Mιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες καὶ φωτεινότερες μορφὲς τοῦ 15οῦ αἱῶνος, ὑπήρξε ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ὁ ἐπικαλούμενος Πλήθων. Ἐγεννήθῃ πιθανῷς στὴν Κωνσταντινούπολην περὶ τὸ 1355 καὶ ἀπεθανεν στὴν Σπάρτην μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1450 καὶ 1456. Νέος μετέβῃ εἰς τὴν Ἀνδριανούπολην, πρωτεύουσα τότε τῶν Τούρκων ὅπου ὁ σουλτάνος Μουράτ, ἀκολουθὼν τὸ παράδειγμα τῶν χαλιφῶν τῆς Βαγδάτης τοῦ Καΐρου καὶ τῆς Ἰσπανίας, ἐπροστάτευσε τὰς τέχνας καὶ τὰ γράμματα.
Ἄγνωστον, τὸ πόσον διάστημα διέμεινε στὴν Ἀνδριανούπολην ὁ Πλήθων διδασκόμενος, μετέβῃ κατόπιν στὴν Κύπρον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐγκαταστάθῃ τελικῶς στὴν Πελοπόνησον, στὴν Σπάρτην περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ 15οῦ αἱῶνος. Ἐκεῖ διήλθεν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του, ἀσχολούμενος μὲ τὴν μελέτην τῶν ἀρχαίων συγγραφέων καὶ δὴ τοῦ Πλάτωνος τοῦ ὁποίου ἀνεδείχθῃ ὁ θερμότατος ζηλωτὴς καὶ ὑπέρμαχος κατὰ τῶν ἀριστοτελιζόντων λογίων τῆς ἐποχῆς του.
Ὁ Δεσπότης τῆς Πελοπονήσου, Θεόδωρος ἀνέθεσεν εἰς αὐτὸν τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀνώτατου δικαστικοῦ λειτουργού, τὸ ὁποῖον ἦταν τὸ ὕπατον τῶν ἀξιωμάτων εἰς τὴν χῶραν ἐκείνην, διὰ τοῦτο καὶ Προστάτης τῶν Νόμων, κυκλοφορεῖται ὑπὸ συγχρόνου του, Γρηγορίου Μοναχοῦ.
Περὶ τῶν λόγων αὐτῶν θὰ ἀναφέρομεν ὁλίγα τινὰ, τὰ ὁποία μαρτυροῦν τὴν λαμπρότηταν τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὴν μεγίστην διορατικότηταν ἡ ὁποία τὸν διέκρινε.Πρῶτον, ὁ Γεμιστός, ἀξιοῖ ὅτι ἐν Πελοπονήσῳ καὶ εἰς τὰς πέριξ νήσους, κατοικοῦσαν Ἕλληνες γνήσιοι, οὐδενὸς ξενικοῦ στοιχείου ἀναμιχθέντος μετ΄ αὐτῶν ἢ παρ΄ αὐτοὺς οἰκήσαντος. Διὰ τῆς θέσεως αὐτῆς ὁ Πλήθων ἀντιτίθεται εἰς τὰ λεγόμενα τοῦ Μάζαρι περὶ μὴ ἑλληνικότητος τῆς Πελοπονήσου.
Ἐπερχόμενοι στοὺς λόγους τοῦ Πλήθωνος, βλέπομεν ὅτι κυριώτατον τῶν κατοίκων τῆς Πελοπονήσου ἐνασχόλημα ἦτο ἡ γεωργία καὶ ἡ κτηνοτροφία, διὰ τῶν ὁποίων συνετήρουν μὲν τὰς αἰτίας των, ἐτελοῦν δὲ τοὺς φόρους καὶ ἐπίσης ὑπόκειντο εἰς τὴν στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν.Ἔκαστος τῶν φόρων δὲν ἦτο κατ΄ ἰδίαν βαρύς, ὅλοι ὅμως μαζὶ ἦσαν πολλοὶ καὶ ποικίλλοι, εἰσεπράττοντο δὲ ὑπὸ διαφόρων εἰσπρακτόρων καὶ ἦσαν ἀπαιτητοὶ εἰς χρήματα καὶ ὄχι εἰς προϊόντα.
Καλούμενοι νὰ στρατευθοῦν οἱ κάτοικοι προσήρχοντο ἐκ πολλῶν, ὁλίγοι καὶ συνήθεις ἄπιστοι, οἱ ὁποίοι μετ’ ὁλίγον, ἐλιποτακτοῦν διὰ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὰς ἐργασίας των, διὰ τοῦτο πολὺ ὁλίγον ἐχρησίμευον εἰς τὸν πόλεμον. Διότι κατὰ τὸν Γεμιστόν, οὐδεὶς δύναται συγχρόνῳς νὰ μετέρχεται τὰ ἔργα τοῦ πολέμου καὶ τῆς εἰρήνης, διὰ τοῦτο καὶ τὸ τεῖχος τοῦ Ἰσθμοῦ θέλει ἀποβεῖ ἀνωφελὲς καὶ ὁ κίνδυνος μέγας ἐὰν προκύψει ἀνάγκη. Ὁ ἐπιβληθεὶς στρατιωτικὸς φόρος, πρὸς διατήρησιν μισθοφόρων διὰ τὴν ἄμυνα τοῦ Ἰσθμοῦ εἶναι ἄτοπος, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καταστέλονται οἱ κάτοικοι καὶ νὰ ἀναμένεται σωτηρία αὐτῶν ὑπὸ ξένων οὔτις ὁ Γεμιστὸς πρότεινε νὰ διαιρεθεῖ ὁ ἐργατικὸς λαὸς τῆς χερσονήσου εἰς δύο τάξεις ἐκ τῶν ὁποίων μία νὰ ἀσκεῖ τὴν στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, ἡ δὲ ἄλλη τὴν γεωργικὴν καὶ νὰ τελῇ τοὺς φόρους, κατατασομένου ἐκάστου Πελοπονησίου ἀναλόγῳς τῆς ἱκανότητος του. Ἐὰν δε εἰς κάποια περιοχὴν τῆς Πελοπονήσου ὅλοι οἱ ἄνδρες ἐκρίνοντο διὰ τὴν στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν χρησιμώτατοι, τότε θὰ ἐδιαιροῦντο εἰς ἐταιρεῖας ὑποχρεουμένοι ἐκ περιτροπῆς νὰ καλλιεργοῦν τὴν γὴν καὶ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν στρατόν. Ἤδη διακρίνωμεν ἐδῶ στοιχεῖα τῆς κοινωνικῆς δομῆς τῆς ἀρχαῖας Σπάρτης.
