αιώνα π.Χ., οι οποίοι θεώρησαν πως η Ρώμη και οι λοιπές ρωμαϊκές επαρχίες είχαν περιπέσει σε βαθιά οικονομική κρίση. Οι Ρωμαίοι αγρότες είχαν καταστραφεί. Η μικρή αγροτική ιδιοκτησία, μη μπορώντας να αντέξει στον συναγωνισμό των μεγάλων γαιοκτημόνων που στηρίζονταν στην μαζική χρησιμοποίηση της εργασίας των δούλων, απορροφήθηκε από τους μεγάλους γαιοκτήτες και οι αγρότες κατέφυγαν στις πόλεις και στην Ρώμη, όπου, όσοι είχαν το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη, μπορούσαν να ζήσουν πουλώντας την ψήφο τους στις εκλογές.
Η οικονομική κρίση που ήταν κυρίως αγροτική, είχε επιφέρει με την σειρά της και την ηθική κρίση στην ρωμαϊκή κοινωνία, ιδιαίτερα μέσα στο στρατό, που αποτελείτο βασικά από Ρωμαίους αγρότες, που είχαν κάποια περιουσία με της οποίας την απώλεια αυτόματα έχαναν και το δικαίωμα να στρατεύονται. Η αποσύνθεση της αγροτιάς είχε την αντανάκλαση της στην ηθική του στρατού. Η οικονομική και ηθική κρίση προκαλούν την πολιτική κρίση που βρίσκει την έκφραση της αρχικά στην πάλη ανάμεσα στους πατρικίους και στους πληβείους, έπειτα στην πάλη ανάμεσα στους συγκλητικούς, αριστοκρατικούς κύκλους, που στηρίζονταν στους μεγάλους γαιοκτήμονες, και τα πλατιά στρώματα των μικρών και μεσαίων αγροτών.
Η κοινωνική και ηθική κρίση, ιδιαίτερα μέσα στον στρατό, αρχίζει να ανησυχεί τους Ρωμαίους, όσο ένιωθαν πως η προσωπική τους ευημερία και το μέλλον όλου του κράτους εξαρτιόνταν από το στρατό. Για πρώτη φορά ιδρύεται εντός του στρατού ένα είδος πολιτικού κόμματος, ο λεγόμενος «Κύκλος» του Σκηπίωνα του Αιμιλιανού. Στον «Κύκλο» συμμετείχαν όχι μόνον οι περισσότερο μορφωμένοι και προοδευτικοί εκπρόσωποι της ρωμαϊκής κυρίαρχης τάξης, με επικεφαλής τον Σκηπίωνα και τον προσωπικό του φίλο Γάιο Λάλιο, αλλά και φιλόσοφοι και επιστήμονες, όπως ο ρήτορας Διοφάνης, ο στωικός φιλόσοφος Βλόσιος και ο ιστορικός Πολύβιος. Στον κύκλο συζητούσαν με ενδιαφέρον τα περισσότερο επείγοντα ζητήματα, και πρώτα από όλα το ζήτημα εξόδου από αυτή την κοινωνική, ηθική και πολιτική κρίση μέσα στην οποία βρισκόταν το ρωμαϊκό κράτος αλλά και τις αιτίες που προκαλούσαν αυτή την κρίση.
Η πολιτική πάλη αυτή την εποχή έφτασε σε ασυνήθη μέχρι τότε οξύτητα. Η πολιτική κυριαρχία βρισκόταν στα χέρια της δημοκρατικής αριστοκρατίας, της ρωμαϊκής τάξης των ευγενών, των πατρικίων. Αυτοί είχαν καταλάβει όλες τις ανώτερες κρατικές εξουσίες στην Σύγκλητο. Από την άλλη οι ιππείς, οι μεγάλοι τραπεζίτες, που απέκτησαν τεράστιες περιουσίες από την τοκογλυφία και την λεηλασία των ρωμαϊκών επαρχιών, πρόβαλλαν με την σειρά τους αξιώσεις καθοδηγητικού ρόλου. Θα κέρδιζαν αυτοί που θα είχαν με το μέρος τους τον στρατό, τον φτωχό εργαζόμενο λαό, την μεγάλη μάζα του πληθυσμού της Ρώμης. Εδώ βρίσκεται το πρόβλημα της ανάγκης για κάποια λύση των ζωτικών προβλημάτων αυτού του πληθυσμού. Οι πρώτες απόπειρες για το ξεπέρασμα αυτής της κρίσης έγιναν από τον κύκλο του Σκηπίωνα. Ο Γάιος Λάλιος επεξεργάστηκε σχέδιο νόμου αγροτικής μεταρρύθμισης, διανομής της «δημόσιας γης» (ager publicus), αν και το σχέδιο αυτό δεν ήλθε ποτέ στην Σύγκλητο από τον φόβο των κοινωνικών ανακατατάξεων που θα προκαλούσε.
