Σαν σήμερα, στις 11 Ιουνίου 1974, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος Ιταλός φιλόσοφος και στοχαστής Ιούλιος Έβολα, μια από τις μεγαλύτερες μορφές της ευρωπαϊκής διανόησης του 20ου αιώνα. Ποιητής, ζωγράφος, φιλόσοφος, κοινωνικός στοχαστής, εσωτεριστής, μελετητής των αρχαίων παραδόσεων, των ανατολικών θρησκειών και δογμάτων, της Ερμητικής Παράδοσης κ.λπ., επηρέασε όσο λίγοι τον ιδεολογικό χώρο του Ευρωπαϊκού Ριζοσπαστικού Εθνικισμού.
Ο Julius Evola (Giulio Cesare Andrea Evola), γεννήθηκε στη Ρώμη στις 19 Μαΐου του 1898, από οικογένεια ευγενών με καταγωγή από τη Σικελία. Αφού σπούδασε στο Τεχνικό Ινστιτούτο «Leonardo da Vinci» στη Ρώμη, γράφτηκε στο Πολυτεχνείο. Αν και έφτασε σχεδόν στο τέλος των σπουδών του, αρνήθηκε να τις ολοκληρώσει, λόγω μιας βαθιάς περιφρόνησης που ένιωθε για τους ακαδημαϊκούς τίτλους. Σε νεαρή ηλικία, μέσω του Giovanni Papini, ήρθε σε επαφή με ορισμένους εκφραστές του φουτουρισμού όπως ο Giacomo Balla και ο Filippo Tommaso Marinetti. Το 1919 συμμετείχε στη «Μεγάλη Εθνική Έκθεση Φουτουριστών» στο Palazzo Cova του Μιλάνου. Σύντομα, όμως, αποχώρησε από το κίνημα του Φουτουρισμού, μιας και ο Έβολα, εκτός από την επαναστατική πλευρά, ελάχιστα συμφωνούσε με τις καλλιτεχνικές και ιδεολογικές αντιλήψεις των Φουτουριστών.
Το 1920 εντάχθηκε στον Ντανταϊσμό και ήρθε σε επιστολική επαφή με τον Τριστάν Τζάρα. Ως ζωγράφος έγινε ένας από τους μεγαλύτερους εκφραστές του Ντανταϊσμού στην Ιταλία. Την ίδια χρονική περίοδο επεξεργάστηκε θεωρητικά ντανταϊστικά κείμενα και υπήρξε συνεργάτης της επιθεώρησης «Bleu e Noi», ενώ έγραψε ποιήματα και ποιητικές πρόζες, όπως οι συλλογές «La parole obscure du paysage interieur» (1921) και Raâga Blanda που εκδόθηκε πολλά χρόνια αργότερα (1969). Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Έβολα υπηρέτησε ως αξιωματικός πυροβολικού από το 1917 έως το 1918. Ακολούθως επέστρεψε στη Ρώμη όπου πέρασε μια βαθιά υπαρξιακή κρίση που τον έφερε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Όπως αναφέρει ο ίδιος στην πνευματική αυτοβιογραφία του “Il cammino del cinabro”: «Αυτή η λύση […] αποφεύχθηκε χάρη σε κάτι παρόμοιο με φώτιση που είχα όταν διάβασα ένα πρώιμο βουδιστικό κείμενο. Ήταν μια ξαφνική φώτιση για μένα: εκείνη τη στιγμή πρέπει να συνέβη μια αλλαγή μέσα μου και η ανάδυση μιας σταθερότητας ικανής να αντισταθεί σε οποιαδήποτε κρίση». Αυτή η απόπειρα αυτοκτονίας υπήρξε για τον Έβολα η πιο σημαντική στιγμή μιας μετάβασης που σήμανε το τέλος της καλλιτεχνικής περιόδου και την αρχή της φιλοσοφικής περιόδου της ζωής του.Το πρώτο βιβλίο φιλοσοφίας είχε τίτλο Saggi sull’idealismo magico (Δοκίμια για τον μαγικό ιδεαλισμό) που άρχισε να γράφει ήδη στα χαρακώματα το 1917 και το οποίο κυκλοφόρησε το 1927 από τον εκδότη Bocca.Σε αυτό το έργο ο Evola ενδιαφέρεται για τα δόγματα που αφορούν το υπερλογικό, το ιερό και τη γνώση, με στόχο να επιχειρήσει να ξεπεράσει τη δυαδικότητα εγώ/μη-εγώ.
