Λίγοι είναι οι Γάλλοι αναμεταξύ των οποίων το όνομα Jean Thiriart φέρνει μια ανάμνηση στο νου. Όμως από το 1960 έως το 1969, μέσω της διεθνικής Ευρωπαϊκής οργάνωσης «Jeune Europe» και του μηνιαίου έντυπου «La Nation Européenne» ο Thiriart καθοδήγησε την ακόμη απαράμιλλη πρώτη προσπάθεια, της δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού επαναστατικού εθνικιστικού κόμματος, και ξεκάθαρα καθόρισε στα γραπτά του το τι είναι αυτό που σχηματοποιεί τον δογματικό κώδικα ενός όχι ευκαταφρόνητου μέρους των εθνικιστικών κινημάτων στην Ευρώπη.
Γεννημένος σε μια μεγάλη φιλελεύθερη οικογένεια στην Λιέγη η οποία επεδείκνυε ισχυρές συμπάθειες στην αριστερά, ο Jean Thiriart στρατεύθηκε πρώτα στην οργάνωση «Jeune Garde Socialiste» και στην «Ένωση των Αντιφασιστών Σοσιαλιστών», μετέπειτα κατά την διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην «Fichte Bund» (μια ένωση προερχόμενη από το Εθνικομπολσεβίκικο κίνημα του Αμβούργου της δεκαετίας του 1920), και στον σύνδεσμο «Amis du Grand Reich Allemand», ο οποίος συγκέντρωνε στοιχεία της εξτρεμιστικής αριστεράς στην Βαλλωνία ευμενώς διακείμενα στην Ευρωπαϊκή συνεργασία, ακόμα και στην προσάρτηση στο Ράιχ.
Καταδικασμένος σε τρία χρόνια φυλάκισης από το καθεστώς της “Απελευθέρωσης”, ο Thiriart επανεμφανίστηκε πολιτικά μόλις το 1960, συμμετέχοντας κατά την αποαποικιοποίηση του Κονγκό στην ίδρυση της οργάνωσης «Comité d’Action and de Défense des Belges d’Afrique» η οποία μετατράπηκε σε λίγες εβδομάδες στην «Mouvement d’ Action Civique» (MAC). Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Thiriart μετασχημάτισε αυτό το Πουζαδιστικό γκρουπούσκουλο (σ. σ. ο Πουζαδισμός υπήρξε λαϊκίστικο δεξιό κίνημα κινητοποίησης των κατώτερων μεσαίων στρωμάτων, των καταστηματαρχών, των αγροτών και των τεχνιτών ενάντια στο κράτος και το μεγάλο κεφάλαιο, με πρόταγμα την αντίθεση στην ασφυκτική φορολογία εις βάρος τους, το οποίο εκφράστηκε πολιτικά στις Γαλλικές εκλογές του 1956 με σχετικά μεγάλη επιτυχία) σε μια αποτελεσματική επαναστατική δομή – πιστεύοντας ότι η ανάληψη της αρχής από την «Οργάνωση Μυστικού Στρατού» (OAS) στην Γαλλία θα αποτελούσε ένα δυνητικά σπουδαίο εφαλτήριο για την Ευρωπαϊκή επανάσταση – η οποία προσέφερε αποτελεσματική υποστήριξη στον Μυστικό Στρατό.
Συγχρόνως, οργανώθηκε μια συνάντηση στην Βενετία στις 4 Μαρτίου του 1962. Συμμετέχοντες σε αυτήν, πέρα από τον Thiriart που εκπροσώπησε την MAC και το Βέλγιο, ήταν το MSI για την Ιταλία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ράιχ για την Γερμανία, και το «Union Movement» του Oswald Mosley για την Μεγάλη Βρετανία. Σε μια κοινή διακήρυξη, οι οργανώσεις αυτές ανακήρυξαν την θέληση τους να ιδρύσουν ένα «Εθνικό Ευρωπαϊκό Κόμμα, προσανατολισμένο στην ιδέα της Ευρωπαϊκής ενότητας, το οποίο δεν θα αποδεχτεί την δορυφοροποίηση της δυτικής Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και δεν θα απορρίψει την επανένωση με τις χώρες τις ανατολικής, από την Πολωνία στην Βουλγαρία, μέσω Ουγγαρίας». Το Ευρωπαϊκό Εθνικό Κόμμα έμελλε να έχει μια άκρως σύντομη ύπαρξη, διότι ο αρχαϊκός και στενός εθνικισμός των Ιταλών και των Γερμανών γρήγορα διέσπασε τις φιλοευρωπαϊκές δεσμεύσεις. Αυτό το γεγονός, επιπρόσθετα στο άδοξο τέλος της OAS προκάλεσαν τον Thiriart να αναστοχαστεί, και έβγαλε το συμπέρασμα πως η μόνη λύση ήταν η δημιουργία από την αρχή ενός Επαναστατικού Ευρωπαϊκού Κόμματος, σε ένα κοινό μέτωπο με κόμματα και χώρες αντιτιθέμενες στην τάξη της Γιάλτας.
