Μια από τις πιο θλιβερές επετείους της νεότερης Ελληνικής ιστορίας είναι αυτή της κατάρρευσης του μικρασιατικού μετώπου που οδήγησε σε εθνική, στρατιωτική ήττα και συντριβή, αλλά και στον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από την μικρασιατική γη. Τα δραματικά αυτά γεγονότα των μηνών Αυγούστου και Σεπτεμβρίου του 1922 έχουν καταγραφεί στο σύνολό τους υπό τον ιστορικό όρο «Μικρασιατική καταστροφή».
Η ήττα του 1922, θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτήν του 1453 και να θεωρηθεί ως μεγαλυτέρα ακόμα, διότι η συγκεκριμένη ήττα συνοδεύτηκε από τον ξεριζωμό της (από χιλιάδων ετών) Ελληνικής παρουσίας από την Ιωνική γη. Παρ’ όλο που η επέτειος της Μικρασιατικής καταστροφής δεν μνημονεύεται επισήμως από τις ελληνικές αρχές, εκείνη έχει περάσει και έχει εντυπωθεί στο φυλετικό ασυνείδητο μέσω μιας κορυφαίας σκηνής του δράματος, όπως είναι αυτή της σφαγής και της πυρπόλησης της Σμύρνης. Οι τραγικές σκηνές από την Σμύρνη του 1922 μπορούν και συγκινούν περισσότερο από εκατό χρόνια μετά.
Ήταν πρωί του Σαββάτου, 27 Αυγούστου, όταν οι πρώτοι έφιπποι Τσέτες εισέβαλαν στην Σμύρνη. Την διοίκηση ανέλαβε ο, γνωστός ως σφαγέας της Σμύρνης, Νουρεντίν. Από το ίδιο βράδυ άρχισαν να γίνονται λεηλασίες, φόνοι και βιασμοί. Την επόμενη ημέρα και ενώ καταφθάνουν τούρκικες τακτικές δυνάμεις, οι σφαγές και οι καταστροφές άρχισαν να συστηματοποιούνται στις Ελληνικές γειτονιές και στην αρμενική συνοικία. Τα πλοία που ευρίσκοντο κοντά στην προκυμαία δεν δέχονταν πρόσφυγες. Όσο για τους Σμυρνιούς, άλλοι μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και άλλοι σπεύδουν να βρουν προστασία σε νεκροταφεία και εκκλησίες. Ηρωική μορφή στην τραγωδία της πόλης στάθηκε ο Μητροπολίτης της, Χρυσόστομος, για τον οποίον αναντίρρητα αξίζει να γραφτούν κάποια πράγματα τα οποία κανένα ελληνόπουλο δεν διδάσκεται στα παρακμιακά σχολεία της μεταπολίτευσης.
Ο Χρυσόστομος γεννήθηκε στην σκλαβωμένη Ιωνία και ανέλαβε την πρώτη μητροπολιτική του έδρα στην Δράμα, την εποχή που η βουλγαρική προπαγάνδα οργίαζε και οι κομιτατζήδες με την εγκληματική τους δράση προσπαθούσαν να εκβουλγαρίσουν την Ελληνική Μακεδονία. Από εκεί ξεκίνησε την μεγάλη Εθνική του δράση χτίζοντας Ελληνικά σχολεία, οργανώνοντας ομάδες Μακεδονομάχων ανταρτών, ακόμα και διασώζοντας αρχαιολογικά ευρήματα που μαρτυρούσαν την Ελληνικότητα του τόπου. Το 1911 ο Χρυσόστομος ανέλαβε Μητροπολίτης στην Σμύρνη ξεκινώντας έναν τιτάνιο αγώνα για την πνευματική θεμελίωση της Μεγάλης Ιδέας. Όταν οι τούρκοι εισέβαλαν στην πόλη της Σμύρνης, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος παρέμενε σε αυτήν, αρνούμενος να φύγει μαζί με τις υπόλοιπες ελληνικές αρχές. Ακόμα και μετά την έναρξη της επέλασης των τούρκων, ο Ιεράρχης αρνήθηκε την μεσολάβηση ξένων διπλωματών που προθυμοποιήθηκαν να τον βοηθήσουν να διαφύγει. Παρέμεινε μόνος, όρθιος Ιωνικός στύλος, η μόνη Ελληνική Αρχή στην πόλη που κατακλυζόταν από τους βαρβάρους του Κεμάλ.