Το 1924, ξεκινά μια έντονη δημοσιογραφική εμπειρία συμμετέχοντας στη σύνταξη του αντιδημοκρατικού περιοδικού “Lo Stato Democraticο” (“Το δημοκρατικό κράτος”), και μεταξύ 1924 και 1926 συνεργάζεται στα περιοδικά Ultra, Bilychnis, Ignis, Atanor και Il mondo. Το ενδιαφέρον του για τις ανατολίτικες παραδόσεις εκδηλώνεται στο έργο L’uomo come Potenza (Ο Άνθρωπος ως Δύναμη), που δημοσιεύτηκε το 1926 και είναι επηρεασμένο από τον Ταοϊσμό και τον Ταντρισμό. Το 1927 κυκλοφορεί το βιβλίο του Teoria dell‘individuo assoluto ( Θεωρία του Απόλυτου Ατόμου), και το 1930 Fenomenologia dell‘individuo assoluto (Φαινομενολογία του Απόλυτου Ατόμου). Αυτά τα έργα σηματοδοτούν μια περαιτέρω καμπή: τη μετάβαση από μια θεωρητική σε μια πραγματιστική φιλοσοφική θέση. Ο Evola προσπαθεί να εντοπίσει τρόπους μέσω των οποίων θα εφαρμόσει τη θεωρία του απόλυτου Ατόμου στην καθημερινή ζωή. Την ίδια χρονιά, ο Έβολα μαζί με άλλους Ιταλούς εσωτεριστές και διανοούμενους ιδρύει την ομάδα Ur (Gruppo di Ur) η οποία εκδίδει το μηνιαίο ομώνυμο έντυπο (1927-1928) και στη συνέχεια το επίσης μηνιαίο δελτίο Krur (1929).
Ο Evola συνέβαλε στη διάδοση στην Ιταλία σημαντικών Ευρωπαίων στοχαστών και συγγραφέων του 19ου και του 20ου αιώνα: Johann J. Bachofen, René Guénon, Ernst Jünger, Ortega y Gasset, Oswald Spengler, Otto Weininger, Gustav Meyrink, κ.α., μεταφράζοντας κάποια από τα έργα τους και δημοσιεύοντας κριτικά δοκίμια. Άλλα σημαντικά του έργα που κυκλοφόρησαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 μέχρι και το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου είναι: Imperialismo pagano, (Παγανιστικός Ιμπεριαλισμός, 1928), La tradizione ermetica (Η Ερμητική Παράδοση, 1931), Maschera e volto dello spiritualismo contemporaneo (Μάσκα και όψη του σύγχρονου Πνευματισμού, 1932), Rivolta contro il mondo moderno (Εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο, 1934), Il mistero del Graal (Το Μυστήριο του Αγίου Δισκοπότηρου, 1937), , La dottrina del risvegliο (Το Δόγμα της Αφύπνισης, 1943) κ.α.
