Κανένα μεγάλο πολιτικό κίνημα δεν μπορεί να προσπεράσει την δοκιμασία της ποίησης. Δεν υπάρχει μεγάλο πολιτικό κίνημα που να μην είναι εν μέρει και ποιητικό κίνημα. Εννοείται ότι αυτοί οι δυο ισχυρισμοί δεν σημαίνουν ότι κάθε λογοτεχνική σχολή γεννιέται και με ένα νέο καθεστώς, αλλά ότι ένα ζωντανό καθεστώς συμπεριλαμβάνει αναγκαστικά και την δική του στάση ζωής, και ότι στις συλλογικές του τελετές και στην συλλογική του τέχνη, μπορεί να δει κανείς να ξεπροβάλλει μια αισθητική εντύπωση σε συμφωνία με την πολιτική του ιδεολογία. Αυτό ίσχυε για την αρχιτεκτονική του Λουδοβίκου του 14ου και για τον σοβιετικό κινηματογράφο. Αυτό ισχύει σήμερα και για την εθνικοσοσιαλιστική τέχνη.
Η γαλλική Τρίτη Δημοκρατία ήταν ένα νεκρό καθεστώς, διότι ήταν ένα αντιαισθητικό καθεστώς, το οποίο δεν δημιούργησε τίποτα, του οποίου οι διευθύνοντες ζούσαν σε κτήρια κατά τον παλιό ρυθμό και μέγαρα απομιμήσεις και επειδή τίποτα στις τελετές του δεν είχε το παραμικρό στυλ. Δεν υπάρχει επ’ ουδενί πραγματικός εθνικισμός που να μην ανυψώνει πάνω και από την ίδια την θεωρία και την δράση, ένα είδος μυστηριακής αύρας, στην οποία να καθρεφτίζονται όλες οι δυνάμεις της φυλής. Στον ιταλικό φασισμό και ποιος δεν μπορεί να δει πόσο μεγάλη θέση κατέχει το Impero και τα αναθηματικά σχήματα που αναδύονται από το ρωμαϊκό παρελθόν; Και στον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, στις τεράστιες ανοιξιάτικες και φθινοπωρινές τελετές του, δεν ξαναβρίσκουμε πρώτα από όλα το παλαιό γερμανικό άσμα του λιωσίματος του μετάλλου, της φωτιάς και του δάσους; Παντού, όπου τα έθνη θέλησαν να εγερθούν από τον λήθαργο τους, στράφηκαν προς το πιο μακρινό παρελθόν και το ανέστησαν, όχι με μουσειακό τρόπο, αλλά με τον τρόπο μιας παντοτινά ζωντανής θρησκείας. Ιδίως ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός, χωρίς αμφιβολία, κατάφερε με το ποιητικό του έργο να κάνει το σύνολο των πιο απίθανων θεαμάτων της εποχής μας.
Η προπολεμική Νυρεμβέργη με τους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους την νύχτα υπό το φως τον προβολέων, τα πλήθη που ξεχύνονταν σαν φαιοκόκκινα ποτάμια, οι θεοί του σταδίου, οι στρατιώτες, συνθέτουν στις αναμνήσεις μας την πιο εκθαμβωτική ταινία που θα μπορούσε να υπάρξει. Και αυτό ήταν όμορφο, όχι μόνο από την τέχνη που ξεδιπλωνόταν εκεί, αλλά επειδή αυτή η τέχνη σήμαινε κάτι. Συνεχώς φαίνονταν να ενσαρκώνονται οι δυνάμεις του αίματος και της γης και το ωραίο δεν ήταν ποτέ αντικείμενο λογιότητας. Έτσι, μέσα στα όρια της παλιάς μεσαιωνικής πόλης, το παρόν τείνοντας το χέρι στο μέλλον, έτεινε και άλλο ένα χέρι και προς το παρελθόν, και ολόκληρη η Γερμανία έμοιαζε να είναι παρούσα.
Εμείς που δεν θέλουμε επ’ ουδενί να αντιγράψουμε, εμείς που δεν θέλουμε επ’ ουδενί να μιμηθούμε, αλλά που ξέρουμε να αναγνωρίζουμε σε κάθε ιδιαίτερη εμπειρία το καθολικό δίδαγμα που περιλαμβάνεται σε αυτήν, τι συμπεράσματα οφείλουμε να βγάλουμε; Και εμείς, εάν είχαμε ένα Κράτος, θα μπορούσαμε να έχουμε την δική μας εθνική και σοσιαλιστική ποίηση. Όχι αναβιώνοντας χαριτωμένους και ξεπερασμένους θρύλους για τους λάτρεις του φολκλόρ, όχι καταγράφοντας τραγούδια της επαρχίας, αλλά παίρνοντας ως παράδειγμα τους αναστημένους λαούς, ώστε να περάσουμε την ιστορία στο παρόν. Μα είναι εφικτό κάτι τέτοιο; Δεν ξέρω, διότι εδώ πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο εγχείρημα. Πρέπει το σχολείο, πρέπει η εκπαίδευση να προετοιμάσουν την κατανόηση της ουσίας των γαλλικών τελετών που θα θέλαμε. Ίσως θα έπρεπε να απαλλαγούμε και από το ελληνο–λατινικό σύμπλεγμα που κάνει έναν Γάλλο ποιητή να θεωρεί τους αργοναύτες πιο φυσικούς από τις σταυροφορίες, και την Ζαν Ντ’ Αρκ, τον Ντυ Γκελέν ή την Σαρλότ Κορνταί λιγότερο προσιτούς από την Φαίδρα, τον Καίσαρα και την Αντιγόνη. Πρέπει να επιστρέψουμε στις πραγματικές πηγές της φυλής μας και αυτό είναι μια τεράστια δουλειά.
Όμως, είναι βέβαιο ότι η εθνικοσοσιαλιστική εμπειρία θα έχει στην εποχή μας την ιδιαίτερη τιμή να κάνει τις μάζες να αντιληφθούν την αίσθηση του ωραίου, την οποία έμοιαζαν να έχουν χάσει. Οι μίζεροι σοσιαλιστές, στον 19ο αιώνα, ονειρεύονταν μαζικά θεάματα και καταντήσαμε να ανεβαίνουν από ηθοποιούς της Comédie Française κάτι μουχλιασμένα έργα του Ρομαίν Ρολάν, όταν δεν ήταν του Ζαν Ρισάρ Μπλος. Όμως, τα πραγματικά μαζικά θεάματα ήταν στην Νυρεμβέργη, όπου καθένας συμμετείχε σε μια ενέργεια συλλογικής ομορφιάς τόσο δυνατής, όσο δυνατή μπορούσε να είναι μια θρησκευτική τελετή στον μεσαίωνα ή την αρχαία Ελλάδα. Ό,τι είχε εξαφανιστεί από την γηραιά Ευρώπη, από την Αναγέννηση και έπειτα, ανασταινόταν με μια δύναμη που πολύ δύσκολα θα μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε. Αυτό ήταν αναμφίβολα ένα μέσο που εξυπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο την εθνική υπόθεση. Δεν είναι και ένα δίδαγμα για το μέλλον;
Κείμενο που δημοσιεύθηκε στο εβδομαδιαίο πολιτικό, λογοτεχνικό και σατιρικό περιοδικό Notre Combat, Απρίλιος 1942.