Ο Τιβέριος Γράκχος γεννήθηκε το 162 π.Χ. και σε ηλικία 15 ετών περίπου ακολούθησε τον γαμπρό του Σκηπίωνα Αιμιλιανό στην Αφρική και έλαβε μέρος στον τρίτο Καρχηδονιακό πόλεμο, κατά τον οποίον και διέπρεψε. Το 143 π.Χ. νυμφεύθηκε την θυγατέρα του Αππίου Κλαυδίου και έξι χρόνια αργότερα εξελέγη ταμίας και απεστάλη στην Ισπανία υπό τον ύπατο Γάϊο Μαγκίνο κατά των Νυμαντινών. Η συμμετοχή του σε εκείνη την εκστρατεία σημείωσε την απαρχή της μέλλουσας φήμης του. Ο ηττηθείς ρωμαϊκός στρατός κινδύνευε να καταστραφεί ολοσχερώς ή να αιχμαλωτισθεί. Τότε, ο ύπατος έπεμψε στους εχθρούς τον Τιβέριο, που κατόρθωσε να τους πείσει να αφήσουν τον ρωμαϊκό στρατό ελεύθερο να αποχωρήσει. Η επιτυχία ήταν μεγάλη και ο Τιβέριος απέσπασε την αγάπη όχι μόνον των διασωθέντων στρατιωτών αλλά και ολόκληρου του ρωμαϊκού λαού. Η αγάπη του λαού εκδηλώθηκε και εμπράκτως, όταν μετά την επιστροφή στην Ρώμη οδηγήθηκαν σε δίκη οι ταμίες, οι χιλίαρχοι και ο ύπατος Μαγκίνος. Ο τελευταίος δεν διέφυγε της καταδίκης, όλοι οι άλλοι όμως αθωώθηκαν εξαιτίας του Τιβερίου που ήταν ήδη δημοφιλής και υποστηρίζονταν από τον Σκηπίωνα Αιμιλιανό. Η προστασία αυτή συνετέλεσε πολύ και αργότερα, κατά την εκλογή του Τιβερίου ως δημάρχου το 133 π.Χ. Η δημαρχία του Τιβερίου αποτελεί σταθμό στην ρωμαϊκή ιστορία, διότι κατά την διάρκεια της προστατεύθηκαν οι άποροι με παροχή σε αυτούς των μέσων για άνετο βιοπορισμό και διανομή στους ακτήμονες εδαφών, τα οποία κατείχαν καθ’ ολοκληρίαν λίγες πλούσιες οικογένειες. Σε αυτήν την πράξη πιθανώς παρεκινήθη από δυο Έλληνες φίλους του, τον στωικό φιλόσοφο Βλόσιο και τον ρήτορα Διοφάνη.
Γενικότερα, ο Τιβέριος θέλησε να συμβιβάσει το συμφέρον του κράτους με τα συμφέροντα τόσο των ακτημόνων όσο και των ευγενών και πλουσίων, βοηθώντας τους αναξιοπαθούντες, αλλά και χωρίς να βλάπτει σοβαρά τους άλλους. Πριν εισαγάγει τον νόμο στην Εκκλησία του Δήμου προς ψήφιση, τον ανακοίνωσε στους πρωτεύοντες κατά αρετή και υπόληψη στην Ρώμη, μεταξύ των οποίων ο αρχιερεύς Κράσσος, ο ύπατος Μούκιος Σκαιόλας, ο νομοδείκτης Άππιος Κλαύδιος και άλλοι. Με την συγκατάθεσή τους εισήγαγε τον νόμο στην Εκκλησία του Δήμου, ο οποίος είχε συνταχθεί βάσει παλαιοτέρου. Κατά τον νόμο, οι κατέχοντες περισσότερα από 500 πλέθρα δημόσιας γης όφειλαν να περιορισθούν στα 500, ενώ για τα υπόλοιπα που θα διανέμονταν στους ακτήμονες θα λάμβαναν κάποια δίκαιη αποζημίωση. Η αναγκαστική αυτή απαλλοτρίωση θεωρήθηκε ωστόσο ως δήμευση από τους πλουτοκράτες. Όμως, επειδή ο λαός είχε ενθουσιαστεί σκέφτηκαν να μην αντικρούσουν τον νόμο φανερά, αλλά να μεταχειρισθούν άλλο μέσο για την επιτυχία των σκοπών τους. Μεταξύ των δημάρχων συναδέλφων του Τιβερίου Γράκχου ήταν και ο φίλος του Μάρκος Οκτάβιος, τον οποίον άρχισαν να παρακαλούν οι αντιδρώντες, για να αντιταχθεί στις ενέργειες του Τιβερίου προβάλλοντας ένσταση (veto). Ο Οκτάβιος πείσθηκε και όταν διεξήχθη ψηφοφορία σηκώθηκε και προέβαλε ένσταση. Τότε, ο Τιβέριος απέσυρε τον νόμο και αντ’ αυτού υπέβαλε άλλον, ο οποίος όριζε ότι η απαλλοτρίωση των υπέρ τα 500 πλέθρα δημοσίων κτημάτων θα γίνεται χωρίς καμιά αποζημίωση στους κατόχους που παρανόμως τα κατέχουν.