Ολοκληρώνοντας την δουλειά η οποία άρχισε από τα τέλη του 1961, η MAC μετατράπησε στην «Jeune Europe» τον Ιανουάριο του 1963, μια Ευρωπαϊκή οργάνωση η οποία τοποθετούνταν στην Αυστρία, την Γερμανία, την Ισπανία, την Γαλλία, την Μεγάλη Βρετανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, την Πορτογαλία και την Ελβετία. Το νέο κίνημα είχε ένα στυλ διαφορετικό από τα συνηθισμένα εθνικιστικά κινήματα. Ήταν πολύ σκληρά δομημένο, επιμένοντας στην ιδεολογική διαμόρφωση σε αληθινά εκπαιδευτικά πλαίσια, προσπαθώντας να θέσει σε ισχύ ένα εμβρυϊκό κεντρικό συνδικάτο, το «Συνδικάτο της Ευρωπαϊκής κοινότητας». Επιπλέον, η Jeune Europe επιθυμούσε να ιδρύσει τις Ευρωπαϊκές Επαναστατικές Ταξιαρχίες για να ξεκινήσουν την ένοπλη πάλη ενάντια στον κατοχικό Αμερικανό, και αναζήτησε εξωτερική υποστήριξη. Έτσι έγιναν επαφές με την Κομμουνιστική Κίνα, την Γιουγκοσλαβία, και την Ρουμανία, ακόμα και με το Ιράκ, την Αίγυπτο και την Παλαιστινιακή Αντίσταση.
Εάν ο Jean Thiriart ήταν αναγνωρισμένος ως ένας υπολογίσιμος επαναστάτης – συνάντησε τον Chou En Lai το 1966 και τον Nasser το 1968, και του είχε απαγορευθεί να επισκέπτεται πέντε Ευρωπαϊκές χώρες! – και εάν η στρατιωτική υποστήριξη των ακτιβιστών του στην αντισιωνιστική μάχη ήταν αδιαφιλονίκητη – ο πρώτος ένοπλος Ευρωπαίος που έμελλε να πέσει στον αγώνα κατά του Σιωνισμού Roger Coudroy, ήταν μέλος της Jeune Europe – οι δυνητικοί του σύμμαχοι παρέμειναν περιορισμένοι ελέω ιδεολογικών αντανακλαστικών ή μιας διακοσμητικής κοσμιότητας η οποία τους εμπόδισε να παράσχουν την επιθυμούμενη οικονομική και υλική βοήθεια στην Jeune Europe. Επιπροσθέτως μετά τις κρίσεις της αποαποικιοποίησης η Ευρώπη ωφελήθηκε από μια δεκαετία οικονομικής ευημερίας η οποία έκανε την επιβίωση ενός επαναστατικού κινήματος πολύ δύσκολη.
Παρ’ όλα αυτά, ο τύπος της οργάνωσης, πρώτα «Jeune Europe» , μετά «La Nation Europeen», είχε ένα συγκεκριμένο κοινό και αριθμούσε υψηλού επιπέδου συνεργάτες ανάμεσα στους οποίους ο συγγραφέας Pierre Gripari, ο βουλευτής στον νομό Αλπ–Μαριτίμ Francis Palermo, ο Σύριος πρέσβης στις Βρυξέλλες Selim El Yafi, ο πρέσβης του Ιράκ στο Παρίσι Nather El Omari, όπως επίσης και ο Tran Haoi Nam, επικεφαλής της αποστολής των Βιετκόνγκ στο Αλγέρι, και περισσότερες προσωπικότητες όπως ο Αμερικανός Μαύρος ηγέτης Stokely Carmichael, ο συντονιστής της εκτελεστικής γραμματείας της FLN Cherif Belkacem, οι διοικητές Si Larbi και Djambil Mendimred, αμφότεροι διευθύνοντες στο Αλγερινό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (FLN), και τον προκάτοχο του Arafat στην ηγεσία του PLO, Ahmed Choukeri, παραχώρησαν συνεντεύξεις χωρίς δυσκολία. Όσο για τον Στρατηγό Peron, κατά την εξορία του στην Μαδρίτη, θα δηλώσει «διαβάζω τακτικά την La Nation Europeen και ασπάζομαι ολότελα τις ιδέες της, αυτές που αφορούν τον κόσμο και όχι μόνο την Ευρώπη».
