Ο καθηγητής διανοούμενος Ιωάννης Συκουτρής έχει να επιδείξει μεγάλη συμβολή στην πνευματική ζωή του Ελληνισμού. Γεννήθηκε το 1901 στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας, την μεγάλη εστία του αλύτρωτου Ελληνισμού, και καταγόταν από φτωχική οικογένεια κτηνοτρόφων, με απώτερη καταγωγή την Καρδαμύλη της Χίου. Υπήρξε διακεκριμένος φιλόλογος και παρά το νεαρό της ηλικίας του, ήταν ιδιαίτερα γνωστός για το ευρύ και εξαιρετικής ποιότητας έργο του, ενώ οι επιστημονικές του εργασίες τύγχαναν διεθνούς αναγνώρισης.
Το 1909 μαθήτευσε στο δημοτικό σχολείο του Αγίου Κωνσταντίνου στην Σμύρνη και αργότερα, χάρη στην στήριξη του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, γράφτηκε στην Ευαγγελική Σχολή, από όπου και αποφοίτησε με άριστα το 1918. Από τα δεκαέξι του έτη υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού Αμάλθεια, γράφοντας με το ψευδώνυμο «Αντιφών ο Σμυρναίος», ενώ στις δραστηριότητες του περιλαμβανόταν η ίδρυση του φιλολογικού συλλόγου «Επιστημονική Σμυρναίων Σύμβασις». Εν συνέχεια, για έναν περίπου χρόνο δίδαξε ως δάσκαλος στο Μουραντιέ της Μικρασιατικής Μαγνησίας, όπου και καταγράφεται η πρώτη του εθνική δράση, με την δημιουργία και την οργάνωση του «Εθνικού Ομίλου», ενός συλλόγου νέων του οποίου τα μέλη είχαν ορκιστεί να μιλούν μόνο την ελληνική γλώσσα.
Το 1919 ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε αναδρομικά στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε με άριστα το 1922. Διορίστηκε βοηθός του Φιλοσοφικού Σπουδαστηρίου στην βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής Σχολής, και το 1925 αναγορεύθηκε αριστούχος διδάκτωρ. Ακολούθως διδάσκει για δυο χρόνια στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο στη Λάρνακα, όπου έχοντας την εκτίμηση του Νικόδημου, κατά κόσμο Mυλωνά, Μητροπολίτη Κιτίου, διοργανώνει διαλέξεις, συμμετέχει ενεργά στην ίδρυση του «Συνδέσμου Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως», εκδίδει την «Επιστημονική Επετηρίδα» των καθηγητών και τον Ιανουάριο του 1923 εκδίδει το φιλολογικό περιοδικό «Κυπριακά Χρονικά», με περιεχόμενο λαογραφικό, αρχαιολογικό, παλαιογραφικό και ιστορικό.
Το επόμενο έτος αναχωρεί με υποτροφία για την Γερμανία, με αντικείμενο σπουδών την Κλασική Φιλολογία, όπου και εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας και του Βερολίνου, στο πλευρό μεγάλων φιλολόγων. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ο Ούλριχ Βιλαμόβιτς τον είχε εντάξει στον φιλολογικό σύλλογο «Graeca Wilamowitziana», τον οποίον αποτελούσαν φιλόλογοι που στις συναντήσεις τους ερμήνευαν κλασσικούς Έλληνες συγγραφείς, και ο Συκουτρής υπήρξε το μόνο μη γερμανικής καταγωγής μέλος που συμμετείχε στον σύλλογο. Εκτός από τις ποικίλες δημοσιεύσεις σε φιλολογικά περιοδικά ανέλαβε και την έκδοση των λόγων του Δημοσθένη στα γερμανικά. Η μαθητεία του εξελίσσεται γρήγορα σε επιστημονικό θρίαμβο. Οι εργασίες του για τον Δημοσθένη, τον Σπεύσιππο, τους Σωκρατικούς, καθώς και για την αρχαιοελληνική και βυζαντινή επιστολογραφία εντυπωσιάζουν με την πρωτοτυπία και την ευστοχία τους, ενώ οι σοφοί της Δύσης δεν φείδονται επαίνων για τον νεαρό Έλληνα φιλόλογο.