Καθώς η ρήξη μεταξύ Τιβερίου και Οκταβίου γίνονταν όλο και πιο έντονη, η αντίθεση μεταξύ των απόρων και των πλουσίων οξύνονταν. Ωστόσο ο Τιβέριος έλπιζε ακόμη πως θα έπειθε τον Οκτάβιο να αλλάξει την στάση του, αλλά μάταια. Τότε ο Τιβέριος απαγόρευσε σε κάθε αρχή να εκτελεί τα καθήκοντα της μέχρι την στιγμή που θα ψηφίζονταν από την Εκκλησία του Δήμου ο νόμος για τα εδάφη. Συγχρόνως σφράγισε και έκλεισε τον ναό του Κρόνου, στον οποίον φυλάσσονταν τα δημόσια χρήματα των Ρωμαίων, για να σταματήσει κάθε εισαγωγή και εξαγωγή χρημάτων εκ μέρους των ταμιών. Απείλησε δε και με βαριά τιμωρία εκείνους που τυχόν ήθελαν να παραβούν την απαγορευτική διαταγή του. Με αυτόν τον τρόπο ολόκληρη η διοίκηση του ρωμαϊκού κράτους παρέλυσε. Η κατάσταση όμως αυτή δεν ήταν δυνατόν να παραταθεί πολύ. Τότε, ο Τιβέριος αποφάσισε να προκαλέσει απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου, από την οποία ο Οκτάβιος θα κηρύσσετο έκπτωτος. Πράγματι ο νόμος ψηφίστηκε και εκλέχθηκε τριμελής επιτροπή προς διανομή των εδαφών στους δικαιούχους, αποτελούμενη από τον Τιβέριο, τον πεθερό του Αππίου Κλαυδίου και τον μικρότερο αδελφό του, Γάιο Γράκχο.
Η ψήφιση όμως του αγροτικού νόμου δεν σήμαινε και οριστική επικράτηση του Τιβερίου. Οι πλούσιοι, από τους οποίους την μέγιστη πλειοψηφία αποτελούσε η Σύγκλητος, παρέβαλε μύριες δυσχέρειες στην κάθε πράξη του. Σε αντίπραξη ο Τιβέριος προσπάθησε να αφαιρέσει όσο δυνατόν περισσότερα δικαιώματα της Συγκλήτου και να τα δώσει στην Εκκλησία του Δήμου, καθιστώντας το πολίτευμα δημοκρατικότερο. Συγχρόνως αποφάσισε, αμυνόμενος εκ των προτέρων για ενδεχόμενη ενέργεια της Συγκλήτου εναντίον του μετά το πέρας της δημαρχίας του, να εκθέσει υποψηφιότητα δημάρχου και για το επόμενο έτος (132 π.Χ.) ώστε να κατορθώσει να φέρει εις πέρας το έργο του. Για να κολακέψει ακόμα περισσότερο τα πλήθη, εισήγαγε νόμο στην Εκκλησία του Δήμου, κατά τον οποίον διανέμονταν στους λαμβάνοντες αγροτικό κλήρο για έξοδα εγκαταστάσεως τα χρήματα, τα οποία είχαν περιέλθει στον δήμο των Ρωμαίων από την διαθήκη του βασιλέως της Περγάμου Αττάλου Γ’ του Φιλομήτορος. Αν και εισήγαγε νόμο περί μειώσεως της στρατιωτικής θητείας, αποφάσισε την συγκρότηση των δικαστηρίων με αριθμό συγκλητικών και ιππέων εξίσου (ενώ πρωτύτερα αποτελούνταν μόνο από συγκλητικούς), καθώς έφερε και νόμο, κατά τον οποίον οι λαμβανόμενες αποφάσεις του δικαστηρίου υπόκειντο σε έφεση ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου.