Η «Εξέγερση ενάντια στον Σύγχρονο Κόσμο» (Rivolta contro il mondo moderno) θεωρείται ως το σημαντικότερο έργο του Έβολα, το οποίο πραγματεύεται τα πνευματικά αίτια της κατάρρευσης του πολιτισμού. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1934 από τον εκδοτικό οίκο Hoepli του Μιλάνου και στη συνέχεια μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες. Το βιβλίο παρουσιάζεται ως «μια μελέτη της μορφολογίας των πολιτισμών και της φιλοσοφίας της ιστορίας». Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το έργο είναι μια αποτελεσματική κριτική αυτού που ο Evola ορίζει ως σύγχρονο κόσμο. Σε αυτόν τον σύγχρονο κόσμο ο Έβολα αντιπαραβάλλει τον «παραδοσιακό» κόσμο, που χαρακτηρίζεται από τον ανώτερο Άνθρωπο της Παράδοσης. Με τον όρο Παράδοση δεν αναφέρεται σε κάποια πραγματικότητα του παρελθόντος αλλά σε μια ιδανική υπερ-ιστορική εποχή. Η Παράδοση ενσαρκώνει τις αιώνιες, ιερές και άφθαρτες αξίες και όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας: «Στο συμπαντικό χάος για μια φορά ακόμα αντιπαρατίθεται η κοσμική τάξη. Η κυριαρχία των μαζών και η ηγεμονία της οικονομίας συγκρούονται μ’ εκείνες τις φωτεινές και ηρωικές αξίες που είναι ακόμη σε θέση να εντοπίσουν, να κατανοήσουν και να καθοδηγήσουν την σκοτεινή ουσία του όχλου».
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη: το πρώτο αναφέρεται στον Κόσμο της Παράδοσης, το δεύτερο στη Γένεση και την όψη του σύγχρονου κόσμου. Το πρώτο μέρος είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο σε μια συγκριτική παρουσίαση των δογμάτων και των συμβόλων εκείνων των αρχαίων πολιτισμών που ο συγγραφέας ορίζει ως «παραδοσιακούς» και υποδεικνύει τις θεμελιώδεις αρχές βάσει των οποίων θα εκδηλώνεται η κυριαρχία του «παραδοσιακού» ανθρώπου: η ύπαρξη μιας φυσικής και μιας μεταφυσικής τάξης και η επανεκτίμηση της ανάγκης για μια κοινωνία οργανωμένη και καθοδηγούμενη από ανώτερες κάστες. Ακολουθεί μια περιγραφή του τρόπου με τον οποίο ο παραδοσιακός άνθρωπος αντιλαμβάνεται το δίκαιο, τον πόλεμο, την ιδιοκτησία, τις σχέσεις μεταξύ των φύλων, την αθανασία και τη φυλή.
Το δεύτερο μέρος περιέχει μια ερμηνεία της ιστορίας από την σκοπιά της Παράδοσης, από τις απαρχές του ανθρώπινου γένους μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα περίπου, σύμφωνα με το παραδοσιακό κυκλικό σχήμα των τεσσάρων εποχών: χρυσή, ασημένια, χάλκινη και εποχή του σιδήρου που συναντάμε στον Ησίοδο, οι οποίες αντιστοιχούν στις satya, treta, dvapara και kali yuga στην ανατολική παράδοση (Ινδουισμός). Σύμφωνα με αυτές τις παραδόσεις, η εποχή που διανύει η ανθρωπότητα αντιστοιχεί στο επίκεντρο της τελευταίας περιόδου: της «σκοτεινής περιόδου» του σιδήρου, γνωστής και ως «Κάλι-Γιούγκα», μιας περιόδου άκρατου υλισμού, σήψης και παρακμής πριν από την συλλογική αναγέννηση που θα τη διαδεχτεί («Χρυσή Εποχή»). Είναι η περίοδος της δημοκρατίας, του μαζανθρώπου και του homo economicus («ένα πλάσμα του υποπροϊόντος μιας ολοφάνερα εκφυλιστικής εξειδίκευσης»… «που βλέπει την οικονομία όχι σαν σύστημα μέσων αλλά αντιθέτως σαν σύστημα σκοπών στους οποίους αφιερώνει τις κύριες δραστηριότητες του..»).
