Ο Gabriele d’ Annunzio ήταν ποιητής, στρατιωτικός και ένας από τους πρωτεργάτες του ιταλικού Εθνικισμού του προηγούμενου αιώνα. Από τα 16 άρχισε να δείχνει το ταλέντο του στην ποίηση και την λογοτεχνία όταν άρχισε να γράφει στην Ρώμη. Ένα από τα πρώτα του έργα ήταν “Οι ιστορίες της Πεσκάρα”. Η πρώτη επίσκεψη στην Ελλάδα το 1895 τον επηρέασε βαθιά. Εμπνευσμένος από το μεγαλείο του Ελληνικού πολιτισμού έγραψε το επικό ποίημα Laus Vita, με το οποίο θα αναδείκνυε την εικόνα του έθνους της Ιταλίας. Οι αρχές του εικοστού αιώνα έφερναν νέα ιδανικά από τα οποία επηρεάστηκαν οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Οι ευγενείς ιδέες έρχονταν στο προσκήνιο.
Ο d’ Annunzio έγραψε “Το πλοίο”, το οποίο δημιούργησε κλίμα ενθουσιασμού και Εθνικισμού όπου παίχτηκε διότι αναφέρονταν στην πόλη της Βενετίας που βρίσκονταν υπό αυστριακή διοίκηση. Η ιταλική νεολαία λάτρεψε το έργο ενώ η αυστριακή κυβέρνηση επέδωσε νότα διαμαρτυρίας στο ιταλικό υπουργείο εξωτερικών. Το 1900 έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού κόμματος το οποίο είχε πρόεδρο τον Mussolini και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ιδεολογία του κινήματος, κατευθύνοντας το προς την εθνική συνείδηση και απομακρύνοντας το από τις διεθνιστικές ιδέες. Οι βάσεις είχαν ήδη τεθεί.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η αφορμή για τον d’ Annunzio όπως και για τους Ιταλούς Εθνικιστές, της επιστροφής της Ιταλίας στα παλαιά μεγαλεία. Με πύρινους λόγους εξυμνούσε τις αρετές της νεολαίας που θα πολεμούσε τους εχθρούς για να κάνει φέρει το έθνος της στην κορυφή. Υπηρετώντας στην αεροπορία της χώρας του, έγραψε λαμπρές σελίδες δόξας πετώντας πολλές φορές πάνω από τις Άλπεις. Ήρωας του ήταν ο μυθικός Αχιλλέας του οποίου υιοθέτησε την πολεμική κραυγή.
Τιμήθηκε με πάρα πολλά μετάλλια ανδρείας για τα κατορθώματα του. Όμως το ένα του μάτι είχε υποστεί ζημιά και τον συμβούλευσαν να μην ξαναπετάξει. Ήταν 52 χρονών και είχε ήδη συνεισφέρει τα μέγιστα στην εθνική λογοτεχνία της χώρας. Το τέλος του πολέμου δεν απέφερε στην Ιταλία τα οφέλη που περίμενε. Παρόλο που ήταν με την μεριά των νικητών, η ιταλική πόλη του Φιούμε παρέμενε κάτω από διεθνή κυριαρχία ενώ η τότε ιταλική κυβέρνηση σχεδίαζε να την παραδώσει στους Σλάβους. Μια τέτοια ενέργεια ήταν αδιανόητη για το συνεχώς ανερχόμενο Εθνικιστικό Κίνημα.
Νεαροί αξιωματικοί δημιούργησαν ένα εκστρατευτικό σώμα έχοντας ως σύνθημα την φράση: Φιούμε ή θάνατος! Ζήτησαν από τον d’ Annunzio να ηγηθεί του σώματος που θα απελευθέρωνε την πόλη. Εκείνος δέχτηκε και έτσι το πρωί της 12ης Σεπτεμβρίου του 1919 ξεκίνησαν με 287 άτομα την πορεία για το Φιούμε. Από όποια ιταλική πόλη περνούσαν γινόταν δεκτοί με ενθουσιασμό ενώ όλο και περισσότεροι εθελοντές πλαισίωναν την εκστρατεία. Μέχρι να φτάσουν στην πόλη του Φιούμε ήταν ήδη χίλιες.
