Ήταν μέσα της δεκαετίας του 1950, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουγγαρίας κατείχε την εξουσία με τις πλάτες του πανίσχυρου Κόκκινου Στρατού, ο οποίος είχε κάνει την εμφάνισή του στην χώρα τον Σεπτέμβριο του 1944 καταλαμβάνοντάς την σαν… απελευθερωτής. Όμως, τον Οκτώβριο του 1956 η επανάσταση σάρωσε την Ουγγαρία. Ήταν μια γνήσια πατριωτική επανάσταση της νεολαίας, η οποία έδωσε τον αγώνα της σε δρόμους, σε πλατείες αλλά και στα πανεπιστήμια και τα εργατικά συμβούλια.
Για την μαρξιστική αριστερά η επανάσταση του 1956 θεωρείται ως μια αντεπαναστατική συνωμοσία στημένη από την Δύση, η οποία είχε στόχο την καπιταλιστική παλινόρθωση. Στην πραγματικότητα όμως ήταν μια εξέγερση ενάντια στον κόκκινο ολοκληρωτισμό, με πρωταγωνιστές τους Ούγγρους εργάτες να παλεύουν για την ανεξαρτησία τους και την αποτίναξη του μπολσεβίκικου ζυγού. Για αυτό και η νομενκλατούρα της Σοβιετικής Ενώσεως έπνιξε στο αίμα την επανάσταση αυτή, ενόσω η «ελεύθερη» Δύση παρέμεινε στην άκρη μακριά από τα γεγονότα κοιτώντας αδιάφορα.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό που χαλάει το κομμουνιστικό αφήγημα, είναι ότι οι νέοι εργάτες και φοιτητές αποτέλεσαν τα πιο αυθόρμητα και επαναστατικά στοιχεία. Καίτοι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία σκέφτονταν τις συνέπειες και τα αντίποινα του σοβιετικού κολοσσού, οι νεολαίοι επάνδρωσαν με ενθουσιασμό και θάρρος την επαναστατική δράση και ταυτόχρονα αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη για την οργάνωση των συμβουλίων. Αλλά και ο ίδιος ο χαρακτήρας των γεγονότων καθόρισε ότι τον κύριο ρόλο στην επανάσταση θα τον είχε η νεολαία. Από την αρχή της εξέγερσης οι νέοι δεν περιορίστηκαν σε απλές διαδηλώσεις, αλλά προχώρησαν στην εξουδετέρωση των σωμάτων ασφαλείας και των εχθρικών τανκς.
Ο εβραϊκής καταγωγής Ματίας Ράκοζι, γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουγγαρίας, είχε δημιουργήσει ένα καθεστώς απάνθρωπο ακόμη και με τα σταλινικά κριτήρια. Η κοινωνία υπέφερε υπό συνθήκες ακραίας τρομοκρατίας που ασκούσε η πανίσχυρη AVH, η αδίστακτη πολιτική αστυνομία που είχε ιδρυθεί επί Ράκοζι. Ο μονολιθικός κομμουνιστικός οργανισμός υπό την ηγεσία του, είχε διεισδύσει σε κάθε εκδήλωση του δημοσίου βίου και είχε επιβάλει τον ασφυκτικό έλεγχό του στα εργοστάσια, στον στρατό, στους αγρότες και στην δικαιοσύνη.
Η οικονομία της χώρας είχε φτάσει στο χείλος της κατάρρευσης και αυτός ήταν ένας από τους κύριους λόγους που η σοβιετική ηγεσία έχρισε πρόεδρο της χώρας τον Ιμρέ Νάγκυ, ο οποίος κήρυξε την «νέα πορεία» με στόχο την εκπόνηση μιας εναλλακτικής στρατηγικής στην οικονομία. Ο Ίμρε Νάγκι αποπειράθηκε να θεσπίσει το «Πατριωτικό Λαϊκό Μέτωπο», ένα αυτόνομο πολιτικό όργανο το οποίο θα εξασφάλιζε την ελεύθερη πρόσβαση των μαζών στην πολιτική διαδικασία έξω από τον έλεγχο του Κ. Κ. Ουγγαρίας. Τα σχέδια του όμως ανατράπηκαν από τον Ράκοζι, όταν ο τελευταίος ανέκτησε μέσω ψηφοφορίας και πάλι την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Το «κίνημα των λεσχών πολιτών» ήταν μια αντανακλαστική αντίδραση της κοινωνίας για την καθαίρεση του Νάγκυ και την επαναφορά στις σταλινικές μεθόδους. Στην Βουδαπέστη το 1955 ιδρύθηκε η σημαντικότερη από αυτές με το όνομα «Κύκλος Πέτοφυ». Οι συζητήσεις που γινόντουσαν στις λέσχες αφορούσαν θέματα για την καλύτερη διαβίωση των επαγγελματικών ομάδων, την σχέση μεταξύ τέχνης και εξουσίας και ζητήματα γενικής φύσεως σχετικά με το καθεστώς. Στις συνεδριάσεις αυτές άρχισαν να καταφτάνουν γνωστές πολιτικές προσωπικότητες και αντιπροσωπείες από τις βιομηχανίες, τα πανεπιστήμια, τις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και από τις στρατιωτικές σχολές.