Παράλληλα γίνεται μέλος διαφόρων επιστημονικών σωματείων στην Γερμανία και λαμβάνει μέρος το 1928 και το 1929 στο Διεθνές Φιλολογικό και Αρχαιολογικό Συνέδριο στο Βερολίνο. Όντας ακόμη σπουδαστής, προκαλεί κατάπληξη στους διεθνείς φιλολογικούς κύκλους με την εργασία του «Η περί του Επιταφίου του Δημοσθένους», καθώς και με την διδακτορική του διατριβή, που είχε θέμα τον Επιτάφιο του Δημοσθένους για τους πεσόντες Αθηναίους οπλίτες της Χαιρώνειας. Πρόκειται για ένα έργο το οποίο όλοι οι φιλόλογοι θεωρούσαν νόθο, αλλά ο Ιωάννης Συκουτρής κατόρθωσε να αποδείξει την γνησιότητα του μέσω αδρών επιχειρημάτων.
Ακολούθως, το 1929 διορίζεται καθηγητής στο Αρσάκειο και βιβλιοθηκάριος στην Ακαδημία Αθηνών. Εκλέγεται παμψηφεί Υφηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με το όνειρο του να διδάξει τους νέους της χώρας του να λαμβάνει σάρκα και οστά. Παράλληλα με τις παραδόσεις μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο και τις δημοφιλείς διαλέξεις του, συνεχίζει το επιστημονικό του έργο αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία για την οργάνωση της σειράς «Ελληνική Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών», ενώ εκλέγεται και γραμματέας του Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου. Τον Ιανουάριο του 1932 δίνει το εναρκτήριο μάθημα του με θέμα «Φιλολογία και Ζωή», όπου και αναλύει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το έργο του φιλόλογου, εντός του πλαισίου της όλης πνευματικής ζωής του Έθνους, και επί έξι χρόνια από το βήμα του καθηγητού, θα εμφυσήσει σε μαθητές και φοιτητές την αγάπη για τον Ελληνικό πολιτισμό.
Το 1933 το Πανεπιστήμιο της Πράγας του προτείνει την έδρα της Κλασικής Φιλολογίας, την οποία όμως απορρίπτει, θέτοντας υποψηφιότητα για την έδρα Γραμματολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα με την διδασκαλία του ίδρυσε τον «Φιλολογικό κύκλο» που λειτούργησε σε στενό κύκλο φοιτητών και ασχολούνταν με την νεοελληνική και ξένη λογοτεχνία, καθώς και το «Επιστημονικό Φροντιστήριο» για την κλασσική φιλολογία. Δίδαξε στην Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών, στην Σχολή Κοινωνικής Προνοίας και το 1936 στο «Ασκραίον», που ήταν μια σχολή ανωτέρας λογοτεχνικής μορφώσεως, με πρόεδρο τον Κωστή Παλαμά και αντιπροέδρους τους Γ. Ξενόπουλο και Ν. Λούβαρη.
Υπήρξε άκρως πρωτοποριακός, καθώς ξέφυγε από τα δεσμά της στενής γραμματικής ερμηνείας, εισάγοντας την αισθητική, και θεωρείται ένας από τους ικανότερους κριτικούς και ερμηνευτές αρχαίων φιλολογικών κειμένων, κάνοντας κριτική έρευνα τόσο σε βυζαντινά, όσο και σε νεότερα φιλολογικά κείμενα. Σε αντίθεση με την σκέψη και το έργο του Ιωάννη Συκουτρή, αυτό που παρατηρούσε κανείς μέχρι τότε ήταν ο σχολαστικισμός των δασκάλων, οι οποίοι ασχολούνταν με την λεπτομέρεια, αλλά δεν μπορούσαν να διακρίνουν την πραγματική ουσία. Το αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει πραγματική παιδεία, κάτι που προσπάθησε να ανατρέψει, εισάγοντας μέσα από τους λόγους του την δημιουργία μιας πνευματικής ζωής, και θεωρώντας χρέος του την διδαχή μιας αληθινής ανθρωπιστικής παιδείας, σε όλα εκείνα να νέα παιδιά που τώρα άρχιζαν, πολιορκημένα από ιδέες και διάφορα ρεύματα.
