Δεν είχε ακόμη στεγνώσει η μελάνη της Συνθήκης της Λωζάννης, όταν ένα νέο επεισόδιο συντάραξε την ελληνική κοινωνία. Στις 31 Αυγούστου του 1923 ο ιταλικός στόλος βομβάρδισε την ανοχύρωτη πόλη της Κέρκυρας και ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στο νησί καταλαμβάνοντάς το. Επρόκειτο για μια από τις πρώτες ενέργειες επίδειξης ισχύος εκ μέρους του, σχετικά πρόσφατα εγκαθιδρυμένου καθεστώτος του Μουσολίνι, ο οποίος επιδίωκε να καταστήσει την χώρα του κυρίαρχη δύναμη στην Μεσόγειο.
Αφορμή για την ιταλική εισβολή στην Κέρκυρα αποτέλεσε η δολοφονία του Ιταλού αντιπροσώπου στην Διεθνή Επιτροπή διαχάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων, στρατηγού Ενρίκο Τελίνι, και της ακολουθίας του, στις 27 Αυγούστου 1923 στον δρόμο Ιωαννίνων–Κακαβιάς. Δίχως να περιμένει τα πορίσματα των ερευνών των ελληνικών αστυνομικών αρχών, η ιταλική πλευρά θεώρησε την ελληνική κυβέρνηση υπεύθυνη για το έγκλημα και της απέστειλε στις 29 Αυγούστου τελεσιγραφική διακοίνωση 24ωρου προθεσμίας. Οι όροι της ιταλικής διακοίνωσης ήταν υπέρμετρα σκληροί και αφορούσαν την απόδοση τιμών στην ιταλική σημαία και στις σορούς των δολοφονηθέντων, την υποβολή αίτηση συγγνώμης προς την Ιταλία, την τέλεση μνημόσυνου παρουσία του υπουργικού συμβουλίου, την συμμετοχή του Ιταλού στρατιωτικού ακολούθου στην Αθήνα στις ανακρίσεις, την καταδίκη των ενόχων σε θάνατο και τέλος την καταβολή πενήντα εκατομμυρίων λιρετών στην Ιταλία.
Η ελληνική κυβέρνηση έκανε δεκτές μονάχα τις τρεις πρώτες απαιτήσεις των Ιταλών. Παρότι απέρριψε την καταβολή ενός τόσο μεγάλου χρηματικού ποσού, η ελληνική πλευρά πρότεινε να προσφέρει οικονομική αρωγή στις οικογένειες των θυμάτων, παρότι η ελληνική υπαιτιότητα στην δολοφονία των μελών της ιταλικής αντιπροσωπείας δεν αποδεικνυόταν με κανέναν τρόπο. Το μεσημέρι της 31ης Αυγούστου ιταλικά πολεμικά πλοία εισέπλευσαν στο λιμάνι της Κέρκυρας, δίχως να χαιρετήσουν, κατά τα ειωθότα, την ελληνική σημαία. Ο πλοίαρχος Αντόνιο Φοσκίνι επισκέφθηκε τον νομάρχη της νήσου Πέτρο Ευριπαίο και του επέδωσε τελεσίγραφο, σύμφωνα με το οποίο όφειλε να παραδώσει στους Ιταλούς την Κέρκυρα χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίσταση, καθότι αυτή θα συντριβόταν. Ο νομάρχης αρνήθηκε να παραδώσει την πόλη και το νησί της Κέρκυρας στους Ιταλούς και προσπάθησε μάταια να επικοινωνήσει με την Αθήνα προκειμένου να λάβει οδηγίες για τις επόμενες κινήσεις του.
Οι Ιταλοί δεν έδειχναν διατεθειμένοι να περιμένουν την επίσημη θέση της ελληνικής κυβέρνησης. Ο βομβαρδισμός του Παλαιού Φρουρίου, εντός του οποίου διέμεναν Μικρασιάτες πρόσφυγες, και του Νέου Φρουρίου, όπου διέμεναν σπουδαστές της Σχολής Χωροφυλακής, ξεκίνησε. Σε όλη την πόλη επικράτησε πανικός. Ο βομβαρδισμός διήρκεσε 25 λεπτά και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 15 αμάχων και τον τραυματισμό άνω των 30 ανθρώπων. Αδυνατώντας να επικοινωνήσει με την Αθήνα, ο νομάρχης αποφάσισε να προφυλάξει τον πληθυσμό της πόλης και να αποδεχθεί το αίτημα παράδοσης της νήσου υψώνοντας λευκή σημαία. Συγκεκριμένα, ύψωσε ένα λευκό σεντόνι στο Παλαιό Φρούριο. Μετά την ύψωση της λευκής σημαίας, άρχισε η απόβαση των ιταλικών στρατευμάτων στο νησί. Ανακαλύπτοντας ότι δεν υπήρχε ελληνική στρατιωτική παρουσία στην πόλη, οι Ιταλοί στρατιώτες προέβησαν σε λεηλασίες.