Η εποχή μας στερείται κάθε μορφής: ολάκερη η ζωή είναι έτοιμη να μεταμορφωθεί σε μια δραστήρια δύναμη και ως εκ τούτου για αυτό δεν ενδιαφέρεται για σύμβολα. Όμως, κατά έναν περίεργο τρόπο έχουμε υιοθετήσει ένα τελετουργικό το οποίο έχει βαθιά συμβολική σημασία. Οι ρυθμοί της ζωής μας γίνονται ολοένα και πιο γρήγοροι κάθε λεπτό που περνά και αν κάποιος μπορεί να ομιλεί περί ελευθερίας δεν μιλά παρά μόνο για το είδος της ελευθερίας του μαθητευόμενου μάγου. Η καθημερινή μας εμπειρία δεν αφήνει απλά καθόλου χώρο για την πίστη στην ελευθερία της βούλησης. Λίγος χώρος μένει επίσης για τον συλλογισμό – ολόκληρες αργίες στο ημερολόγιο της μοίρας, περνούν η μια μετά την άλλη και λίγοι προσέχουν τα γεγονότα και τις μακριές συνέπειες τους, που θα καθορίσουν σημαντικά τις ζωές των μέλλουσων γενεών.
Όπως και να έχει, η ανάγκη για τον συλλογισμό, πάνω στο νόημα της ύπαρξης είναι γνωστή. Τι άλλο, πέρα από αυτή την ανάγκη, μπορεί να εξηγήσει το γεγονός πως στην στιγμή του θριάμβου οι άνθρωποι ξαφνικά σταματούν τους γοργούς ρυθμούς της ζωής τους λες και εύχονται να ερωτήσουν την σιωπή που περνά απαρατήρητη κάτω από τις παντοδύναμες ορμές του ανέμου. Και αυτό είναι κατανοητό, μιας και καταλαβαίνουμε και αναγνωρίζουμε την κίνηση του ρολογιού μόνο όταν το εκκρεμές σταματά. Έτσι κάνουμε και εμείς για μια στάση ενός λεπτού στο τρένο σε μια ανοιχτή πεδιάδα, έτσι σταματάμε τα γρανάζια των εργοστασίων και σβήνουμε τις μηχανές των αυτοκινήτων στον δρόμο, ώστε να αποτίσουμε φόρο τιμής στους νεκρούς, να θυμηθούμε έναν πόλεμο ή να αναμένουμε με χαρά την ανακήρυξη της ειρήνης. Το να σταματήσει κανείς τα κομβικά σημεία της ύπαρξης, για να αποκομίσει από αυτήν την ιδιαίτερη δραστηριότητα ακόμα και για ένα λεπτό και να το αφιερώσεις σε ένα πιο βαθύ νόημα, αυτός είναι ο πραγματικός συλλογισμός για την γενιά μας, που δαπανά όλη της την ενέργεια εξωτερικώς και δεν αναγνωρίζει θυσίες πιο σημαντικές από αυτές τις ενέργειας.
Αλλά ακόμα και τότε, η ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία δίνει τόση έμφαση στην κίνηση και δεν δείχνει την ίδια σημασία στην σκέψη, δεν στερείται οπωσδήποτε νοήματος. Η ζωή ανάμεσα στις μηχανές και τα εύφλεκτα υλικά συνήθως αποκαλείται νηφάλια και άψυχη, θεωρείται ότι αποτελεί «παιχνίδι της ασφάλτου», και για να δοθεί έμφαση στην ψυχρή μηχανική της, οι άνθρωποι μιλούν περί της ζωής που διαχωρίζεται από το πεζοδρόμιο της πόλης από το φυσικό έδαφος και τους καρπούς του. Παρατηρώντας την επιφανειακή ροή των εργάσιμων ημερών, ακόμα και των αργιών μας, κάποιος δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με το συμπέρασμα μας. Έχουμε στα αλήθεια αργίες και δεν είναι ο τρόπος που βιώνουμε τον ελεύθερο χρόνο μας μια συνεχής παρατήρηση μιας κίνησης που ξαφνικά σταματά;
Βλέποντας τις μονότονες μάζες ανθρώπων να εγκαταλείπουν την πόλη σε λεπτές, σχεδόν στρατιωτικά δομημένες ουρές , παρατηρώντας τα γήπεδα στα οποία οι άνθρωποι φροντίζουν το σώμα τους ακριβώς όπως ένας εργάτης φροντίζει την μηχανή και τελικώς απορώντας μπροστά στην αυτοματοποιημένη συμπεριφορά του πλήθους στα κέντρα διασκέδασης, που πρακτικά φαίνεται να γιορτάζει μια μυστηριώδη λατρεία του ήχου μιας συνεχώς ρέουσας μουσικής. Παρατηρώντας όλα αυτά δεν μπορεί κανείς παρά να προσέξει, πως ακόμα και η αναψυχή έχει γίνει μια παραλλαγή της εργασίας, έχει γίνει απαραίτητο στολίδι του μηχανισμού και η απαραίτητη συντροφιά του.