Το νέο κίνημα πολύ γρήγορα έλαβε τεράστιες διαστάσεις εγκαινιάζοντας δεκάδες τοπικά παραρτήματα. Με την ουσιαστική παρέμβαση του φοιτητικού κινήματος, το στρατόπεδο της αντιπολίτευσης είχε περάσει πλέον στην αντεπίθεση. Στις 22 Οκτωβρίου σε μια φοιτητική συνέλευση ψηφίστηκε μια διακήρυξη 16 σημείων, η οποία έμελλε να αποτελέσει το πολιτικό μανιφέστο της επερχόμενης ουγγρικής επανάστασης. Οι σοβιετικοί έβλεπαν την λαϊκή κατακραυγή κατά του καθεστώτος να αυξάνεται, για αυτό αποφάσισαν την αντικατάσταση του Ράκοζι από έναν ακόμα χειρότερο κομμουνιστή, τον Έρνστ Γκερό, ο οποίος έλαβε την απόφαση να απαγορεύσει την αντικομμουνιστική διαδήλωση που επρόκειτο να διεξαχθεί στις 23 του μηνός.
Η απόφαση αυτή του μπολσεβίκικου ανδρεικέλου δεν σταμάτησε τους εξεγερμένους. Εκείνη την ημέρα τριακόσιες χιλιάδες άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους της Βουδαπέστης κάτω από το λάβαρο της τρίχρωμης εθνικής τους σημαίας, από την οποία έσκιζαν το μισητό κομμουνιστικό θυρεό. Η ώρα έναρξης συνέπιπτε με την ώρα που έκλειναν τα εργοστάσια και πολλοί εργάτες αντί να γυρίσουν στα σπίτια τους, αψήφησαν την κυβερνητική απαγόρευση και ενώθηκαν με το πλήθος. Όταν η πορεία πέρασε μπροστά από τους στρατώνες της στρατιωτικής ακαδημίας, μια ομάδα ευέλπιδων βγήκε απ’ το προαύλιο της σχολής και με στρατιωτικό βηματισμό προσχώρησε στην διαδήλωση. Μια ομάδα αντικομμουνιστών ακτιβιστών γκρεμίζει το άγαλμα του Στάλιν. Μια άλλη ομάδα αποσπάστηκε από τους συγκεντρωμένους και κατευθύνθηκε προς το Μέγαρο της Ραδιοφωνίας, προκειμένου να μεταδώσει τα 16 σημεία σε όλη την Ουγγαρία. Μέσα στο Μέγαρο βρισκόντουσαν εκατοντάδες ένστολοι φρουροί της κρατικής μυστικής αστυνομίας οπλισμένοι με πολυβόλα και χειροβομβίδες.
Ο Γκερό αντιδρά αποδίδοντας στους κατοίκους της Βουδαπέστης τους χαρακτηρισμούς «φασίστες» και «αντεπαναστάτες», με αποτέλεσμα να εξαγριώσει το πλήθος και εκείνο με την σειρά του να ορμήσει κατά του κτιρίου εκτοξεύοντας πέτρες, αυτοσχέδιες βόμβες μολότοφ και να χρησιμοποιήσει ένα φορτηγάκι για να σπάσει τις πόρτες του μεγάρου. Οι άντρες της AVH απάντησαν με ριπές από υδροφόρα κανόνια και με καπνογόνα δίχως αποτέλεσμα. Στον χώρο της σύγκρουσης κατέφτασαν στρατιώτες του τακτικού ουγγρικού στρατού και τρία άρματα μάχης. Οι στρατιώτες, αντί να ορμήσουν κατά του πλήθους, απλά παρατάχθηκαν έξω από το Εθνικό Μουσείο.
Το βράδυ και δίχως καμία προειδοποίηση οι άντρες της μυστικής αστυνομίας ξεπρόβαλλαν από μια πλαϊνή πόρτα και άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών. Οι νεκροί και οι τραυματίες ήταν δεκάδες, οι διαδηλωτές όμως δεν τράπηκαν σε φυγή. Βλέποντας τις σφαίρες να θερίζουν τον λαό που αντιστέκεται, κάποιοι από τους στρατιώτες παραδίδουν τα όπλα ενώ κάποιοι άλλοι άρχισαν να πυροβολούν εναντίον της AVH. Η διαδήλωση είχε πια μετατραπεί σε μια ένοπλη εξέγερση που δεν είχε ως στόχο πια μόνο το Ουγγρικό κομμουνιστικό κόμμα, αλλά είχε αποκτήσει έναν ευρύτερο αντισοβιετικό χαρακτήρα. Τα ξημερώματα, όταν και ο τελευταίος γεμιστήρας των ενόπλων της AVH άδειασε, το γεμάτο οργή πλήθος εφόρμησε μέσα στον σταθμό και εκτέλεσε όσους εκ των δολοφονών ήταν ακόμη ζωντανοί.
