Ο Ernst Heinrich Philipp August Haeckel υπήρξε διαπρεπής βιολόγος, φυσιοδίφης, φιλόσοφος, φυσικός και καλλιτέχνης, με το ευρύ γνωστικό του πεδίο να τον ανάγει σε έναν επί της ουσίας αναγεννησιακό άνθρωπο, σε έναν πανεπιστήμων και πολυπράγμονα νου, ο οποίος έθεσε τις βάσεις της Οικολογίας. Η επιστήμη αυτή συνίσταται στην μελέτη του μεγέθους και της διάδοσης των πληθυσμών των ζώντων οργανισμών, καθώς και του τρόπου με τον οποίο οι ιδιότητες αυτές επηρεάζονται από την αλληλεπίδραση μεταξύ των οργανισμών και του περιβάλλοντος τους. Πρόκειται για έναν επιστημονικό τομέα, που τόσο ως έννοια, όσο και ως πολιτική, έχει αποτελέσει αντικείμενο σφετερισμού από διάφορα κινήματα αριστερού χαρακτήρα και πεποιθήσεων. Οι συγκεκριμένοι τσαρλατάνοι εντελώς λανθασμένα, μα και σκοπίμως, περιορίζουν το περιεχόμενο της Οικολογίας εκτός του «ανθρωπίνου είδους», ερχόμενοι σε πλήρη αντίθεση με τον «πατέρα» της.
Ο von Haeckel σπούδασε Ιατρική και Φυσιογραφικές Επιστήμες στο Βερολίνο κατά το διάστημα 1854 – 1857, ενώ το επάγγελμα του ιατρού το άσκησε για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, καθώς μετέπειτα αποφάσισε να εμπλουτίσει το πεδίο των επιστημονικών του γνώσεων σπουδάζοντας Ζωολογία στην Ιένα, όπου απέκτησε και το διδακτορικό του. Έκτοτε ασχολήθηκε ως επί το πλείστον με φυσιογνωστικές έρευνες και μελέτες. Ακολούθως έγινε λέκτορας και, το 1862, έκτακτος καθηγητής Συγκριτικής Ανατομίας και διευθυντής του Ζωολογικού Ινστιτούτου. Όσον αφορά στα συγγράμματα του, το δημοσιευμένο καλλιτεχνικό του έργο υπό τον τίτλο «Kunstformen der Natur» (Καλλιτεχνικές μορφές της φύσης) περιλαμβάνει πάνω από εκατό λεπτομερείς πολύχρωμες εικονογραφήσεις ζώων και θαλάσσιων πλασμάτων, ενώ σε φιλοσοφικό επίπεδο συνέγραψε το έργο «Die Welträtsel» (Το αίνιγμα του κόσμου), καθώς επίσης και το «Freie Wissenschaft und freie Lehre» (Ελευθερία στην Επιστήμη και την Διδασκαλία), για να υποστηρίξει την διδασκαλία της εξέλιξης.
Υπήρξε ο κατ’ εξοχήν θεμελιωτής του όρου «Οικολογία» στην επιστήμη, καθώς και των όρων «φύλο», «φυλογένεση» και «πρώτιστα όντα», που αποτέλεσαν αποκλειστικά δικές του εισηγήσεις στο πεδίο της Βιολογίας. Ανακάλυψε, περιέγραψε και ονόμασε χιλιάδες νέα είδη (μερικά από τα πιο όμορφα, κατά τον ίδιο, είδη μέδουσας φέρουν το όνομα της συζύγου του) και υπήρξε πρόδρομος του Watson, ο οποίος το 1953 προέβη στην εξέχουσας σημασίας βιολογική ανακάλυψη της δομής του DNA, ήτοι του μοντέλου της διπλής έλικας. Συνδυάζοντας τις θεωρίες του Δαρβίνου και του Λαμάρκ, υπό το ιδεαλιστικό πρίσμα της «Φυσικής Φιλοσοφίας», συνέγραψε το έργο «Generelle Morphologie der Organismen» (Γενική Μορφολογία των Οργανισμών). Όσον αφορά στην σύλληψη και την διατύπωση των θεωριών του, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι πηγή έμπνευσης υπήρξε και το Ελληνικό στοιχείο, καθώς θεμέλιο της σκέψης του αποτέλεσαν οι ιδέες και οι πεποιθήσεις των αρχαίων Ελλήνων προσωκρατικών φιλοσόφων.
