Ο Ιρλανδός επαναστάτης Michael Collins υπήρξε ιδρυτής του Ιρλανδικού Ελεύθερου Κράτους, του επαναστατικού κράτους που ίδρυσαν οι εθνικιστές το 1919. Με τον αγώνα του συνέβαλε στην ανεξαρτητοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της Ιρλανδίας από τα βρετανικά δεσμά. Γεννήθηκε στην επαρχία του Cork το 1890 και μεγάλωσε σε ένα όμορφο αλλά απομονωμένο μέρος της νοτιοδυτικής Ιρλανδίας.
Στην Εθνική Σχολή του Lisavair όπου φοιτούσε, εμπνεύστηκε από τον δάσκαλο του, ο οποίος ανήκε σε μια μυστική οργάνωση, την “Ιρλανδική Δημοκρατική Αδελφότητα” (Irish Republican Brotherhood), η οποία στόχευε στην ανεξαρτητοποίηση της Ιρλανδίας από την Μεγάλη Βρετανία. Επηρεάστηκε επίσης από ιστορίες μεγαλύτερων ντόπιων οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στην Εξέγερση του 1798, η οποία διεξήχθη υπό την καθοδήγηση της “Εταιρείας των Ηνωμένων Ιρλανδών”. Από αυτές τις ιστορίες ο Collins έμαθε για την Ιρλανδική υπερηφάνεια, εμπνεύστηκε από τις εξεγέρσεις, οργιζόταν με τις εκτελέσεις και την εθνική, κοινωνική και οικονομική καταπίεση των καιρών του, τον πλήγωνε η εν γένει άσχημη αντιμετώπιση των Βρετανών στους συμπατριώτες του.
Το 1906 ο Michael Collins μετακόμισε στο Λονδίνο για να εργαστεί ως ταχυδρομικός κλητήρας. Για μια δεκαετία έζησε εκεί, όπου συμμετείχε σε διάφορες ιρλανδικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων η Γαελική Λίγκα, ένας σύλλογος προώθησης της Ιρλανδικής γλώσσας. Εκείνη την περίοδο επηρεάστηκε από τα γραπτά του Arthur Griffith, Ιρλανδού Εθνικιστή και ιδρυτή του πολιτικού οργανισμού Sinn Fein. Το 1909 ο Collins έγινε και ο ίδιος μέλος της IRB, και αργότερα θα γινόταν ο ταμίας της οργάνωσης στην Νότιο Αγγλία. Έως τότε είχε ήδη αναδειχθεί ως ηγετική προσωπικότητα. Υπήρξε μεγαλόσωμος και ψηλός, ένας αθλητής με υψηλή αντοχή, ενώ διέθετε και έναν ισχυρό χαρακτήρα, δημιουργώντας εγκάρδιους φίλους αλλά και φανατικούς εχθρούς.
Το 1916 επέστρεψε στην Ιρλανδία για να συμμετάσχει στην Εξέγερση του Πάσχα. Μετά την καταστολή της εξέγερσης, φυλακίστηκε στην Βόρειο Ουαλία μαζί με τους περισσότερους επαναστάτες της IRB. Μετά την απελευθέρωση των κρατουμένων τον Δεκέμβριο του 1916, ο Collins πήγε στο Δουβλίνο, όπου σύντομα διακρίνεται ως ένας εκ των ηγετών του αναγεννημένου εθνικιστικού επαναστατικού κινήματος. Μετά την νίκη στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1918, οι επαναστάτες εγκαθίδρυσαν το Ιρλανδικό Κοινοβούλιο (Dail Eireann), τον Ιανουάριο του 1919, το οποίο αποτέλεσε την θεσμική διακήρυξη της Ιρλανδικής Δημοκρατίας. Οι απόπειρες των δυνάμεων κατοχής ώστε να κατασταλεί το κίνημα, αντιμετωπίστηκαν εκ μέρους του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (Irish Republican Army) με τις πρωτοπόρες για την εποχή μεθόδους του περίφημου αντάρτικου πόλης.
Ο Collins διαδραμάτισε ίσως τον πλέον σημαντικό ρόλο σε αυτόν τον αγώνα. Ως επικεφαλής του τομέα πληροφοριοδότησης στον IRA, αποδεκάτισε το δίκτυο της βρετανικής κατασκοπείας στην Ιρλανδία και το αντικατέστησε με ένα ιρλανδικό αντίστοιχο. Ταυτόχρονα συμμετείχε σε στρατιωτικά έργα, ανέλαβε την ηγεσία της IRB, και ως υπουργός Οικονομικών στην Δημοκρατική κυβέρνηση, κατάφερε να συγκεντρώσει σημαντικά ποσά υπέρ του επαναστατικού σκοπού. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες, οι Βρετανοί απέτυχαν να τον αιχμαλωτίσουν ή να παρακωλύσουν την δράση του. Ο «Μεγάλος» μετατράπηκε σε είδωλο και θρυλική φιγούρα στην πατρίδα του, ενώ και στην Βρετανία απέκτησε φήμη για την τόλμη, την ευρηματικότητα και την σκληρότητα του.