Το 1969, απογοητευμένος από την σχετική αποτυχία της κινήσεως του και την δειλία των εξωτερικών του υποστηρικτών, ο Thiriart αποκήρυξε τον ένοπλο αγώνα. Παρά τις προσπάθειες μερικών στα πλαίσια της οργάνωσης Jeune Europe, η οργάνωση δεν θα μπορούσε να επιβιώσει μετά την αποχώρηση του κύριου ηγέτη της. Ωστόσο, οι καταβολές του αξιώθηκαν, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, από τους ακτιβιστές της οργάνωσης «Lutte du Peuple» σε Γερμανία, Αυστρία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία και Ελβετία, στην δεκαετία του ’80 από τα επιτελεία του Βέλγικου περιοδικού «Volonté Européen» και του Γαλλικού περιοδικού «Le Partisan Européen», όπως και στην τάση “Les Tercéristes Radicaux” εντός του Γαλλικού Εθνικοεπαναστατικού κινήματος “Τρίτος Δρόμος”.
Ο Jean Thiriart θα άφηνε την πολιτική εξορία το 1991, για να υποστηρίξει την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, το οποίο υπήρξε ο μόνος διάδοχος της Jeune Europe. Ήταν με μια αντιπροσωπεία του EFL που πήγε στην Μόσχα το 1992 για να συναντήσει τους διευθύνοντες της Ρώσικης αντιπολίτευσης στον Boris Yeltsin. Δυστυχώς ο Jean Thiriart υπέστη έμφραγμα σύντομα μετά την επιστροφή του στο Βέλγιο. Άφησε ανολοκλήρωτες πολλές θεωρητικές εργασίες στις οποίες ανέλυε την αναγκαιότητα της εξέλιξης της Αντι–Αμερικανικής μάχης υπό το φως της εξαφάνισης της Ε.Σ.Σ.Δ.
Εμπνευσμένος από τους Machiavelli και Pareto, ο Thiriart αποκαλούσε τον εαυτό του ως έναν “δογματικό εθνικιστή” και απέρριπτε τις συνηθισμένες ταξινομήσεις της πολιτικής, του άρεσε να παραπέμπει στην ρήση του Ortega y Gasset «Το να είσαι με την Αριστερά ή το να είσαι με την Δεξιά είναι το να επιλέγεις έναν από τους αναρίθμητους τρόπους ώστε να είναι ένας άνθρωπος βλάκας. Αμφότερες, άλλωστε, είναι μορφές ηθικής ημιπληγίας». Ο εθνικισμός που εκείνος ανέπτυξε ήταν μια βουλητική δράση, ο κοινός πόθος μιας μειοψηφίας να συνειδητοποιήσει κάτι. Συνεπώς ήταν βασισμένος μόνο σε γεωπολιτικές θεωρήσεις. Κατ’ αυτόν, μόνο έθνη ηπειρωτικής εκτάσεως (Η.Π.Α., Κίνα, Ε.Σ.Σ.Δ.) έχουν μέλλον, συνεπώς για να προσδοθεί στην Ευρώπη μεγαλείο και σημαντικότητα, αυτή θα έπρεπε να ενωθεί, μέσω της δημιουργίας ενός Επαναστατικού Κόμματος Λενινιστικού τύπου το οποίο αμέσως θα εκκινούσε τον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα ενάντια στον κατοχικό Αμερικανό και τους συνεργάτες του, τα συστημικά κόμματα και τα αποικιακά στρατεύματα του ΝΑΤΟ. Η Δυτική Ευρώπη, απελευθερωμένη και ενωμένη θα μπορούσε να αναλάβει την διαπραγμάτευση με την Ε.Σ.Σ.Δ. ώστε να οικοδομήσει την Μεγάλη Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία από το Galway στο Vladivostok, ικανή από μόνη της να αντισταθεί στην νέα Αμερικανική Καρχηδόνα, και στο Κινέζικο μπλοκ με τους δισεκατομμύρια κατοίκους του.