Κανείς σήμερα δεν μπορεί να μιλήσει για την εξέλιξη και την φυσιολογία των ειδών χωρίς να χρησιμοποιήσει έννοιες που θεμελιώθηκαν από τον Heackel, που κέρδισε τον θαυμασμό ακόμα και του ίδιου του Κάρολου Δαρβίνου. Κι όμως, το έργο του συχνά παραβλέπεται με… αμηχανία εξαιτίας των συμπερασμάτων που εξήγαγε για την ανθρώπινη φύση. Κατ’ αρχάς, θεωρούσε ότι οι πρώτοι οργανισμοί προήλθαν από ανόργανη ύλη, κάτι όμως που σύμφωνα με τα δυτικά ιερατεία έθετε υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη του Θεού ως μια υπεράνθρωπη πνευματική οντότητα, ερχόμενο σε αντίθεση με το πρότυπο του εξωκοσμικού στοιχείου. Στην πραγματικότητα όμως, στην σκέψη του Haeckel κυριαρχούσε η ταύτιση του Θεού με την Φύση ως σύνολο. Παράλληλα πρότεινε την εφαρμογή της Θεωρίας της Εξέλιξης για την επίλυση των φιλοσοφικών και θρησκευτικών προβλημάτων, προβάλλοντας την ουσιώδη σύζευξη υλικού και πνευματικού κόσμου που οδηγεί στο «Ένα», ερχόμενος έτσι εγγύτερα στην έννοια του μονισμού.
Για την σύγχρονη επιστημονική κοινότητα, η οποία άγεται εν πολλοίς από αντιεπιστημονικά και αντιφυσικά ιδεολογήματα, αυτό που έχει καταστήσει τον Haeckel μια «άβολη» προσωπικότητα είναι οι επιστημονικές θέσεις του περί των ανθρωπίνων φυλών. Ειδικότερα, ασχολήθηκε με την ανθρώπινη φυλογένεση για 45 χρόνια, ξεκινώντας με το «Stettiner Vortrag» (Ομιλία στην πόλη Stettin) το 1863 και τελειώνοντας με το «Unsere Ahnenreihe» (Οι πρόγονοί μας) το 1908. Σε αντίθεση με τον Δαρβίνο, ο οποίος απλώς υπέθεσε την καταγωγή του ανθρώπου από έναν πρόγονο που έμοιαζε με πίθηκο, ο Haeckel προσπάθησε να ανακατασκευάσει και να οπτικοποιήσει την ακριβή πορεία της ανθρώπινης προέλευσης. Για αυτόν, η εφαρμογή των επιστημονικών ευρημάτων στην ανθρώπινη πραγματικότητα ήταν το σημαντικότερο μέρος κάθε θεωρίας. Ακολουθώντας την υπόθεση ότι πολλά πρωτόγονα ανθρώπινα είδη συνυπήρχαν κάποτε στην Γη, κάτι που σήμερα είναι ευρέως αποδεκτό, ο Haeckel κατέληξε ότι διαφορετικά ανθρώπινα είδη μπορεί να υπάρχουν μέχρι σήμερα. Παρατήρησε ότι, ακόμα και στην εποχή του, η ανθρωπότητα εξακολουθούσε να αποτελείται από πολλές ανθρώπινες φυλές τόσο διαφορετικές μεταξύ τους που θα μπορούσαν να θεωρηθούν διαφορετικά είδη, τοποθετημένα σε μια εξελικτική ιεραρχία. Για την αποτύπωση αυτής της ιδέας σχεδίασε τα περίφημα «φυλογενετικά δέντρα».
Κατά τον Haeckel, η ανθρωπότητα αποτελούνταν από 12 είδη, υποδιαιρούμενα σε 36 φυλές. Αυτά τα ανθρώπινα είδη καταγράφονταν, μεταξύ άλλων, ιεραρχικά από τα «χαμηλότερο» (πλησιέστερα στους πιθήκους) στα «υψηλότερα» (υψηλότερη πνευματική ανάπτυξη). Οι Μεσογειακοί εμφανίζονται ως το υψηλότερο είδος εκ των 12 και κοιτίδα όλων των Ευρωπαίων, ενώ στο χαμηλότερο επίπεδο βρίσκονταν φυλές όπως οι «Hottentots» (νέγροι της νοτίου Αφρικής), οι Παπούα και οι Αβορίγινες της Αυστραλίας. Ο Haeckel ήταν σαφής πως αυτή η ταξινόμηση είναι βιολογικής φύσεως, τονίζοντας ότι η πολιτισμική διαφοροποίηση αποτελεί παράγωγο της βιολογίας. Στο έργο του «Natürliche Schöpfungsgeschichte» (Η Ιστορία της Δημιουργίας) γράφει σχετικά: Όλες οι προσπάθειες εισαγωγής πολιτισμού μεταξύ αυτών, και πολλών από τις άλλες φυλές του κατώτερου ανθρώπινου είδους, δεν είχαν ως τώρα αποτέλεσμα. είναι αδύνατο να εμφυτευθεί η ανθρώπινη κουλτούρα εκεί όπου το απαραίτητο έδαφος, δηλαδή η τελειοποίηση του εγκεφάλου, λείπει.