Αυτό που θα μπορούσε να σώσει τη Δύση σε αυτή την εποχή της παρακμής είναι «μια επιστροφή στο παραδοσιακό πνεύμα σε μια νέα ευρωπαϊκή οικουμενική συνείδηση», που σύμφωνα με τον Έβολα, αντιπροσωπεύεται, καίτοι ελλιπώς, από την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία: «μόνο το μέλλον θα μπορέσει να μας πει σε ποιο βαθμό σε αυτές τις πραγματικότητες υπάρχει επίσης ο σπόρος μιας ανανέωσης ως μιας ανώτερης και υπερβατικής έννοιας, μιας ριζοσπαστικής ανατροπής, μιας οριστικής εξέγερσης ενάντια στον σύγχρονο κόσμο». Στις μεταπολεμικές εκδόσεις του βιβλίου, αυτές οι απόψεις του Έβολα τροποποιήθηκαν κατάλληλα, χωρίς αναφορά σε πολιτικά καθεστώτα και κυβερνήσεις. Σχολιάζοντας την “Εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο” ο κορυφαίος θρησκειολόγος Mircea Eliade, έγραψε: «Ο Έβολα αποτελεί ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα πνεύματα της γενιάς του πολέμου. Κατέχει ένα εντυπωσιακό φάσμα γνώσεων. Συνιστούμε το βιβλίο αυτό σε όσους επιθυμούν να μάθουν, αν όχι τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, τουλάχιστον μια γοητευτική γενική ερμηνεία του κόσμου και της ιστορίας». Τόσο στο έργο του αυτό όσο και σε μεταγενέστερα δοκίμια και άρθρα του, ο Έβολα περιγράφει την παρακμή, τον εκφυλισμό και τη «νεγροποίηση» της λευκής φυλής στις Η.Π.Α. καθώς και τις συνέπειες της φυλετικής «ενσωμάτωσης». Ο Έβολα δηλώνει ότι η Αμερική δεν αντιπροσωπεύει ένα νέο έθνος, αλλά το τελικό προϊόν ενός κύκλου ευρωπαϊκής αποσύνθεσης, «την πιο σχολαστική και ακριβέστερη αντίφαση της αρχαίας ευρωπαϊκής παράδοσης». «Η Αμερική είναι το τελικό στάδιο της σύγχρονης Ευρώπης. Ο σπουδαίος Γάλλος Εσωτεριστής Ρενέ Γκενόν την αποκάλεσε “Μακρινή Δύση” με την έννοια ότι αντιπροσωπεύει τις πιο γερασμένες όψεις του Δυτικού Πολιτισμού. Όλα τα συμπτώματα της διάλυσης και της πνευματικής και ανθρώπινης οπισθοδρόμησης, που στην Ευρώπη υπάρχουν σε μικρότερους βαθμούς εκεί είναι μεγεθυμένα και συμπυκνωμένα».
Το 1930 ιδρύει το περιοδικό “La Torre” («Ο Πύργος»), η έκδοση του οποίου θα τερματιστεί μετά από δέκα τεύχη εξαιτίας της κριτικής που ασκούσε στο φασιστικό καθεστώς. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο Evola άρχισε να προσανατολίζεται στις πολιτικές πτυχές, που συνδέονται με το ζήτημα της φυλής, δημοσιεύοντας τέσσερα σημαντικά βιβλία και πολλά άρθρα σχετικά με το θέμα. Τα βιβλία του Έβολα σχετικά με το φυλετικό ζήτημα, είναι: Tre aspetti del problema ebraico (Τρεις όψεις του εβραϊκού προβλήματος, 1936), Il mito del sangue (Ο Μύθος του Αίματος, 1938), Sintesi di dottrina della razza (Σύνθεση του Δόγματος της Φυλής, 1941) και Indirizzi per una educazione razziale (Οδηγίες για μια φυλετική εκπαίδευση, 1941). Σύμφωνα με τον Έβολα η έννοια της φυλής δεν νοείται μόνο σε βιολογικό επίπεδο αλλά περιλαμβάνει το ψυχολογικό και το πνευματικό επίπεδο. Ο Έβολα έχαιρε της εκτίμησης και φιλίας του «σκληρού» ισχυρού άντρα του φασιστικού κόμματος Roberto Farinacci, γεγονός που του εξασφάλισε μόνιμη στήλη στο έντυπο Il Regime Fascista (Το φασιστικό Καθεστώς) και σε άλλα έντυπα όπως La difesa della Razza (Η υπεράσπιση της Φυλής), La Vita Italiana (H Iταλική Zωή) κ.λπ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Έβολα ουδέποτε υπήρξε μέλος του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος στο οποίο ασκούσε έντονη κριτική για τις φιλικές σχέσεις του με την μεγαλοαστική τάξη και τον Καθολικισμό. Η μη ένταξή του στο φασιστικό κόμμα τον εμπόδισε να καταταγεί ως εθελοντής εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης το 1941 κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως επιθυμούσε.