Την ίδια ημέρα, στις 27 Αυγούστου το βράδυ, κλήθηκε ο Χρυσόστομος να παρουσιαστεί στον τούρκο φρούραρχο Νουρεντίν μαζί με δύο δημογέροντες. Μόλις τον αντίκρισε ο δυνάστης, του είπε: «Εσύ είσαι ο παπάς που βρίζεις τους τούρκους; Γουρούνι, θα δεις τι τιμωρία σου ετοιμάζω. Εσύ κι οι Έλληνες σου είστε λαός χαμάληδων και χαμάληδες θα σε δικάσουν». Έτσι και έγινε. Σε μια από τις αίθουσες του δικαστηρίου είχαν συγκεντρωθεί άνθρωποι του υποκόσμου, χαμάληδες και τουρκικά κακοποιά στοιχεία προκειμένου να τον δικάσουν. Μόλις εμφανίστηκε αγέρωχος ο Ιεράρχης, αυτοί άρχισαν να τον φοβερίζουν, να του τραβούν τα γένια και τα ράσα και να τον εμπτύουν. Ενστικτωδώς οι Σμυρνιοί δημογέροντες προσπάθησαν να προστατεύσουν τον Ιεράρχη τους, αλλά οι τούρκοι τους έδεσαν προκειμένου να δουν το μαρτύριο και τον εξευτελισμό του θρησκευτικού τους ηγέτη. Το λαϊκό δικαστήριο των εγκληματιών έβγαλε την απόφασή του, η οποία ήταν: «Να σταυρωθεί… να σταυρωθεί όπως ο Χριστός τους».
Ο Νουρεντίν διέταξε τον έφεδρο λοχαγό του τουρκικού στρατού Ρουστέμ Βάσιτς να εκτελέσει την απόφαση του όχλου. Ο Βάσιτς κατεβαίνοντας τα σκαλιά του διοικητηρίου μαζί με τους τρεις μελλοθάνατους, τον Χρυσόστομο και τους δημογέροντες, δεν προλαβαίνει να βγει στο προαύλιο αφού ξεπροβάλλει φρενιασμένος ο Νουρεντίν στο κεφαλόσκαλο και τραβώντας το περίστροφό του πυροβολεί τον Χρυσόστομο. Ήταν τέτοια η λύσσα που το χέρι του έτρεμε από την οργή και αντί να πλήξει τον Χρυσόστομο, τραυμάτισε θανάσιμα έναν δημογέροντα. Με τον πυροβολισμό και την έξοδο του Χρυσοστόμου στο προαύλιο το πλήθος ορμά. Ο βαρβαρικός τουρκικός όχλος με πέτρες και ξύλα περικυκλώνει τον Χρυσόστομο, τον κτυπούν ανελέητα, του ξεριζώνουν τα γένια κι ένας αγαρηνός χαμάλης του βγάζει με το μαχαίρι του το ένα μάτι. Ο Χρυσόστομος αιμόφυρτος, σιωπηρός, περήφανος, χωρίς να ικετεύει και να λυγίζει στον εχθρό, σέρνεται από το πλήθος και αφήνει την τελευταία του πνοή αναφωνώντας: «Θεέ μου!». Ο τούρκος λοχαγός έπρεπε όμως να εκτελέσει την διαταγή που έλαβε. Έτσι λοιπόν κρέμασε το άψυχο σώμα, με τις σάρκες καταξεσκισμένες, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σμύρνης.
Με τον θάνατο του Αγίου, ο Νουρεντίν έδωσε το σύνθημα στον όχλο, στους άτακτους τούρκους και στον τακτικό στρατό για αυτό που θα ακολουθούσε τις επόμενες ημέρες, με αποκορύφωμα την εφαρμογή του σχεδίου του, το οποίο ήταν ο εμπρησμός της Ελληνικής και της αρμενικής συνοικίας. Η πυρκαγιά που τέθηκε βάσει οργανωμένου σχεδίου επεκτάθηκε σε πλάτος δύο μιλίων και σάρωσε σχεδόν ολόκληρη την πόλη αφήνοντας άθικτες την εβραϊκή και την τουρκική συνοικία. Οι Έλληνες ως μοναδική σωτηρία είχαν πλέον την θάλασσα. Σκηνές φρίκης εκτυλίχθηκαν τις ημέρες που εμαίνετο η πυρκαγιά, ενώ η προκυμαία είχε γεμίσει από πτώματα. Η καταστροφή είχε ολοκληρωθεί. Επισήμως, κανένα από τα αγκυροβολημένα πλοία των δυτικών “συμμάχων” δεν βοήθησε τους Έλληνες. Ο διεθνής τύπος πλην ελαχίστων εξαιρέσεων υποβάθμισε το γεγονός της καταστροφής και τις φρικαλεότητες των τούρκων, ενώ και η κοινή γνώμη αρκετών ξένων κρατών έδειξε μια ασυγχώρητη αδιαφορία και κράτησε μια κατ’ ουσίαν εχθρική στάση σε σημείο τέτοιο που αφέθηκε να εννοηθεί ότι «οι ίδιοι οι Έλληνες πυρπόλησαν την Σμύρνη»!
