Όταν τα νέα του θανάτου του Μπόμπυ Σαντς έφτασαν, ήμουν στο κρεβάτι και κοιμόμουν. Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα με ξύπνησε. Στην κατάσταση του μισοκοιμισμένου στην οποία βρισκόμουν, σκέφτηκα αρχικά πως επρόκειτο για εισβολή της RUC ή του βρετανικού στρατού, πράγμα πολύ συνηθισμένο εκείνη την περίοδο.
Κατόπιν, μέσα από την ομίχλη που τύλιγε το μυαλό μου αναγνώρισα την φωνή του Τζον που μου φώναζε να ντυθώ γιατί ο Μπόμπυ Σαντς είχε μόλις πεθάνει. Αυτό που όλοι απευχόμασταν, είχε τελικά συμβεί.
Μέχρι εκείνη την στιγμή όλοι μας ελπίζαμε ότι μια κάποια συμφωνία θα επιτευχθεί και τα απλά, λογικά αιτήματα των φυλακισμένων θα ικανοποιούνταν. Αλλά τώρα τα συναισθήματα με είχαν κατακλύσει και με βαριά καρδιά ντύθηκα και άνοιξα στον Τζον. Μετά από μια μικρή συνομιλία κατεβήκαμε στην εμπορική περιοχή του Shantallow. Από απόσταση ακούγαμε τα χτυπήματα από καπάκια κάδων πάνω στην άσφαλτο, ανάμεικτα με σφυρίγματα, κόρνες αυτοκινήτων και ανθρώπινες φωνές.
Όταν φτάσαμε στα μαγαζιά υπήρχε ήδη ένα πλήθος συγκεντρωμένων και όλο και περισσότεροι κατέφθαναν. Υπήρχε κάποια σύγχυση, αλλά ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο. Οι Βρετανοί άφησαν τον Μπόμπυ Σαντς να πεθάνει, τον είχαν σκοτώσει και εμείς θα παίρναμε εκδίκηση.
Κάποιοι συγκεντρωμένοι είχαν ήδη αρχίσει να ξηλώνουν πεζοδρόμια και κάποιοι άλλοι κατασκεύαζαν οδοφράγματα. Σύντομα εμφανίστηκαν και οι μολότοφ. Η ένταση ήταν απίστευτη. Ήταν ακόμη νύχτα και εκατοντάδες άνθρωποι συνέρρεαν, ενώ το θέμα συζήτησης ήταν πότε θα εμφανίζονταν οι δυνάμεις της τάξεως ώστε να μας παράσχουν ένα στόχο πάνω στον οποίο θα ξεσπάγαμε την οργή μας. Δεν χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ. Στεκόμουν στο γρασίδι μπροστά από τα μαγαζιά όταν άκουσα κάποιον να φωνάζει «έρχονται» και σχεδόν αμέσως είδα μια φωτεινή λάμψη από μολότοφ την οποία ακολούθησαν κι άλλες, και πάνω από αυτές άκουσα τον κρότο των πλαστικών σφαιρών. Κάποιοι από τον κόσμο είχαν στήσει ενέδρα σε μια περίπολο της RUC στην παμπ «Χάουζ». Καθώς έτρεχα πάνω στην άσφαλτο, άκουσα το μουγκρητό από τα θωρακισμένα αστυνομικά τζιπ καθώς επιτάχυναν για να ξεφύγουν. Ανάψαμε τις μολότοφ μας, γνωρίζοντας ότι προκειμένου να ξεφύγουν θα ήταν αναγκασμένοι να περάσουν από δίπλα μας όπως και έγινε, και καθώς έτρεχαν μπροστά μας δέχθηκαν μια βροχή από μολότοφ και πέτρες.
Δυστυχώς δεν σταμάτησαν αλλά συνέχισαν να τρέχουν ρίχνοντας παράλληλα πλαστικές σφαίρες. Κατάφεραν να ξεφύγουν περνώντας το πέρασμα Μπράντλεϊ.
Αυτοί ήταν απλά μια ομάδα ανιχνευτών και γνωρίζαμε φυσικά ότι θα επέστρεφαν αργότερα με ενισχύσεις.
Γραφή και Αντίσταση – Βόρεια Ιρλανδία: απελευθερωτικός αγώνας και τα γραπτά της φυλακής.