Όμως η ζωή αυτή ακόμα δεν ορίζεται μόνο από τους μηχανισμούς, στην επιφάνεια μπορεί να δει κανείς νόημα, αν και δεν μπορεί να το αφουγκραστεί κάποιος αν παραμένει στην επιφάνεια. Σκεφτόμαστε τους εαυτούς μας γερά ασφαλείς, και με όσο πιο πολλές γεωμετρικές μορφές να κυριαρχούν στον κόσμο, τόσο πιο πολύ προσανατολιζόμαστε να ανακαλύψουμε έναν σκοπό στην ζωή, με άλλα λόγια κάτι το λογικό. Αλλά ακόμα και τότε, τα όνειρα, ανακαλύπτουν μια αυστηρή λογική τάξη, η οποία όμως δεν αποκλείει την εμφάνιση εντός τους, νήσων σε έναν μυστηριώδη ωκεανό. Ως εκ τούτου η φύση βρίσκει τον δρόμο της μέσω των πεζοδρομίων των μεγάλων πόλεων και εμφυσεί αληθινή ζωή στο έργο που κάνουν μηχανές και μαριονέτες, μια ζωή η οποία είναι ανώτερη από κάθε χρησιμότητα και που δεν υποκλίνεται στην κυριαρχία των κανόνων των μαθηματικών.
Ενώ ίσως κάποιος δεν θα έπρεπε να απασχολεί τον εαυτό του με το νόημα αυτής της ζωής, μιας και αυτή μπορεί να βιωθεί από πρώτο χέρι και κάποιος στην καλύτερη μπορεί να πιστεύει πως εκπληρώνει αυτό της το νόημα. Στην εξωτερική μορφή της θυμίζει τα σμήνη των κουνουπιών που πετούν από την επιφάνεια των ελών σε όμοιες συστοιχίες. Τότε γιατί αυτοί οι στοίχοι, δίχως να διαλύονται, στέκονται στο νερό, λες και φτιαχτήκαν από πέτρα, όταν τα σωματίδια από τα οποία είναι φτιαγμένες είναι σε συνεχή, χαοτική κίνηση; Μόνο η παρακάτω απάντηση μπορεί να δοθεί: λαμβάνουν σχήμα όχι χάρη στο άθροισμα των κουνουπιών, αλλά γιατί πραγματοποιούν εντός τους μια ανώτερη τάξη πραγμάτων. Στα μαθηματικά το οργανικό όλο δεν είναι ίσο με το άθροισμα των μερών του αλλά είναι ανώτερο από αυτό.
Παρομοίως στην ζωή μας πράγματα τα οποία φαίνονται αρχικά να μην έχουν νόημα, αλλά στην πραγματικότητα έχουν και αυτά ένα απώτερο νόημα. Και αυτό το αίσθημα κενότητας το οποίο μερικές φορές μας καταλαμβάνει, στην ουσία δεν είναι καθόλου φόβος μπροστά στην νηφαλιότητα και την ψυχρότητα της ζωής, αλλά φόβος έναντι αυτής της αξεπέραστης δύναμης με την οποία η ζωή καταλαμβάνει και απορροφά το άτομο, ξεβράζοντας κάθε εμπόδιο που ανυψώνει το άτομο στον δρόμο του. Αυτή η ζωή δεν είναι καθόλου νηφάλια, αντιθέτως, είναι μεθυστική. Μόνο όταν οι άνθρωποι μεθούν, θεωρούν τους ανθρώπους πιο νηφάλιους από ποτέ, και όταν κοιμούνται σε βαθύ λήθαργο θεωρούν τους εαυτούς τους πιο ξύπνιους από ποτέ.