Αλλά ενώ η Σύγκλητος τον μισούσε για όλα αυτά, ο λαός αδιαφορούσε. Όταν κατά τον Ιούνιο του 132 π.Χ. εκλήθη ο δήμος προς εκλογή δημάρχων, ο αγροτικός πληθυσμός ελάχιστα μετείχε στην ψηφοφορία, ενώ η αντίπαλη πλευρά κατήλθε συμπαγής στον εκλογικό αγώνα. Αυτό το αντιλήφθηκαν από την πλευρά του Τιβερίου και έκριναν πως έπρεπε να αναβληθεί η διαδικασία, προς συγκέντρωση ψηφοφόρων από τους φίλους του που απουσίαζαν. Με παρατεταμένες αγορεύσεις και αντεγκλήσεις κατόρθωσαν να καταναλωθεί η ημέρα, χωρίς να διεξαχθεί η ψηφοφορία και με το πέρασμα της βραδιάς να αναβληθεί η εκλογή. Αλλά και την επομένη η επιτυχία δεν φαίνονταν εύκολη. Επί πλέον, μόλις άρχισε η ψηφοφορία οι αντίπαλοι άρχισαν να θορυβούν με τρόπο που να καθιστούν δύσκολη την διεξαγωγή της. Ωστόσο, μέσα στην οχλαγωγία ο Τιβέριος μαθαίνει ότι οι εχθροί του από την Σύγκλητο αποφάσισαν να τον φονεύσουν. Το καταγγέλλει λοιπόν στους φίλους του αλλά εκείνοι που βρίσκονταν μακρύτερα του δεν άκουσαν τα λόγια του. Βλέποντας όμως κίνηση γύρω του, αγνοώντας τι συνέβαινε, ερωτούσαν τους πάντες χωρίς όμως να είναι δυνατόν να ακούγονται ή να ακούν.
Μέσα από το θόρυβο και την σύγχυση εκείνη, χωρίς να έχει την δυνατότητα να ακουστεί ο Τιβέριος και θέλοντας να φανερώσει στους οπαδούς του ότι μέγιστος κίνδυνος απειλεί την δική του και δική τους ζωή, έθεσε το χέρι του πάνω στο κεφάλι του, για να δηλώσει με αυτό πως για αυτό πρόκειται. Όσοι όμως από τους αντιπάλους του βρίσκονταν κοντά, βλέποντας την χειρονομία αυτή, νόμιζαν πως ο Τιβέριος ζητούσε να ανακηρυχθεί βασιλιάς και έσπευσαν στη Σύγκλητο για να το αναφέρουν. Οι συγκλητικοί ταράχθηκαν. Τότε, ο Σκηπίων ο Νασικάς πρότεινε να εκδοθεί δόγμα της Συγκλήτου, του οποίου να συνιστάται στον ύπατο η λήψη έκτατων μέτρων για την σωτηρία της πολιτείας. Η αρνητική απάντηση όμως που έδωσε ο ύπατος στον Νασικά, επέφερε έκρηξη της θυέλλης. Ο Νασικάς όρμησε προς το Καπιτώλιο που βρίσκονταν ο Τιβέριος και οι δικοί του, τον ακολούθησαν και οι περισσότεροι από τους συγκλητικούς συνοδευόμενοι από ροπαλοφόρους και επιτέθηκαν στον Τιβέριο και στους οπαδούς του που ανέρχονταν στις τρεις χιλιάδες. Οι περισσότεροι τότε από αυτούς τράπηκαν σε φυγή και από τους εναπομείναντες φονεύθηκαν πάνω από τριακόσιους και μαζί και ο Τιβέριος. Αλλά ο Νασικάς δεν αρκέστηκε σε αυτό. Απαγόρευσε στον Γάιο να θάψει το πτώμα του αδελφού του, και όχι μόνο αυτό, αλλά έριξε όλα τα πτώματα των φονευθέντων στον Τίβερη και άρχισε σκληρή καταδίωξη των περισωθέντων οπαδών του Τιβερίου. Πολλοί από αυτούς φονεύθηκαν, πολλοί εξορίστηκαν, χωρίς ούτε οι μεν, ούτε οι δε να υποβληθούν σε δίκη. Μεταξύ των φονευθέντων συγκαταλέγονταν και ο Διοφάνης, ο δε Βλόσιος κατάφερε να σωθεί και να καταφύγει στην Ανατολή. Παρά την επικράτηση τους όμως, οι αντίπαλοι του Τιβέριου φοβούντο τον λαό και δεν τόλμησαν να καταλύσουν τον αγροτικό νόμο.