Ὁ Γεμιστὸς ἐπιθυμεῖ νὰ ἐξορισθῇ ὅσον ἐνδέχεται ἐκ τῆς Πελοπονήσου τὸ νόμισμα. Διότι ἡ χῶρα κατεκλύσθῃ ὑπὸ ξένων καὶ κιβδήλων νομισμάτων, ἐκ τῶν ὁποίων ὁλίγοι μὲν ὠφελοῦνται πολλοὶ δὲ ἀποτῶνται αἰσχρῷς. Ἀφοῦ οἱ εἰσπράξεις καὶ οἱ δαπᾶνες γίνονται εἰς αὐτούσια προϊόντα, ἡ ἀνάγκη τοῦ νομίσματος ἀποβαίνει ἐλάχιστη. Τὸ εἰσαγωγικὸν ἐμπόριον δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι περιορισμένον, διότι ἡ Πελοπόννησος ἐπαρκεῖ καθ’ εἰς ἐαυτὴν καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ εἰσαγάγει εἰμὴ σίδερον καὶ ὅπλα. Ταῦτα δε ἠμπορεῖ νὰ ἀνταλλάσσει διὰ τοῦ ἀφθόνου αὐτῆς ἐρίου, λίνου, βάμβακος κ.λ.π. Πραγματεύεται δὲ ὁ Πλήθων καὶ περὶ τῶν βελτιώσεων τὰς ὁποίας νομίζει ἀναγκαίας εἰς τὴν ποινικὴν δικαισύνην.
Eἰς τὸν δεύτερον λόγον πρὸς Θεόδωρον, ἐπανέρχεται εἰς τὰ αὐτὰ θέματα, ἀγωνιζόμενος νὰ ἐγείρει τὴν φιλοτιμίαν τοῦ νέου ἐκείνου πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς μεταρρυθμίσεως διὰ τὴν ὁποίαν ἐθεώρει ἐαυτὸν ὡς μόνον ἱκανὸν νὰ ἐπιτελέσῃ αὐτήν. Ἡ μεταρρύθμισις αὐτὴ δὲν ἔγινε βέβαια, οὔτε καὶ ἦτο δυνατὸν πιθανῷς νὰ γίνει τὴν χρονικὴν αὐτὴν στιγμήν, πλὴν ὅμῳς δεικνύει τὰ γενναῖα καὶ ἐθνικὰ φρονήματα τοῦ ἀνδρὸς ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖ ὄτι μόνον ἡ ἐπιστροφὴ εἰς τὰς φυλετικὰς ῥίζας τοῦ ἔθνους καὶ ἡ ἀναβίωσις τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πνεύματος ἦσαν ἱκαναὶ νὰ σώσουν τὴν Αὐτοκρατορίαν ἀπὸ τὴν καταστροφήν.
Παρόλην ὅμως τὴν ἀντίθεσιν τοῦ Γεμιστοῦ πρὸς τὸν Χριστιανισμὸν ὁ Αὐτοκράτωρ Ἱωάννης Παλαιολόγος ἔλθον εἰς Πελοπόννησον τὸ 1428 τὸν συνεβουλεύθη περὶ τοῦ σπουδαιοτάτου πολιτικοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτικοῦ ζητήματος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δηλαδὴ τῆς ἐνώσεως τῶν δύο ἐκκλησιῶν καὶ τὸν ρώτησε τί καλοῦ ἠδύνατο νὰ προκείψει ἐκ τῆς συμφωνίας. Οὔτος δὲ ἀπήντησεν ” ὁλίγον ἢ οὐδέν”.
Ἦσαν τὰ ὀστὰ τοῦ τελευταίου τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφου ”Οὗ μιὰ Πλάτωνα σοφώτερον οὐκ ἔφησεν ἡ Ἑλλάς.” ὡς λέγει ὁ μαθητὴς αὐτοῦ Βησσαρίων ὁ ὁποῖος συνέγραψε τὰ ἐξής, διὰ τοῦ Πλήθωνα: Γαῖαν σώματι, ψυχὴ δ΄ ἄστρα Γεώργιος ἵσχει, παντοίης σοφίης σεμνότατον τέμενος. Πολλοὺς μὲν φύσεν ἀνέρας θεοειδέας Ἑλλὰς προσύχοντας σοφίῃ, τῇ τὲ ἄλλη ἀρετή, ἀλλὰ Γεμιστός, ὅσον Φαέθων ἄστρων παραλλάσσει τόσον τῶν ἄλλων ἀμφότερων κρατέει.