Αλλά ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε τους εαυτούς μας ως εξωτερικούς παρατηρητές που στέκονται σε μια από τις μεγάλες πλατείες στο απόγειο της κίνησης τους. Μια φανταστική εικόνα ξετυλίγεται μπροστά μας: χιλιάδες από τυχαία κινούμενους ανθρώπους, εκκωφαντικές κόρνες αυτοκινήτων, ένας πανίσχυρος καταρράκτης από εναλλασσόμενα φώτα κάθε χρώματος – αυτή η εικόνα δεν μας θυμίζει τα σμήνη κουνουπιών για τα οποία μιλήσαμε παραπάνω; Ασφαλώς, τα πάντα μέσα σε αυτό το ρέμα προσδοκούν τα δικά τους τυχαία συμφέροντα και αυτά, αθροιζόμενα, γεννούν τα ορθολογικά φαινόμενα της οικονομίας και των μεταφορών. Αλλά ακόμα και τότε αυτή η ροή ως ολότητα είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των ατόμων, είναι μια έκφραση μιας παντοδύναμης ζωής που αναβλύζει ως φλόγα από τα έγκατα και καίει σε κάθε ασύνειδο άτομο. Αυτό είναι το αιώνιο νόημα σε έναν ειδικό χωροχρόνο. Στον δικό μας χώρο και χρόνο!
Αυτή η παντοδύναμη ορμή για κατάκτηση είναι ότι καλύτερο που είναι έμφυτο στην ράτσα μας και άνοιξε για εμάς τον δρόμο σε πολλούς μυστηριώδεις κόσμους. Η λαχτάρα μας να ανακαλύψουμε ένα μυστήρια, να πάμε εκεί που το ψυχρό πάθος ενώθηκε με την πύρινη θέληση για ζωή, εμφανίζεται πιο γλαφυρά στον αγώνα για την κατάκτηση των πόλων, τα όρια της Γης μας, που βρίσκονται στο αιώνιο ψύχος και έχουν μια καθαρά μαγική σημασία. Μόνο μέσω αυτού μπορεί να καταλάβει κανείς το τρυφερό αίσθημα, την θυσία και την ετοιμότητα να εκπληρωθεί μια αποστολή. Αλλά το θαυμαστό κατόρθωμα έρχεται, φυσικά, από το πνεύμα το ίδιο, το οποίο εκφράζει αυτήν την αποφασιστικότητα. Μας ωθεί να σκάψουμε τα χαλάσματα αγνώστων πόλεων, να ρίξουμε δίχτυα στα άδυτα του ωκεανού προς αναζήτηση νέων πλασμάτων, και να πληθύνουμε περασμένες εποχές με φανταστικά πλάσματα. Παντού όπου απλώνεται η ματιά μας, η ζωή υπόσχεται την περιπέτεια και αυτοί οι οποίοι στην ουσία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας καθρέπτης από έναν καθρέφτη που αντανακλά την ζωή μας.
Όμως ακριβώς αυτό είναι, η ζωή μας, από την οποία οι συμβολικοί αυτοί κύκλοι αναβλύζουν προς κάθε κατεύθυνση, που αποτελεί την πιο αποκομμένη από εμάς, περιοχή. Όμως ακόμα, καμία από τις μαγικές πόλεις της αρχαίας Ανατολής δεν μπορεί να συγκριθεί με την μεγαλούπολη της εποχής μας. Ναι, στα βάθη του ωκεανού υπάρχουν θαυμαστά πλάσματα, ψάρια που φωτίζουν το διάβα τους με πολύχρωμα φώτα, ψάρια που εξαπολύουν μελανά σύννεφα αλλά μπορούν αυτά να συγκριθούν με τα όργανα τα οποία έχουμε προς χρήση στην ζωή μας; Ασφαλώς ξαφνιαζόμαστε, αλλά όχι τόσο πολύ, χάνοντας το επουσιώδες. Δεν είναι η πρόοδος που είναι εκπληκτική, η οποία σαν έναν ικανό μάγο μας παρουσιάζει θαυμαστά κατορθώματα – κάθε τι νέο και ανήκουστο είναι ήδη γνωστό την επόμενη μέρα. Δεν είναι ο ρυθμός της κίνησης που είναι εκπληκτικός αλλά η ορμή από πίσω του που πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Δεν είναι τα όργανα τα οποία είναι θαυμαστά, αλλά το αιώνιο νόημα που τα δημιουργεί.