Αντιτιθέμενος στα συνομοσπονδιακά ή ομοσπονδιακά μοντέλα, όπως αυτά της “Ευρώπης με τις εκατό σημαίες”, ο Thiriart καθόρισε τον εαυτό του ως έναν “Ιακωβίνο μιας πολύ Μεγάλης Ευρώπης” θέλοντας να δομήσει ένα ενιαίο έθνος συλλαμβανόμενο στην βάση ενός εθνικισμού της ενσωμάτωσης, μιας εκτεταμένης αυτοκρατορίας η οποία θα χορηγούσε πλήρη υπηκοότητα και την πνευματική και κριτική κληρονομιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Στον οικονομικό σχεδιασμό ο Thiriart απέρριπτε την “οικονομία του κέρδους” (τον καπιταλισμό) και την “οικονομία της ουτοπίας” (τον κομμουνισμό) για να συνηγορήσει υπέρ της “οικονομίας της δύναμης” η οποία στοχεύει στην μέγιστη ανάπτυξη του εθνικού δυναμικού. Σίγουρα σύμφωνα το πνεύμα του, η μόνη βιώσιμη διάσταση για αυτήν την οικονομία είναι η Ευρωπαϊκή διάσταση. Θιασώτης του Johann Gottlieb Fichte και του Friedrich List, ο Thiriart ήταν υπέρμαχος της “αυτάρκειας των μεγάλων χώρων”. Συνεπώς η Ευρώπη, αφήνοντας το IMF και με το δικό της νόμισμα, προστατευμένη από σκληρά εμπόδια, και διασφαλισμένη από την δική της επάρκεια, θα μπορούσε να διαφύγει των νόμων της παγκόσμιας οικονομίας.
Αν και χρονολογούνται από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, τα βιβλία του Jean Thiriart παραμένουν εκπληκτικά επίκαιρα. Από το 1964, περιέγραψε την εξαφάνιση του “Ρώσικου Κόμματος” στην Ευρώπη, περισσότερο από δέκα χρόνια πριν την γέννηση του Ευρωκομμουνισμού και σχεδόν εικοσιπέντε πριν τις αναταραχές στις Ανατολικές χώρες. Ακόμα και η περιγραφή του για το Αμερικανικό Κόμμα, τις χιλιάδες “Κουίσλινγκς των Αμερικανών”, είναι ακόμα η πραγματικότητα στην Ευρώπη σήμερα, όπως οι θέσεις των περισσότερων πολιτικών αποτυπώθηκαν στον Πόλεμο του Κόλπου, στις συγκρούσεις στην Γιουγκοσλαβία, και στα τελευταία Αφρικανικά ξεσπάσματα. Και η ανάλυση του για τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό δεν έχει παλιώσει, το 1966 πρότεινε την ανάγνωση του Yankee James Burnham, μια συμβουλή επίκαιρη να ακολουθήσει κανείς, ώστε να βρούμε στο βιβλίο του “Ο Αγώνας για τον Κόσμο”, φράσεις όπως «Είναι αναγκαίο να αποκηρυχθεί ότι απομένει από το δόγμα της ισότητας των εθνών. Οι Η. Π. Α. πρέπει να αναμετρηθούν ανοιχτά για την διεύθυνση της παγκόσμιας πολιτικής».
Διαφιλονικούμενος από ορισμένες μεριές (υπερβολικός Ιακωβινισμός, ακραίος ορθολογισμός κ.α.), δεν θα αγνοήσουμε όμως ότι ο Thiriart παραμένει ένας από τους σπουδαιότερους μέντορες του τελευταίου αιώνα. Είναι ευθύνη μας να καλλιεργήσουμε αυτές τις θεωρίες, να τις αξιολογήσουμε και να τις υπερβούμε ώστε να αντιμετωπίσουμε το μέλλον στο έτος 2000.
Μετάφραση από την ιστοσελίδα voxnr.fr, κείμενο του Γάλλου Εθνικιστή Christian Bouchet.