«Σήκω πατέρα ήρθαν… ήρθαν ξυπνήστε!» Πάνω από τους τάφους οι Έλληνες αναγγέλλουν στους προγόνους το ποθούμενο! Σμύρνη 2 Μαΐου 1919
Ήταν μια γλυκιά Ιωνική μαγιάτικη νύχτα όταν στην όμορφη Ελληνική πόλη, την «Γκιαούρ Ιζμίρ» όπως την έλεγαν οι τούρκοι, ψιθυρίζονταν από στόμα σε αυτί και από σπίτι σε σπίτι η είδηση: «Έρχονται! Αύριο έρχονται». Το θωρηκτό Λήμνος ήτανε ήδη στα ανοιχτά του λιμανιού της Σμύρνης στις 1 Μαΐου του 1919. Χιλιάδες λαού αγρύπνησε εκείνη την νύχτα στην προκυμαία, στην Αγία Φωτεινή τελέστηκε εσπερινός και οι Σμυρνιοί δοξολογούσαν με την χαρά ζωγραφισμένη στα πρόσωπα για την λευτεριά που έφτανε.
Οι τούρκοι σκύβουν το κεφάλι και μουρμουρίζουν «κισμέτ ξαναγυρίζουν στον τόπο τους οι γιουνάνηδες…». Μάταια κάποιοι δερβίσηδες στις τουρκογειτονιές του Μπαχρή μπαμπά φανατίζουν τους ομόφυλους τους. Ο μακελάρης Νουρεντίν και ο αιμοδιψής νομάρχης Ραχμή έχουν εξαφανιστεί, οι νεότουρκοι όμως μοιράζουν όπλα και μαχαίρια σε όσους στρατολογούν. Από κοντά και οι Ιταλοί που συμβουλεύουν, καθοδηγούν, εμψυχώνουν όσους θέλουν να προκαλέσουν και όπως γίνονται σε αυτές τις στιγμές, τα κατάλληλα χέρια άνοιξαν τις φυλακές και πλήθος κακοποιών ξεχύνεται για να ενισχύσουν τους νεότουρκους. Οι πληροφορίες αυτές φτάνουν στον πλοίαρχο Μαυρουδή που βρίσκεται ήδη στην «καραντίνα» και κάνει διορθώσεις στο δρομολόγιο της μονάδος που θα αποβιβαζόταν.
Καθώς η νύχτα αρχίζει να φεύγει, η νηοπομπή που οι Σμυρνιοί την είχανε ονομάσει «Ιερή Θεωρία» πλησιάζει το λιμάνι της τότε μεγαλύτερης Ελληνικής πόλης, τα μεταγωγικά Θεμιστοκλής, Πατρίς, Συρία, Αθηνά, Ατρόμητος, Καλουτάς, Ρεπούλης, Αντιγόνη, Άρης, Ξενία, Ουρανία, Αργολίς, Δελφίν, Έλδα και τα αντιτορπιλικά Σφενδόνη, Λόγχη, Αλκιών και Αίγλη, πλησιάζουν τα πλοία της λευτεριάς.