«Κάθε τι μεταβλητό δεν είναι παρά μια εικόνα» αλλά ακριβώς για αυτό είναι που απαιτεί αποθέωση. Πρέπει να απομονωνόμαστε εσωτερικώς από την καθαρά μηχανική διαδικασία της σύγχρονης ζωής, και ολοκληρωτικά να διαλυθούμε στην επιφάνεια της. Κάθε στιγμή αυτής της ζωής περιέχει εντός της βάθος και επιφάνεια, αυτό που γίνεται και αυτό που έγινε. Μόνο αποτιμώντας τα εξωτερικά φαινόμενα μπορούμε να καταλάβουμε το πνεύμα της κινητοποιούσας δύναμης, μόνο σε οτιδήποτε που αφορά το γίγνεσθαι, αυτό που οι λόγιοι αποκαλούν την natura naturans, μπορεί να ανακαλύψει κανείς την ζωντανή ουσία αυτού του οποίου έγινε. Μόνο ζώντας εντός ενός μεγάλου πολέμου μπορούμε να αποκτήσουμε την ικανότητα μιας διπλής οράσεως. Αυτή η όραση αντανακλάται στις δημιουργίες του μαγικού ρεαλισμού, όπου κάθε γραμμή του εξωτερικού κόσμου υποτάσσεται στις αυστηρές μαθηματικές φόρμουλες, και μέσω της ψυχρής του επιφάνειας, με ακατανόητο τρόπο αναβλύζει μια θερμή και μυστηριώδη λάμψη. Δεν είμαστε υλιστές, προσπαθούμε να αποκαλέσουμε εαυτούς ως ρεαλιστές μιας και ο πόλεμος μας δίδαξε αυτή την όραση. Ας δει κάποιος το σύγχρονο πολεμικό σκάφος. Μια έκφραση σιδηράς βουλήσεως, άνθρακος και ατσαλιού, λαδιού, εκρηκτικών και ηλεκτρισμού, μιας ειδικά διαμορφωμένης ομάδας ανθρώπων – από τον ναύαρχο ως τον καρβουνιάρη – με άλλα λόγια, ένα χειροκίνητο θαύμα ακριβούς μηχανικής, πρακτικής από κάθε άποψη, με αξία εκατομμυρίων. Και μόνο σε μερικά δευτερόλεπτα βουλιάζει, θυσιαζόμενο στο όνομα πραγμάτων τα οποία δεν μπορούν να είναι γνωστά με βεβαιότητα, τα οποία μόνο να πιστέψει κανείς μπορεί σε αυτά. Το φλεγόμενο πλοίο βουλιάζει αλλά δεν κατεβάζει την σημαία. Από τις κραυγές του «αέρα» συμμετέχει στην αιωνιότητα και φαίνεται πως η μοίρα μεθάει το αίμα. Στις μακρινές θάλασσες θυσιάστηκε για μια πατρίδα, που σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να σβήσει από την ιστορία την επόμενη μέρα.
Οι κραυγές ενός θνήσκοντος πληρώματος που διαπερνά τις καρδιές μας και φτάνουν στα βάθη των ψυχών μας, όπως ο κεραυνός φωτίζει το χάσμα μεταξύ δυο κόσμων – ένα χάσμα που γίνεται αντιληπτό από τον καθένα από εμάς, από τον βιομηχανικό εργάτη έως τον γραμματέα που κάθεται πίσω από έναν πολυγράφο. Φυσικά δεν μιλάμε για την δόξα του ήρωα που τραβά νεαρούς άνδρες προς μεγαλειώδη κατορθώματα, αλλά ομιλούμε περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου καθ’ αυτήν. Και για όσο κρατά ο αγώνας – και φυσικά κρατά – δεν αποτελούμε μέρη μόνο αυτού που έγινε, συμμετέχουμε και στο γίγνεσθαι. Όσο δεν είμαστε ικανοποιημένοι με ορθολογικούς στόχους δεν θα σταματήσουμε να επιθυμούμε να αποκτήσουμε νόημα. Το να μην δεχτούμε στην ονομαστική του αξία αλλά ως ένα σύμβολο για το οποίο θα είμαστε έτοιμοι για κάθε θυσία, μεγάλη ή μικρή – αυτή είναι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Ως εκ τούτου ο καθένας μπορεί να κάνει μια επαρκή συνεισφορά, να υιοθετήσει το εθιμικό για το οποίο μιλήσαμε προηγουμένως στην αρχή. Έτσι και αλλιώς ένα και μόνο λεπτό είναι αρκετό για να συλλογιστούμε. Ανάμεσα στα αυτοκίνητα και τις φωτεινές πινακίδες της μεγαλούπολης, στις παχιές μαζικές συναθροίσεις, στους μηχανικούς ρυθμούς της δουλειάς και της διασκέδασης, στην φασαρία της σύγχρονης Βαβυλώνας ο καθείς μπορεί να κάνει την εφικτή του συνεισφορά σταματώντας για ένα λεπτό, όπως ένας άνθρωπος από έναν άλλο κόσμο που με παιδικό ενθουσιασμό θα πει: «Ναι, υπάρχει νόημα σε όλα αυτά, ένα βαθύ νόημα, και εγώ επίσης το εκπληρώνω».