Κατά τις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1922 ολοκληρώθηκε η καταστροφή της Μικράς Ασίας, όπου γράφτηκε το προσωρινό τέλος της πραγμάτωσης του Εθνικού ονείρου της Μεγάλης Ιδέας. Ο αριθμός των θυμάτων δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί με σαφήνεια και οι διάφοροι ερευνητές και ιστορικοί δίνουν διαφορετικούς αριθμούς. Πάντως οπωσδήποτε ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες. Ο αριθμός των προσφύγων ανήλθε σε περισσότερους από ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες, οι οποίοι ξεριζωμένοι όντες από την Γη τους, αναζήτησαν στην κυρίως Ελλάδα καταφύγιο.
Η Τιμή που πρέπει στον ευπατρίδη Μητροπολίτη για την θυσία του, αλλά και η Τιμή στους Έλληνες μαχητές που πολέμησαν τα στίφη της Ανατολής, αποτελούν δυστυχώς ψιλά γράμματα για το μισελληνικό καθεστώς της κομματοκρατίας, η οποία προσπαθεί να τους καταδικάσει στην λήθη. Παρά την προκλητική πολιτική που ακολουθούν οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου εδώ και δεκαετίες με την λεγόμενη «ελληνοτουρκική φιλία», προς τέρψιν του εγκληματικού κατοχικού οργανισμού του ΝΑΤΟ, το ζων και δυναμικότερο κομμάτι του Ελληνικού Έθνους δεν μένει στα μοιρολόγια και την στυγνή και άγονη ιστορική αναδρομή. Με το Εθνικιστικό Κίνημα της Χρυσής Αυγής στην πρωτοπορία, οι τελευταίοι πιστοί της μεγαλοσύνης του Ελληνισμού στέκονται ανάχωμα σε όσους σκυλεύουν την μνήμη των κεκοιμημένων προγόνων μας, και συνεχίζουν βαστώντας αναμμένη την φλόγα αυτού του θρυλικού οράματος, με οδηγό τους σκοπούς του αγώνα που διεξήγαγαν οι ηρωικοί Έλληνες πολεμιστές της τρισένδοξης Μικρασιατικής Εκστρατείας!
Στην Μνήμη του τελευταίου Έλληνα στρατιώτη, του σαλπιγχτή που άφησε τα ιερά οστά του να λευκάζουν κάτω από τον Ήλιο της Μικρασιατικής Γης, αφιερούται το κάτωθι ποίημα του Γεωργίου Αθάνα:
Ο ΣΑΛΠΙΓΧΤΗΣ
Στερνός απ’ όλους δούπησε κι ο σαλπιγχτής στο χώμα.
Της σάλπιγγάς του ο αντίλαλος δεν είχε σβήσει ακόμα
της Μικρασίας ξετρέχοντας τα πλάτη πέρα ως πέρα
πότε αντηχούσε σα λυγμός και πότε σα φοβέρα.
Άθαφτος λυώνει ο σαλπιγχτής μες στις βροχές. Παρέκει
η σκουριασμένη σάλπιγγα πιστά του παραστέκει.
Με του χιονιού το σάβανο τους σκέπασε ο χειμώνας.
Κ’ ήταν βαρύς σαν κόλαση, μεγάλος σαν αιώνας.
Μα τι κι αν ήρθε η άνοιξη ; Μέσα στο νέο χορτάρι
Δε φαίνεται ούτε σάλπιγγα, ούτε σκεβρό κουφάρι.
Μόνο από νύχτα σε νυχτιά βγαίνει το φάντασμά του
και ψάχνει στα χαμόκλαδα να βρη τη σάλπιγγά του…
Μην αποκάμης, Σαλπιγχτή, και μη λιγοπιστήσης!
Χιλιάδες νύχτες θα διαβούν, νύχτες σιγής και φρίκης.
Μα θά ’ρθη, θά ’ρθη ένα πρωί, που εσύ θα τους χτυπήσης
με την παλιά σου σάλπιγγα τους νέους σκοπούς της νίκης!