Ο Έβολα επισκέφτηκε αρκετές φορές την Γερμανία, όπου έδωσε διαλέξεις σε αξιωματούχους των Ες Ες και στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Αρκετά από τα βιβλία του μεταφράστηκαν στα γερμανικά, ενώ για κάποιους Γερμανούς διανοούμενους θεωρείτο ως ο «Ιταλός Spengler». Το 1942 δημοσιεύτηκε το δοκίμιό του με τίτλο Per un allineamento politico–culturale dell‘Italia e della Germania (Για μια πολιτικο-πολιτισμική ευθυγράμμιση Ιταλίας και Γερμανίας) στο οποίο εξέφραζε τον θαυμασμό του για τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, θεωρώντας τον ανώτερο από τον φασισμό. Μετά την πτώση του φασιστικού καθεστώτος το 1943, κατέφυγε στην Γερμανία, ενώ επισκεπτόταν συχνά την Αυστρία. Τον Απρίλιο του 1945, ενώ βρισκόταν στη Βιέννη κατά τη διάρκεια ενός ρωσικού βομβαρδισμού, μια βόμβα που εξερράγη κοντά του, τον τραυμάτισε σοβαρά, αφήνοντάς τον παράλυτο στα κάτω άκρα. Θα παραμείνει παράλυτος, μετακινούμενος σε αναπηρικό καροτσάκι, μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1948 επιστρέφει στην Ιταλία όπου αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο συγγραφικό του έργο. Στα σημαντικότερα μεταπολεμικά έργα του συγκαταλέγονται τα παρακάτω: Lo Yoga della Potenza (Η Γιόγκα της Δύναμης, 1949), Orientamenti, (Προσανατολισμοί, 1950), Gli uomini e le rovine (Οι Άνθρωποι και τα Ερείπια, 1953), Metafisica del sesso (Μεταφυσική του Φύλου,1958), L‘«Operaio» nel pensiero di Ernst Jünger (0 «Εργάτης» στη σκέψη του Ernst Jünger, 1959), Cavalcare la tigre (Ιππεύοντας την Τίγρη, 1961), Il cammino del cinabro (Η Ατραπός της Κιννάβαρης ,1963), Il Fascismo dal punto di vista della destra (Ο Φασισμός από τη σκοπιά της Δεξιάς, 1963), L‘arco e la clava (Το Τόξο και το Ρόπαλο ,1968), Il Taoismo (O Ταοϊσμός, 1972), Ricognizioni (Αναγνωρίσεις,1974) κ.α. Ο Julius Evola πέθανε στις 11 Ιουνίου του 1974, ύστερα από μακροχρόνια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Η σoρός του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του σκορπίστηκαν, όπως επιθυμούσε, στις παγωμένες κορυφές του ορεινού συγκροτήματος Monte Rosa.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί δεκάδες βιβλία με δοκίμια και άρθρα του που είχαν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες, πολλά από τα οποία είναι κατανεμημένα σε θεματικές ενότητες. Εκατοντάδες βιογραφίες, κριτικές, ακαδημαϊκές εργασίες, διδακτορικές διατριβές κ.