Ήταν 29 Ιουλίου του έτους 1014, ο ήλιος ανέτελλε στον ουρανό της μεσαιωνικής Μακεδονίας ρίχνοντας τις πρώτες του ακτίνες στα βουνά και τις κοιλάδες που θα γίνονταν μάρτυρες της μεγαλύτερης σύγκρουσης των καιρών εκείνων. Ο Βασίλειος Β’, ο Βουλγαροκτόνος, όπως θα τον ονόμαζαν οι αιώνες που θα ακολουθούσαν, προετοιμαζόταν για την αποφασιστική μάχη στο πέρασμα του Κλειδίου.
Από το 976, όταν ανέλαβε τον θρόνο του Βυζαντίου, ο Βασίλειος είχε αφιερώσει την ψυχή και το σώμα του στον αγώνα κατά της Βουλγαρίας, που βρισκόταν υπό την ηγεσία του δαιμόνιου Σαμουήλ. Η πρώτη του εκστρατεία, στις Πύλες του Τραϊανού το 986, είχε καταλήξει σε καταστροφή που παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή του ίδιου του Αυτοκράτορα. Όμως, ο Βασίλειος δεν ήταν άνθρωπος που εγκατέλειπε εύκολα. Μέσα στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, όσο ο Αυτοκράτορας κατέστελλε τις εσωτερικές επαναστάσεις και απέκρουε τις επιθέσεις των Φατιμιδών στην Ανατολία, ο Σαμουήλ είχε καταφέρει να ανακαταλάβει τα περισσότερα από τα εδάφη που είχε χάσει. Τελικά, η επίθεση του στη Νότια Ελλάδα κατέληξε σε μεγάλη ήττα στη μάχη του Σπερχείου το 996, όμως ο πόλεμος συνεχιζόταν.
Το 1000, ο Βασίλειος άρχισε μια νέα σειρά επιθέσεων στη Βουλγαρία, κατακτώντας τη Μοισία και το Βίντιν, νικώντας τον Σαμουήλ στη μάχη των Σκοπίων και επανακτώντας τον έλεγχο στη Θεσσαλία και τη νότια Μακεδονία. Ήταν η σειρά των βυζαντινών να αρχίσουν συνεχείς επιδρομές εντός των βουλγαρικών εδαφών. Ο Σαμουήλ, παρά τις λίγες του επιτυχίες, αδυνατούσε να ανακόψει την ορμή του Βασιλείου.
Η αποφασιστική στιγμή πλησίαζε. Ο Σαμουήλ ήξερε πως οι Βυζαντινοί θα επιτίθονταν από τις ορεινές περιοχές και οχύρωσε το πέρασμα του Κλειδίου στον Στρυμόνα, ορίζοντας εκεί την τελευταία γραμμή άμυνας. Εκεί, ο Σαμουήλ συγκέντρωσε 45.000 στρατιώτες για να αντιμετωπίσει τον Βασίλειο.
Ο βυζαντινός στρατός, περνώντας από την Κομοτηνή, τη Δράμα και τις Σέρρες, έφθασε στο χωριό του Κλειδίου. Εκεί, βρήκαν ένα στιβαρό ξύλινο τείχος με Βούλγαρους στρατιώτες να τους περιμένουν. Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν αμέσως, αλλά υποχώρησαν με βαριές απώλειες. Ο Σαμουήλ προσπάθησε να απομακρύνει τον Βασίλειο, στέλνοντας μεγάλο στρατό στη Νεστορίτσα, αλλά αυτή η τακτική απέτυχε, καθώς ο Θεοφύλακτος Βοτανειάτης νίκησε τους Βούλγαρους και επέστρεψε για να ενωθεί με τον Βασίλειο.
Η πρώτη απόπειρα του Βασιλείου να διαπεράσει το πέρασμα απέτυχε. Ωστόσο, ο Αυτοκράτορας δεν απογοητεύτηκε. Διέταξε τον Νικηφόρο Ξιφία να περικυκλώσει τους Βούλγαρους, ενώ ο ίδιος θα πολιορκούσε το τείχος. Στις 29 Ιουλίου, ο Ξιφίας εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση από τα νώτα των Βουλγάρων, με τρομακτικούς αλαλαγμούς προκαλώντας αναρχία στον εχθρό. Οι Βούλγαροι στρατιώτες άφησαν το οχυρό τους για να αντιμετωπίσουν τη νέα απειλή, δίνοντας στον Βασίλειο την ευκαιρία να διαπεράσει το τείχος καταστρέφοντας το.
Η μάχη εξελίχθηκε σε μια απόλυτη πανωλεθρία για τους Βουλγαρους. Οι στρατιώτες του Σαμουήλ βρέθηκαν σε καθεστώς σύγχυσης απέναντι στην κίνηση αντιπερισπασμού των βυζαντινών. Πολλοί σκοτώθηκαν και άλλοι αιχμαλωτίστηκαν ενώ προσπαθούσαν να ξεφύγουν προς τα δυτικά. Ο ίδιος ο Σαμουήλ και ο γιος του, Γκαβριήλ Ραντομίρ, κατάφεραν να διαφύγουν με δυσκολία. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, 8 με 15 χιλιάδες αιχμάλωτοι Βούλγαροι οδηγήθηκαν μπροστά στον Βασίλειο, ο οποίος αποφάσισε να τους τιμωρήσει παραδειγματικά.
Πολλές φορές στο παρελθόν ο Σαμουήλ και οι ορδές του είχαν ηττηθεί και είχαν δηλώσει υποταγή προκειμένου να σωθούν εκμεταλλευόμενοι την μεγαλοψηχία του Βασιλείου. Πάντοτε όμως, τελικά καταπατούσαν τους όρκους τους ξεκινώντας νέες σφαγές εναντίον των Ελλήνων. Έτσι, απέναντι σε αυτή την ατιμία, ο Αυτοκράτορας αποφάσισε να τους επιβάλλει την ποινή που προβλεπόταν για τους προδότες. Χώρισε τους αιχμαλώτους σε ομάδες των εκατό και τύφλωσε τους 99 από κάθε ομάδα, αφήνοντας τον εκατοστό με ένα μάτι για να οδηγήσει τους υπόλοιπους πίσω στα χωριά τους.
Αυτό, σήμανε και το τέλος του Σαμουήλ που, όταν είδε τους τυφλούς υπηκόους του να επιστρέφουν, έπεσε νεκρός από το σοκ. Από εκείνη την ημέρα, ο Βασίλειος Β’ θα ήταν γνωστός ως Βουλγαροκτόνος, ο καταστροφέας της Βουλγαρίας. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε καταφέρει ένα αποφασιστικό χτύπημα στους εχθρούς της, ανοίγοντας τον δρόμο για την εδραίωση της κυριαρχίας της στα Βαλκάνια.
Ο Βασίλειος Β’ στεκόταν θριαμβευτής, όχι μόνο ως στρατηγός και πολεμιστής, αλλά ως ένας από τους μεγαλύτερους ηγέτες που γνώρισε ποτέ η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το όνομά του θα ζούσε για πάντα στους θρύλους, ως ο αυτοκράτορας που γονάτισε την Βουλγαρία και επανέφερε τη δόξα στην Αυτοκρατορία του μεσαιωνικού Ελληνισμού.