Με τον διορισμό του ως Υφηγητή στην Φιλοσοφική Σχολή, στην ουσία αγκάλιασε έναν νέο τρόπο διδαχής, αντίθετο με εκείνον των πανεπιστημιακών που κρατούσαν μια στάση «αυτοκρατορική», όπως ο ίδιος την χαρακτήριζε, απέναντι στους μαθητές. Τους πλησίασε και επιδίωξε μια προσωπική επαφή μαζί τους, φιλοδοξώντας να σχηματίσει έναν πιο ουσιαστικό σύνδεσμο. Οι διαλέξεις του από την άλλη πλευρά, προκαλούσαν μεγάλο θαυμασμό στους νέους, ενώ οι αίθουσες των παραδόσεων του ασφυκτιούσαν από την προσέλευση των νέων και των φοιτητών, καθώς η ερμηνεία των αρχαίων κειμένων φάνταζε σε εκείνους σαν αποκάλυψη. Πράγματι ο σπουδαίος φιλόλογος είχε καταφέρει να κατακτήσει τους νέους, είχε γίνει πλέον ο «νέος των νέων».
Είναι αναμφίβολο πως οι καινοτόμες και ριζοσπαστικές ιδέες του Ιωάννη Συκουτρή έβρισκαν πολλούς εχθρούς, τόσο στις τάξεις των αριστερών διανοούμενων, όσο και σε στείρα υπερσυντηρητικούς κύκλους της ελληνικής εκπαίδευσης, ενώ οι συνάδελφοι του καθηγητές ενοχλούνταν από το γεγονός ότι όταν δίδασκε το αμφιθέατρο ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Όλοι αυτοί συσπειρώθηκαν σε οπαδούς της δημοτικής και της καθαρεύουσας, και με αφορμή το γλωσσικό πρόβλημα άρχισαν να οικοδομούνται και άλλες διαφορές, τόσο ψυχολογικές, όσο και πνευματικές. Οι πολέμιοι του όμως, μην έχοντας άλλο τρόπο να τον πλήξουν, τον κατηγόρησαν ως διαφθορέα των ηθικών και πνευματικών αξιών του έθνους, και ότι εισάγει καινά δαιμόνια, διαφθείροντας τους νέους. Συγκεκριμένα, έπειτα από το πέρας δυόμισι ετών από την δημοσίευση του Συμποσίου του Πλάτωνα, έργο το οποίο έτυχε διθυραμβικών κριτικών τόσο από διεθνούς φήμης φιλολόγους του εξωτερικού, όσο και από Έλληνες φιλολόγους και ανθρώπους του πνεύματος, οι εχθροί του ανακάλυψαν ξαφνικά ότι ο πρόλογος του έργου ήταν αθεϊστικός και διεφθαρμένος, με αποτέλεσμα την εξαπόλυση πλήθους επιθέσεων εναντίον του, αρχικά από την εφημερίδα Επιστημονική Ηχώ, και στην συνέχεια από διάφορους συλλόγους που παρέσυραν και την Ιερά Σύνοδο, ενώ για το ίδιο θέμα κατατέθηκαν εναντίον του δύο μηνύσεις.