λπ. έχουν γραφεί για το λαμπρό του έργο. Ο Έβολα ήταν ελάχιστα γνωστός στην Ελλάδα μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα. Το πρώτο άρθρο του Έβολα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «4η Αυγούστου» του ομώνυμου κόμματος κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η πρώτη έκδοση έργου του Ιουλίου Έβολα έγινε από τη Χρυσή Αυγή το 1983 («Ο πολεμιστής, ο θάνατος και η νίκη») ενώ αρκετά άλλα άρθρα του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Χρυσή Αυγή». Το 1998 εκδόθηκε από της εκδόσεις «Οξύ» το βιβλίο «Η Μεταφυσική του Φύλου» ενώ από τις αρχές του 2000 μέχρι και σήμερα εκδόθηκαν και άλλα σημαντικά βιβλία του κορυφαίου Ιταλού φιλοσόφου από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Σύμφωνα με τον αντιφασίστα κοινωνιολόγο Franco Ferraresi, «η σκέψη του Evola μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα πιο ριζοσπαστικά και συνεπή αντιεξισωτικά, αντιφιλελεύθερα, αντιδημοκρατικά και αντιλαϊκιστικά συστήματα στον εικοστό αιώνα. Πρόκειται για ένα μοναδικό (αν και όχι κατ’ ανάγκη πρωτότυπο) μείγμα διαφόρων σχολών και παραδόσεων, συμπεριλαμβανομένου του γερμανικού ιδεαλισμού, των ανατολικών δογμάτων, της παραδοσιοκρατίας και της γενικότερης κοσμοθεωρίας της μεσοπολεμικής συντηρητικής επανάστασης με την οποία ο Έβολα είχε βαθιά προσωπική εμπλοκή». Όπως επισημαίνει ο γραμματέας του Ιδρύματος “Julius Evola”, Τζιανφράνκο ντε Τούρις (Gianfranco de Turris) [1] «Οι ιδέες του Julius Evola, αντίθετα με εκείνες πολλών άλλων διάσημων στοχαστών του 20ου αιώνα, παραμένουν πάντα ζωντανές και προκαλούν φόβο στους επικριτές του, είτε αυτοί ανήκουν στην αριστερά, είτε στη φιλελεύθερη δεξιά».
[1] Ο Gianfranco de Turris (γεν. 1944, Ρώμη) είναι Ιταλός δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, συγγραφέας και μελετητής της λογοτεχνίας του φανταστικού στην Ιταλία. Πρώην αναπληρωτής αρχισυντάκτης του Giornale Radio Rai για τον πολιτισμό, κατέχει τη θέση του συμβούλου σύνταξης για τον εκδοτικό οίκο Edizioni Mediterranee της Ρώμης, ο οποίος εξέδωσε τα σημαντικότερα έργα του Έβολα. Είναι επίσης γραμματέας του Ιδρύματος Julius Evola, για λογαριασμό του οποίου φροντίζει για όλες τις επανεκδόσεις των βιβλίων του σπουδαίου φιλοσόφου. Στη δεκαετία του εξήντα επιμελήθηκε την αφηγηματική ενότητα του περιοδικού επιστημονικής φαντασίας Oltre il cielo. Είναι συγγραφέας πολλών άρθρων, δοκιμίων και βιβλίων για τη λογοτεχνία φαντασίας, ιδιαίτερα για τους J. R. R. Tolkien και H. P. Lovecraft. Υπήρξε διευθυντής του L’Altro Regno, ενός περιοδικού παρουσίασης και κριτικής βιβλίων της λογοτεχνίας του φανταστικού που εκδόθηκε από τις αρχές μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα. Η δημοσιογραφική και συγγραφική του δραστηριότητα περιλαμβάνει συνεργασίες με πλήθος εφημερίδων και περιοδικών όπως L’Italiano, Il Conciliatore, La Destra, Inervento, Linea, Secolo d’Italia, Il Tempo, Roma, Dialoghi, Il Giornale d’Italia, Linus, Horror, Pianeta, κ.α.
Παύλος Γκάσταρης