Μετά την εκεχειρία τον Ιούλιο του 1921, ο Collins αποδέχθηκε διστακτικά την πρόταση του Ιρλανδού προέδρου Éamon de Valera να συμμετάσχει στις ειρηνευτικές συνομιλίες. Κατά την διάρκεια των φθινοπωρινών διαπραγματεύσεων, οι Βρετανοί αρνήθηκαν πεισματικά οποιονδήποτε συμβιβασμό που θα περιελάμβανε αναγνώριση της Ιρλανδικής Δημοκρατίας. Αντιθέτως, πρότειναν για την Ιρλανδία το καθεστώς της Κτήσεως (ως αυτόνομη, αλλά μέλους της βρετανικής κοινοπολιτείας) με δικαίωμα εξαιρέσεως για την προτεσταντική Βόρειο Ιρλανδία. Ο Collins δέχθηκε αυτούς τους όρους, πιστεύοντας πως τυχόν απόρριψη τους θα σήμαινε εκ νέου πόλεμο και γρήγορη ήττα για την Ιρλανδία, ενώ η προτεινόμενη συνθήκη θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα σε ελευθερία και ενοποίηση της χώρας. Από κοινού με τον Arthur Griffith υπέγραψαν την συμφωνία στις 6 Δεκεμβρίου του 1921, η οποία επικυρώθηκε και από το Ιρλανδικό Κοινοβούλιο.
Ο de Valera και πολλοί από τους “Δημοκρατικούς” αρνήθηκαν να δεχθούν την συνθήκη, πιστεύοντας πως επρόκειτο για προδοσία των αγώνων και κλονισμό της υπόστασης του νεοσύστατου κράτους, και θα σηματοδοτούσε την συνέχεια της βρετανικής κυριαρχίας. Καθώς οι Βρετανοί εκκένωναν την Νότιο Ιρλανδία, οι Collins και Griffith έκαναν ότι μπορούσαν για να επιβάλουν τους όρους της συνθήκης. Βρέθηκαν ωστόσο αντιμέτωποι με μια ένοπλη μερίδα των Δημοκρατικών. Ο Collins προσπάθησε απελπισμένα να ικανοποιήσει όσους αντιτάχθηκαν στην συνθήκη, χωρίς παράλληλα να την εγκαταλείψει, αλλά στάθηκε αδύνατο να κρατήσει τις ισορροπίες. Στα τέλη του Ιουνίου του 1922, αφού ο λαός είχε στηρίξει την συμφωνία μέσω εκλογών, ο Collins συμφώνησε να χρησιμοποιηθεί βία ενάντια στην αντιπολίτευση. Η ενέργεια του αυτή δυστυχώς προκάλεσε έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο ο στρατός του Ελεύθερου Ιρλανδικού Κράτους τελικά επικράτησε των ριζοσπαστών ανταρτών του IRA.
Ο ίδιος όμως δεν έζησε ως το τέλος του εμφύλιου σπαραγμού. Ο πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης Ιρλανδίας δολοφονείται σε ενέδρα στο Cork στις 22 Αυγούστου του 1922. Η συνθήκη που του κόστισε την ζωή δεν έμελλε να διευθετήσει οριστικά το ιρλανδικό ζήτημα, παρά τις ελπίδες να αποτελέσει αυτό το εγχείρημα ένα πρώτο βήμα για την ειρηνική απόκτηση πλήρους πολιτικής ελευθερίας για το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας. Τα γεγονότα εκείνων των κρίσιμων ημερών φέρνουν στην επιφάνεια μια αέναη και διαχρονικά αμφιλεγόμενη συζήτηση, που αφορά τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ του “πολιτικώς εφικτού” ενός στυγνού πραγματισμού, και της ρομαντικής μέχρι τέλους συνέχισης της μάχης μέχρι την απόλυτη επικράτηση των αιτημάτων μιας εθνικής επανάστασης.
Η μητέρα του Ιρλανδού ακτιβιστή, εν όπλοις αγωνιστή Michael Collins, αποκαλούσε το παιδί της «my laughing boy», ήτοι το «το γελαστό μου παιδί». Ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Brendan Behan, σε ηλικία μόλις 13 ετών έγραψε το 1936 την παγκοσμίως ξακουστή μπαλάντα «The laughing boy» για αυτόν τον ένθερμο πατριώτη, Εθνικιστή ηγέτη του Ιρλανδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Ένα λαϊκό μοιρολόι που είναι η ατέρμονη ιστορία των φτωχών, η αναπόληση της παλιάς Ιρλανδίας.
‘t was on an August morning, all in the morning hours
I went to take the warming air all in the month of flowers
And there I saw a maiden and heard her mournful cry:
Oh, what will mend my broken heart? I’ve lost my laughing boy!
So strong, so wild, so brave he was, I’ll mourn his loss too sore
when thinking that we’ll hear the laugh or springing step no more
Ah, curse the time, and sad the loss my heart to crucify,
that an Irish son with a rebel gun shot down my laughing boy!
Oh, had he died by Pearse’s side or in the G.P.O.
killed by an English bullet from the rifle of the foe,
or forcibly fed while Ashe lay dead in the dungeons of Mountjoy,
I’d have cried with pride at the way he died, my own dear laughing boy.
My pristine love, can ageless love do more than tell to you:
Go raibh míle maith agat for all you tried to do
For all you did and would have done my enemies to destroy
I’ll prize your name and guard your fame, my own dear laughing boy!