Αναμφίβολα η πολεμική εναντίον του Ιωάννη Συκουτρή δεν είχε επιστημονικό υπόβαθρο με απτά επιχειρήματα εναντίον των θέσεων που είχε αναπτύξει, αλλά πότε κατηγορούσε τον φιλόλογο ως διαβολέα και χυδαίο υβριστή της ηθικής των αρχαίων Ελλήνων, πότε τον κατηγορούσε ως υμνητή της ομοφυλοφιλίας, ενώ ψευδώς διέδιδε ότι η Ακαδημία απέσυρε το βιβλίο, όταν ήταν γνωστό πως αυτό είχε εξαντληθεί ήδη από το 1935. Ωστόσο ο Ιωάννης Συκουτρής ανέτρεψε όλα τα επιχειρήματα των αντιπάλων του, με το δημοσίευμα «Η εκστρατεία κατά του Συμποσίου. Τα κείμενα και οι κολουροπώλαι, 1937». Στο σημείο αυτό εντούτοις, αξίζει να σημειωθεί ότι η σχετική απάντηση του υπουργείου Παιδείας στις καταγγελίες αυτές υπήρξε σαφής και κάθετη: Ο Συκουτρής δεν υπεράσπιζε την ομοφυλοφιλία, αντιθέτως καθαρά την αποδοκίμαζε, και η εργασία του ήταν απολύτως τεκμηριωμένη, χωρίς να ανιχνεύεται πουθενά προσπάθεια να θιχτεί ο Αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός.
Πληγωμένος βαθιά και μη μπορώντας να καταλάβει πως και γιατί ο αγώνας του για το Καλό ξεσήκωσε γύρω του τόσο μεγάλη και άδικη κατακραυγή, προτίμησε να πεθάνει. Διαλέγει τον τρόπο και τον χρόνο, και κάνει την τελευταία του μελέτη, μια «Μελέτη Θανάτου», επιλέγοντας την έρημη Ακροκόρινθο, που τον ανέβασε η αγάπη του αρχαίου μνημείου, για να θαυμάσει για τελευταία φορά το μεγαλείο και την μαγεία της ελληνικής φύσης. Έτσι και αλλιώς η προσωπική του τοποθέτηση ως πνευματικού ανθρώπου αντιμετώπιζε δίχως φόβο τον θάνατο, θυμίζοντας την ρήση του ότι «η ζωή είναι ένταση και όχι έκταση». Κάτω από τον ουρανό λαμβάνει την μεγάλη απόφαση και πίνει το δηλητήριο στις 21 Σεπτεμβρίου του 1937. Το επόμενο πρωί εντοπίστηκε νεκρός από τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου όπου διέμενε, και η κηδεία του έλαβε χώρα στο A’ Νεκροταφείο στις 22 Σεπτεμβρίου, παρουσία της συζύγου του, λίγων καθηγητών του Πανεπιστημίου και μαθητών του.
Μέσα από το έργο του επεσήμανε ότι η γνώση και η κατανόηση του παρελθόντος είναι απαραίτητη προϋπόθεση της κατανόησης του παρόντος και της συνειδητής ενέργειας για το μέλλον. Υποστήριξε πως μόνο η ουσιαστική μελέτη των ελληνικών γραμμάτων είναι ικανή να δημιουργήσει εθνική συνείδηση. Επέκρινε την δημοσιογραφίστικη παρουσίαση των θεμάτων και αναζητούσε την πολιτιστική αναγέννηση, μέσα από την δημιουργική επεξεργασία του πνεύματος. Δεν τοποθετήθηκε και δεν είχε την εύνοια κάποιου κομματικού στρατοπέδου. Φυσικά ήταν ελληνολάτρης, αριστοκράτης του πνεύματος, αντίθετος στις υλιστικές θεωρίες και ιδεαλιστής, και θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα άτυπο κίνημα εθνικής πνευματικής αυτογνωσίας και δημιουργίας, το οποίο αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ‘30 και συνεχίστηκε από κάποιους και μετά τον πόλεμο.