Διοικητής της διεθνούς δύναμης που κατείχε την πόλη ήταν ο Ιταλός στρατηγός Πιτταλούγκα. Μόλις είδε τον d’ Annunzio με την στρατιωτική στολή και τα μετάλλια του, δάκρυσε από συγκίνηση και αναφώνησε: «Μεγάλε ποιητή. Δεν θα γίνω εγώ η αιτία να χυθεί ιταλικό αίμα». Εισήλθαν μαζί στην πόλη όπου και έγινε η επίσημη παράδοση της στις εθνικιστικές δυνάμεις. Η απελευθέρωση του Φιούμε σκόρπισε άκρατο ενθουσιασμό στην υπόλοιπη Ιταλία και άνθρωποι από όλα τα ιδεολογικά ρεύματα αναγνώρισαν την αξία του d’ Annunzio. Ο ίδιος δήλωσε πως σε αυτόν τον τρελό και κακό κόσμο το Φιούμε είναι το σύμβολο της ελευθερίας.
Αμέσως ανακήρυξε το “Ελεύθερο κράτος του Φιούμε”. Διατήρησε την μεσαιωνική αρχιτεκτονική εικόνα της πόλης, για τους νέους προβλέπονταν μόρφωση και υποχρεωτική φυσική αγωγή, τα πολιτικά κόμματα αντικαταστάθηκαν από συνδικάτα εργαζομένων και παραγωγών. Το όνειρο όμως κράτησε για δεκαπέντε μήνες. Η Ιταλική κυβέρνηση είχε συμφωνήσει αμέσως μετά την διεθνή στρατιωτική δύναμη που κατείχε την πόλη, να την παραδώσει μετέπειτα στους Σλάβους. Αποφασίστηκε ο αποκλεισμός του Φιούμε έτσι ώστε η έλλειψη τροφίμων και αποθεμάτων να αναγκάσει τον d’ Annunzio να αποχωρήσει.
Ο ίδιος πρότεινε στους Εθνικιστές της Ιταλίας των οποίων προΐστατο ο Mussolini να ενωθούν και να εισβάλλουν στην Ρώμη. Κάτι τέτοιο θεωρήθηκε άκαιρο από τον Mussolini ο οποίος έβλεπε στο πρόσωπο του d’ Annunzio έναν σοβαρό ανταγωνιστή. Παράλληλα ο ιταλικός στρατός έφθασε με δύναμη είκοσι χιλιάδων ανδρών για να διώξει τις δυνάμεις του Ποιητή. Την πόλη υπεράσπιζαν τρεις χιλιάδες Εθνικιστές. Οι πρώτες εχθροπραξίες άρχισαν στις 24 Δεκεμβρίου του 1920. Ο d’ Annunzio προβλέποντας την καταστροφή της πανέμορφης πόλης από τους βομβαρδισμούς και την εμφύλια σύρραξη που είχε ήδη αρχίσει, αποφάσισε να αποσυρθεί με τις δυνάμεις του. Το Φιούμε αργότερα παραδόθηκε από τους Ιταλούς στην Γιουγκοσλαβία!
Ο d’ Annunzio τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα απομονωμένο σπίτι στην Ιταλία όπου και ξανάρχισε το γράψιμο. Ήταν η πλέον δημοφιλής προσωπικότητα της χώρας. Παρόλη την προδοσία του Mussolini, αρνήθηκε να ταχθεί στο πλευρό των αντιφασιστών. Στις 27 Οκτωβρίου του 1922 οι δυνάμεις του Mussolini κατέλαβαν την εξουσία. Η ιδεολογία τους επηρεάστηκε από εκείνη του d’ Annunzio, υιοθέτησαν από τον στρατό του την ενδυμασία με τα μαύρα πουκάμισα, όπως και τον ρωμαϊκό χαιρετισμό. Το καθεστώς, αν και ο Ποιητής κρατούσε κάποιες αποστάσεις, τον τίμησε απονέμοντας του τον τίτλο του Στρατηγού, του Πρίγκιπα και του προέδρου της Ιταλικής Ακαδημίας ενώ δημοσίευσε όλες του τις δημιουργίες. Την πρώτη Μαρτίου ο Ιταλός έφυγε με τιμές ήρωα από αυτή τη ζωή έχοντας αγωνιστεί για τα υψηλά ιδανικά της αρίστης κοσμοθεωρίας.