Εκείνο το βράδυ, ο Γκέρο ζήτα τη σοβιετική στρατιωτική επέμβαση «για να καταστείλει μια διαδήλωση που έπαιρνε όλο και μεγαλύτερη και άνευ προηγουμένου κλίμακα». Η σοβιετική ηγεσία είχε διατυπώσει σχέδια έκτακτης ανάγκης για επέμβαση στην Ουγγαρία αρκετούς μήνες νωρίτερα και στις 02:00 της 24ης Οκτωβρίου, ενεργώντας σύμφωνα με τις διαταγές του Γκεόργκι Ζούκοφ, του Σοβιετικού Υπουργού Άμυνας, τα σοβιετικά άρματα εισήλθαν στη Βουδαπέστη. Όμως, ο Ουγγρικός λαός αντιδρά δυναμικά, αντιμετωπίζουν τα σοβιετικά άρματα με οδοφράγματα και βόμβες μολότοφ, παράλληλα πολιορκούν το κοινοβούλιο. Πλέον επαναστατικά εθνικά συμβούλια έχουν εμφανιστεί σε όλη τη χώρα, ανέλαβαν την τοπική αυτοδιοίκηση και καλούν σε γενικές απεργίες. Τα δημόσια κομμουνιστικά σύμβολα όπως τα κόκκινα αστέρια και τα μνημεία του Σοβιετικού πολέμου αφαιρέθηκαν και τα κομμουνιστικά βιβλία κάηκαν.
Υπό το βάρος των επαναστατικών κινήσεων που εξαπλώνονται, η κυβέρνηση καταρρέει. Πολλοί εκ των καταπιεστών καταφεύγουν στην Σοβιετική Ένωση και ο Ιμρέ Νάγκυ αναλαμβάνει εκ νέου την πρωθυπουργία. Ο Νάγκυ θα διαπραγματευτεί με την Ε.Σ.Σ.Δ. η οποία αποσύρει τις δυνάμεις της προς την επαρχία. Στις 3 Νοεμβρίου το υπουργικό συμβούλιο ψήφισε ομόφωνα υπέρ της εξόδου της Ουγγαρίας από το σύμφωνο της Βαρσοβίας. Τότε, μια ουγγρική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον υπουργό Άμυνας Παλ Μάλετερ κλήθηκε να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση των Σοβιετικών στη Σοβιετική Στρατιωτική Διοίκηση στο Tέκελ, κοντά στη Βουδαπέστη. Περίπου τα μεσάνυχτα εκείνο το βράδυ ο Στρατηγός Ιβάν Σερόφ, αρχηγός της Σοβιετικής Αστυνομίας Ασφαλείας διέταξε τη σύλληψη της ουγγρικής αντιπροσωπείας και την επόμενη μέρα ο Σοβιετικός στρατός επιτέθηκε ξανά στη Βουδαπέστη
Τα ξημερώματα της 4ης Νοέμβριου, χιλιάδες σοβιετικά τανκς εισέβαλαν στην Βουδαπέστη, σε μια επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ανεμοστρόβιλος», και κατέπνιξαν στο αίμα την επανάσταση. Περισσότεροι από δυο χιλιάδες Ούγγροι σκοτώθηκαν στις οδομαχίες, μερικές εκατοντάδες από τους οποίους εκτελέστηκαν στις δίκες που ακολούθησαν. Περισσότεροι από δέκα χιλιάδες φυλακίστηκαν από το κατοχικό καθεστώς ως «αντεπαναστάτες» και διακόσες χιλιάδες άνθρωποι πήραν τον δρόμο της εξορίας. Ο Νάγκυ καταφεύγει στη Γιουγκοσλαβία όπου αιχμαλωτίστηκε αργότερα και εκτελέστηκε μετά από δυο χρόνια. Οι νεκροί του Κόκκινου Στρατού ανήλθαν στους εφτακόσιους ενώ οι τραυματίες σε περισσότερους από χίλιους διακόσιους.
Ο λαός της Ουγγαρίας απέδειξε με το ίδιο του το αίμα ότι η διαφορά μεταξύ των πραγματικών εργατών και του δήθεν «εργατικού κράτους» είναι η διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου. Οι εξεγερμένοι προτίμησαν να πεθάνουν πολεμώντας το κάλπικο «προλεταριακό» κράτος, παρά να φυτοζωούν ως σκλάβοι υπό την τυραννική του εξουσία.