Η γνήσια αγάπη για την Πατρίδα, που διαπότισε το έργο του δεν περιοριζόταν σε ένα αυθόρμητο συναίσθημα. Στον λόγο του φαίνεται ολοκάθαρα ότι η ελληνολατρία του αποτελούσε μέρος μιας ολοκληρωμένης Εθνικιστικής συνείδησης: Ἡ διαφοροποίηση κατὰ ἔθνη ἀποτελεῖ τὴν ἄριστη καὶ γονιμότερη ἀπὸ τὶς μορφὲς διαφοροποιήσεως ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ ἱστορία. Ὄχι μόνο γιατί εἶναι ἡ παλαιοτέρα, ἀλλὰ καὶ γιατί στηρίζεται σὲ μόνιμους καὶ ζωτικοὺς παράγοντες (τὴν γῆ, τὴν φυλή, τὸ κλίμα, τὴ γλῶσσα, τὶς παραδόσεις, τὰ ἔθιμα κ.λπ.). Περιλαμβάνει ἑπομένως στοιχεῖα φυσιολογικά, ψυχολογικά, οἰκονομικὰ καὶ μαζὶ πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀξίες.
Προκάλεσε τον ενθουσιασμό και την αγάπη για τα ελληνικά γράμματα και τον ελληνικό πολιτισμό, τόσο τον αρχαίο, όσο και τον νέο, και έδειξε στους νέους την αξία της ελεύθερης και ηθικής προσωπικότητας, έναντι της άλογης και ανεύθυνης μάζας, τονίζοντας την σημασία της πίστεως. Αναπόφευκτα, υπήρξε κατήγορος του φιλελευθερισμού: Ἡ Ἐλευθερία εἶναι ἡ κύρια ἰδιότητα μιᾶς προσωπικότητας. Ἡ δὲ ἐλευθερία τῆς σκέψεως πρέπει νὰ συμβαδίζει μὲ τὴν ψυχικὴ ὑγεία τοῦ ἔθνους, εἰδάλλως καταλήγει στὴν ἀσυδοσία, τὴν ἀνευθυνότητα καὶ τὴν δημοκοπία. […] Μᾶς κυριαρχοῦν σήμερα οἱ ἀνεύθυνοι, οἱ δημοσιογράφοι, οἱ σαλτιμπάγκοι τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ. Καὶ τὸ χειρότερο, μᾶς κυριαρχοῦν καὶ ταυτοχρόνως μᾶς κοροϊδεύουν ἀφοῦ τυραννοῦν ἐν ὀνόματι τῶν λαϊκῶν ἐλευθεριῶν.
Τέλος, εμφύσησε στις ψυχές των νέων διάθεση υπερβάσεως από τις ευκολίες, το χρήμα, την μάζα και προσπάθησε να τους ανοίξει δρόμους δημιουργικής, ακόμα και ηρωικής αποστολής. Στην διάλεξη του με τίτλο «Ἡ ἡρωικὴ ἀντίληψις τῆς Ζωῆς» γράφει: Ἡ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, καθὼς αὐτοῦ ποὺ περιέγραψα, δὲν ἠμπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι σύντομος. Σύντομος ὄχι πάντοτε μὲ τὴν κοινὴ σημασίαν, ἠμπορεῖ κάποτε νὰ ζήσει καὶ πολλὰ χρόνια, ἀλλὰ πάντα θὰ εἶναι ὀλίγα σχετικῶς μὲ τὴν πλησμονὴν τῆς ζωτικότητος του. Ἄλλωστ’ ἡ ἡλικία εἶναι κάτι σχετικόν, δὲν μετριέται πάντως μὲ τὴ διάρκειαν, μὲ τὸ περιεχόμενόν της μετρεῖται.
Η αριστοκρατική σκέψη του Ιωάννη Συκουτρή ακολουθεί τα βήματα του Πλάτωνος, πρεσβεύοντας την πρωτοπορία του πνεύματος, που εξασφαλίζει την αιώνια νεότητα της ζωής απέναντι σε όλες τις αξίες της, αλλά και την διακυβέρνηση από τους πνευματικά άριστους της φυλής. Έννοιες όπως η ιεραρχία, ο αγώνας, η ισχυρή και ηθική προσωπικότητα αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα στο όλο μήνυμα του φιλολόγου, αντιπαραβαλλόμενες στις παρακμιακές θεωρίες, την ανευθυνότητα της μάζας, τον εκμοντερνισμό των πνευματικών αξιών και τον νεοπλουτισμό.