Εάν η Ελλάδα δεν ήταν προδομένη και βοηθούσε πραγματικά τους αντάρτες του Πόντου και εάν η Ρωσία δεν είχε πέσει στα χέρια των μπολσεβίκων, ενισχύοντας τον Κεμάλ, θα είχε γίνει κατορθωτό να δημιουργηθεί ένα δεύτερο πολεμικό μέτωπο στα νώτα των στρατευμάτων του Κεμάλ δημιουργώντας νέες συνθήκες και αλλάζοντας την ροή του πολέμου.
Τον Αύγουστο του 1921 μία ομάδα ανταρτών κατορθώνει να περάσει μέσα από τις τουρκικές γραμμές και να συναντηθεί με τον Αρχιστράτηγο Παπούλα. Η κυβέρνηση των Ελλήνων ανταρτών του Ποντιακού Τοπ Τσαμ προσέφερε για την ενίσχυση του ελληνικού στρατού 3.960 χρυσές λίρες και ζήτησε από τον Αρχιστράτηγο την ενίσχυση του αντάρτικου. Μαζί με τους αντάρτες του Πόντου ήταν και ένας Έλληνας κρυπτοχριστιανός της περιοχής, ο οποίος προχωρούσε μπροστά σαν ανιχνευτής. Από τον Αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού, οι Πόντιοι αδελφοί μας ζήτησαν να τους δώσει ένα Σύνταγμα Ιππικού και τρόφιμα για δέκα μέρες με την διαβεβαίωση ότι με αυτήν την ενίσχυση θα μπορέσουνε να κτυπήσουν τον Κεμάλ από τα νώτα του. Δυστυχώς, η πρότασή τους δεν εισακούσθηκε.
Πρέπει να τονιστεί ότι οι αντάρτες του Αμισού και της Πάφρας δεν νικήθηκαν ποτέ από τους Τούρκους και παραδόθηκαν μόνο μετά την Μικρασιατική καταστροφή με συνθήκη ειρήνης με το Λιβά Πασά, που τους επέτρεψε να έλθουν στην Ελλάδα. Άλλοι πάλι δεν υπέγραψαν ποτέ συνθήκη και έφυγαν με πλοιάρια για την Ρωσία. Όσο για τους αντάρτες της Σάντα, πολεμούσαν στα βουνά του Πόντου ολόκληρο το 1923 και μόνον στα μέσα του 1924 κατόπιν επεμβάσεως της επιτροπή ανταλλαγής πληθυσμών επέστρεψαν από την Τραπεζούντα στην Ελλάδα.