Σε αντίθεση με το γελοίο αφήγημα των αντιρατσιστών, που λίγο-πολύ περιγράφει κάθε φυλετιστή επιστήμονα σαν κάποιου είδους μοχθηρό δουλέμπορο, η πρόθεση των φυλετικών διαγραμμάτων του Haeckel δεν ήταν να υποτιμήσει άλλες φυλές ούτε να υποστηρίξει πολιτικές εκμετάλλευσης τους. Αντιθέτως, πρότεινε λογικές θεωρίες βιολογικής ανθρωπολογίας βασισμένες σε συγκριτικές ανατομικές, φυλογενετικές και οντογενετικές μελέτες. Δεν απέρριψε ούτε την θεωρία της κοινής καταγωγής, αλλά διέφερε από τον Δαρβίνο, και άλλους, ως προς το πόσο πίσω μπορεί να τοποθετηθεί ο τελευταίος κοινός πρόγονος όλων των φυλών. Επιπλέον, ο Haeckel δεν ήταν ένας απλός «θεωρητικολόγος» από την ασφάλεια του γραφείου του. Αντίθετα, γύρισε ολόκληρο τον κόσμο προκειμένου, κατά το δυνατόν, να τεκμηριώσει στο πεδίο τις θεωρίες του. Το 1859/60 ταξίδεψε στην Ιταλία, το 1866 στις Κανάριες νήσους, το 1866 στη Νορβηγία, το 1870 στην Ασία, το 1875 στην Κορσική, το 1876 στη Σκωτία, το 1878 στη Βρετάνη, το 1897 και πάλι στην Ασία, το 1898 στο Αλγέρι και το 1897 στη Ρωσία. Εκτός από αυτά τα «μικρά ταξίδια», ο Haeckel επισκέφτηκε και τροπικές περιοχές (όπως η Σρι Λάνκα, η Ιάβα και η Σουμάτρα). Σε αυτές τις μακροχρόνιες επιστημονικές αποστολές σε τροπικά νησιά, ήρθε σε άμεση επαφή με τους ντόπιους πληθυσμούς, και όχι μόνο δεν άλλαξε γνώμη αλλά παρέμεινε πεπεισμένος φυλετιστής μέχρι το τέλος της ζωής του.
Για τον Ernst Haeckel τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων της οικονομίας και του πολιτισμού, ορίζονται από βιολογικούς παράγοντες, ενώ ακόμα και η Ψυχολογία θα έπρεπε να αποτελεί κλάδο της Φυσιολογίας. Η διαρκής επιστημονική μελέτη του είχε ενσταλάξει την πεποίθηση ότι τα χαρακτηριστικά και η συμπεριφορά κάθε λαού επηρεάζεται από τα φυλετικά του γονίδια. Έτσι, πίστευε ότι τα Έθνη πρέπει να έχουν την αυτοτέλεια και την ανεξαρτησία τους. Σε επίπεδο φιλοσοφικό θεωρούσε ότι κάθε ψυχική διεργασία προς τα άνω ακολουθούσε τους νόμους επιβίωσης όπως συμβαίνει στους βιολογικούς οργανισμούς. Υπήρξε έτσι ένας φλογερός Εθνικιστής και αυτός ο συγκερασμός των Εθνικιστικών Ιδεών με την Οικολογία άσκησε ουσιαστική επίδραση στο Γερμανικό Ρομαντικό Κίνημα, και γενικότερα στον Εθνικό Ρομαντισμό. Απεβίωσε, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια παρακαταθήκη, στις 9 Αυγούστου του 1919.
Πηγή: antepithesi.gr