Στις 2 Μαΐου του 1919 ο ήλιος της λευτεριάς φωτίζει την θάλασσα του Ερμαίου κόλπου. Από ψηλά τα Μαστούσια όρη που ο θρύλος λέει ότι ήταν δυο αδέλφια που απολιθώθηκαν και έγιναν κορφές, μετά την κατάκτηση της πόλης από τους τούρκους λάμπουν, χαμογελούν, όλη η πόλη λάμπει εκείνη την ημέρα. Λίγο πριν τις οκτώ το πρωί, ο σαλπιγκτής του «Πατρίς» σαλπίζει το ελευθερωτήριο και μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού αποβιβάζονται οι Εύζωνοι του 1/38. Ο πρώτος τσολιάς σκύβει και φιλά το χώμα της λεύτερης Σμύρνης, αγκαλιές ανοίγουν να υποδεχτούν, δάκρυα, φιλιά, κουνιέται η γη, χτυπούν οι καμπάνες της πόλης χαρμόσυνα. Ο λαός φωνάζει «Ελλάς Ανέστη» και ο Χρυσόστομος, ο Άγιος Χρυσόστομος της Σμύρνης γονατίζει με λυγμούς μπροστά στην λέσχη των κυνηγών και ευλογεί την σημαία ψέλνοντας «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Χιλιάδες λαού ψέλνουν την «Υπερμάχω Στρατηγώ», οι σειρήνες των πλοίων δονούν την ατμόσφαιρα και πλήθος Ελληνικές σημαίες στα χέρια μικρών και μεγάλων. Πως ράφτηκαν τόσες σημαίες σε μια νύχτα; Ποτέ δεν είχε σβήσει η ελπίδα! Οι Σμυρνιωτοπούλες ραίνουν με άνθη και ροδόνερο το τάγμα του Τζαβέλλα και οι Σμυρνιοί στολίζουν με λουλούδια τα όπλα των τσολιάδων. Αυτή ήταν η Σμύρνη για τον στρατό που κατέβαινε από τα πλοία, μια μεγάλη αγκαλιά. Αφού είδαν τον στρατό μας, έτρεξαν στο κοιμητήριο όπου εκτυλισσόντουσαν σκηνές που δεν είχε ξαναδεί ανθρώπινο μάτι. Με στεφάνια, όπως στην ανάσταση, πήγαν στους κεκοιμημένους προγόνους για να αναγγείλουν το μεγάλο γεγονός: «Σήκω Πατέρα ήρθαν…Ήρθαν Ξυπνήστε».
Για αυτόν τον λαό υπήρχε μόνο η Ελλάδα που έστελνε τα παιδιά της να τους ελευθερώσει, όπως έκανε και για την Μακεδονία, την Κρήτη, τα νησιά και την Ήπειρο, διεξάγοντας τον ιερό αυτό πόλεμο αργότερα κάποιοι μικρόψυχοι τον χαρακτήρισαν αποικιακό. Σε κάθε πόλη που έμπαινε ο τσολιάς, του επεφύλασσαν οι Μικρασιάτες ενθουσιώδη συμπεριφορά. Για τον στρατό μας παντού ανοίχτηκε το πιο φιλόξενο δωμάτιο, παντού προσφέρθηκαν άδολα τα πάντα από το λαϊκό υστέρημα, η Μικρά Ασία υποδεχόταν τον ελευθερωτή αδελφό από την άλλη πλευρά του Αιγαίου και μετά από λίγο χιλιάδες παιδιά της ανατολής, πρόθυμα μπήκαν στις γραμμές αυτού του στρατού για να υπερασπιστούνε την πατρώα γη, μέσα από την μεραρχία Κυδωνιών και την μεραρχία Σμύρνης. Οι άρχοντες άνοιξαν τα κεμέρια τους για να ενισχύσουν οικονομικά την προσπάθεια. Ένα έθνος ενωμένο, μέχρι που η διχόνοια του διχασμού μούχλιασε τον αγέρα, σάπισε τα μυαλά, σκλήρυνε τα μάτια, αδελφός κατά αδελφού, αλλά τώρα, όλα αυτά ήσανε μακριά. Τώρα ήλθαν οι Έλληνες αδέλφια!
Το τάγμα Τζαβέλλα βαδίζοντας κατά τετράδες μπροστά από το διοικητήριο και τις φυλακές, δέχεται πυρά. Δυο Εύζωνοι νεκροί, το πλήθος πανικοβάλλεται, μέσα στην σύγχυση ο Τζαβέλλας δίνει εντολή για την αντιμετώπιση της εχθρικής ενέδρας, γρήγορα η τουρκική μικροαντίσταση που είχε οργανωθεί από Ιταλούς, διαλύεται.