Με αφορμή την ραγδαία πτώση των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας από τις Ευρωεκλογές και εντεύθεν, αλλά και την όλο και αυξανόμενη αποχή που καταγράφεται σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις κάθε είδους, έχουν βρει την ευκαιρία για να “ψαρέψουν” στα θολά νερά της “δεξιάς ψήφου” κάθε είδους πολιτικοί γυρολόγοι που καμώνονται τους “γνήσιους” δεξιούς πατριώτες. Κυρίαρχη “δύναμη” στον χώρο δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας εκλογικά, φαίνεται πως αποτελεί η καθόλα προσωποπαγής, αρχηγοκεντρική Ελληνική Λύση, της οποίας ο απόλυτος πρωταγωνιστής είναι ο επικεφαλής Κυριάκος Βελόπουλος, δίχως να υπάρχει ασφαλώς κάποιο πνευματικό ή ακτιβιστικό κίνημα, μια σοβαρή νεολαία ή άλλα εξέχοντα στελέχη από πίσω για να προβληθούν.
Μπορεί τα ποσοστά που εμφανίζουν οι δημοσκοπήσεις για τον κομματικό σχηματισμό του Βελόπουλου να προσεγγίζουν διψήφιο νούμερο, αλλά ουσιαστική πολιτική διαφοροποίηση από την κυρίαρχη ιδεολογία και πρακτική της κυβέρνησης δεν υπάρχει. Ο Βελόπουλος, που έχει υπάρξει “περήφανος” αφισοκολλητής του ΠΑΣΟΚ, θήτευσε ως βουλευτής του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού και μετά την διάλυση του τελευταίου προσήλθε ως μέλος στην αγκαλιά της Νέας Δημοκρατίας, έχει αποπειραθεί να εισχωρήσει ως υποψήφιος στα ψηφοδέλτια ακόμα και της Χρυσής Αυγής το 2015, κάτι που φυσικά δεν κατάφερε καθώς βρήκε τις πόρτες του κινήματος κλειστές. Σε όλη την διάρκεια της διαδρομής του, ουδέποτε διακρίθηκε για την σαφήνεια των πολιτικών του θέσεων, εκπαιδεύοντας το κοινό του σε έναν αδιευκρίνιστο, απολίτικο “πατριωτισμό”, ο οποίος ουδέποτε υπήρξε συγκροτημένη ιδεολογία με ξεκάθαρες απαντήσεις στα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα της Ελλάδος.
Η ρητορική του βασίζεται σε επαναλαμβανόμενα τηλεοπτικά, καταγγελτικά λογύδρια άνευ βαθύτερης αναλύσεως, καθώς η “πειθώ” του παρωχημένου του πολιτικού λόγου περιστρέφεται γύρω από το απλοϊκό συμπέρασμα πως δήθεν “θα τα κάνει ο ίδιος καλύτερα, όταν ανέβει στην εξουσία και ρίξει τους διεφθαρμένους Μητσοτάκηδες”, προτείνοντας πράγματα υπό τον εύσχημο μανδύα της “κοινής λογικής”, λες και αυτό είναι το διακύβευμα και όχι το ποια πλευρά συμφερόντων (μεταξύ ελληνικού λαού και άρχουσας τάξης) εξυπηρετεί η εκάστοτε κυβέρνηση.
Η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία πράγματι είναι ένα άκρως διεφθαρμένο καθεστώς με ελεγχόμενη δικαιοσύνη και κουρελιασμένους θεσμούς, αλλά ο Βελόπουλος, που έχει συμμετάσχει στους ετήσιους “εορτασμούς”, τις δεξιώσεις για την αποκατάσταση της δημοκρατίας κάθε Ιούλιο (δηλαδή την εγκαθίδρυση της Μεταπολίτευσης πάνω στα ερείπια της Κύπρου), δεν δικαιούται ηθικά να καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της. Εκτός αν υπερασπίζεται ακόμα με πάθος δημόσια, ότι οι διακυβερνήσεις των Καραμανλήδων και των Παπανδρέου “ωφέλησαν” την Πατρίδα, όπως διατυμπάνιζε επί χρόνια, προσπαθώντας να περάσει επιτυχώς τις εξετάσεις “αντιχουντισμού” και αντιφασισμού των επικυρίαρχων.
Εν ολίγοις, το να καυχιέται κανείς πως πάει “κόντρα στο σύστημα”, όταν δεν θέτει ρητά και επίσημα ως πρόταγμα την αλλαγή του γεωπολιτικού, του κοινωνικοοικονομικού ή του πολιτειακού ακόμα συστήματος που τυραννάει τον λαό μας εδώ και μισό αιώνα, αποτελεί φτηνό λαϊκισμό και εντυπωσιοθηρική κορώνα. Όταν κάποιος πολιτικός διακηρύσσει την ένθερμη πίστη του στον καπιταλισμό και την ελεύθερη οικονομία, δεν γίνεται να παριστάνει τον θυμωμένο που ενοχλείται όταν ακριβώς αυτές οι φιλελεύθερες ρυθμίσεις διέπουν την οικονομική ζωή της χώρας (π.χ. ελευθερία στον καθορισμό των τιμών, απελευθέρωση της ενέργειας, κ.α.). Αυτό ισχύει ακόμα και στις περιπτώσεις που ένας πολιτικός αναφέρει ονομαστικά μερικούς ολιγάρχες και κάποιες από τις παρανομίες τους, διότι αποτελεί πολιτική αγυρτεία να υπόσχεσαι πως απλά αλλάζοντας το πρόσωπο που κυβερνά θα μπει “χαλινάρι” σε αυτούς, δίχως να πειραχτεί στο ελάχιστο το γενικότερο πλαίσιο λειτουργίας μιας χώρας (ειδικά εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου ισχύουν ως νομικό δίκαιο όλες οι ντιρεκτίβες του κεφαλαίου και της ελεύθερης αγοράς).
Θα χρειαζόταν πολύ περισσότερος χώρος για να υπενθυμίσουμε μερικά “πατριωτικά” επιτεύγματα του εν λόγω, όπως λόγου χάριν η υπερψήφιση εκ μέρους του του Μνημονίου το 2010, κάτι που συνιστά συναίνεση στην εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας, αλλά δυστυχώς η λαϊκή βάση της (λεγόμενης) “πατριωτικής δεξιάς” έχει κοντή μνήμη και θέλγεται από καταφερτζήδες λαοπλάνους της κοινής γνώμης, που ενώ ωρύονται περί δήθεν φίμωσης, απολαμβάνουν χωρίς κανένα κρατικό ή παρακρατικό ανάχωμα την ιδιοκτησία δικών τους τηλεοπτικών, ειδησεογραφικών και ραδιοφωνικών σταθμών, μιλώντας παράλληλα τακτικότατα σε ενημερωτικές εκπομπές των καθεστωτικών καναλιών πανελλήνιας εμβέλειας (των πλουτοκρατών που δήθεν αντιμάχονται), από εικοσιπέντε το λιγότερο, έως και σχεδόν σαράντα ολόκληρα λεπτά…