Η εθνική παραγωγή και ο αντιβιομηχανισμός της μεταπολίτευσης
Ο πρωταρχικός λόγος της κοινωνικοοικονομικής κατάρρευσης της χώρας (χωρίς ασφαλώς να παραβλέπεται ο εξίσου διαβρωτικός ρόλος του ντόπιου τραπεζιτισμού ή η κρατική και παρακρατική διαφθορά) είναι η δραματική αποβιομηχάνιση που η Ελλάδα υπέστη σε βάθος δεκαετιών. Εξαιτίας των ευρωενωσιακών ντιρεκτίβων, αλλά και των ραδιουργιών των κυβερνητικών και «αντιπολιτευόμενων» κομμάτων της μεταπολίτευσης, είχε διαχυθεί το μίσος στην σύγχρονη μονάδα παραγωγής, είχαν κλείσει άπειρα εργοστάσια και βιομηχανίες και ως εκ τούτου επήλθε ο καταποντισμός της εθνικής παραγωγής.
Συνεπακόλουθα, έπεσαν τα μεγέθη των εξαγωγών της οικονομίας μας σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορούσαμε να καλύψουμε το καταναλωτικό μας άνοιγμα, οδηγώντας μας σε μια ατραπό χρέους, αδυναμίας άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές και ασφαλώς έξωθεν εξάρτησης–αλυσοδέματος στα δεσμά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αυτή η ανάγνωση δεν πρέπει επ’ ουδενί να εκληφθεί ως «μάλωμα» ενός λαού που «τρώει περισσότερο από όσο πρέπει». Είναι λογικό με την πάροδο των ετών το επίπεδο ζωής να ανεβαίνει και αυτό εύλογα συνεπάγεται περισσότερες ευκαιρίες κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών από τους πολίτες. Αυτό που είναι κατακριτέο, είναι να προωθείται η σκόπιμη διάλυση του εργοστασίου, τόσο σε επίπεδο «ιδεολογικό» (η αριστερά ταύτιζε ύπουλα το μέσο παραγωγής ως εκ φύσεως «καπιταλιστικό» με τον πράγματι καπιταλιστή ιδιοκτήτη του, επιδιώκοντας να το κλείσει εις βάρος της διάσωσης των θέσεων εργασίας), όσο και σε επίπεδο υλικό, με συντριπτικά χτυπήματα τα οποία ξήλωσαν τον παραγωγικό μας ιστό ανεπανόρθωτα.
Το εργοστάσιο όμως που προσφέρει την υπεραξία στον εκμεταλλευτή που το κατέχει, διασφαλίζει την θέση εργασίας του προλετάριου παράλληλα, αποτελώντας την βάση διεκδίκησης ενός καλύτερου μέλλοντος. Σκοπός του αγώνα δεν είναι να κλείσει η μονάδα τάχα «για να ζημιωθεί το κεφάλαιο» (το οποίο πλέον ρευστοποιείται σε ποικίλες μορφές και σώζεται εύκολα), αλλά να πάρουν οι εργαζόμενοι το εργοστάσιο από τον πλουτοκράτη που το ιδιοποιείται, μέσω της ανάκτησης του ελέγχου του από το εθνικό κράτος, ώστε να αποδοθεί η πολυπόθητη κοινωνική δικαιοσύνη.
Η βαρύτητα του εργοστασίου στο συνολικό οικονομικό μίγμα
Από την φύση της η βιομηχανία ανέκαθεν προσέφερε υψηλότερους μισθούς και έδινε την δυνατότητα σχηματισμού πολυπληθών συνδικαλιστικών πυρήνων που θα αποτελούσαν πραγματικό πονοκέφαλο για την δοσιλογική εργοδοσία και τα όργανα της. Δεν είναι παράξενο που στις άλλες μορφές οικονομίας που διαβιούν (τουρισμός, υπηρεσίες, μικρές επιχειρήσεις κ.α.) όχι μόνο εκλείπουν οι οικονομίες κλίμακας (οι οποίες χαρακτηρίζουν την βαριά βιομηχανία), αλλά απαντώνται και τα περισσότερα περιστατικά εργασιακής υπερεκμετάλλευσης και εξουθένωσης των υπαλλήλων, οι οποίοι μένουν έκθετοι και απροστάτευτοι στις ορέξεις του αφεντικού, που πολλές φορές ακόμα και αυτό το ίδιο το αφεντικό με την σειρά του βρίσκεται έρμαιο στις διαθέσεις μιας ασφυκτικής φορολογίας από το υδροκέφαλο, κομματικό κράτος των «νεοεκσυγχρονιστών».
Το βιομηχανικό κεφάλαιο είναι υψηλής τεχνικής σύνθεσης με προστιθέμενη αξία η οποία πραγματικά κάνει την διαφορά και μπορεί να φέρει στα ταμεία πολύ περισσότερα έσοδα από τον τριτογενή τομέα. Διακρίνει επίσης την πραγματική οικονομία της εργασίας από την παρασιτική καπιταλιστική οικονομία όπου μεσουρανούν τα χρηματιστήρια και οι τράπεζες, οι κατεξοχήν «αεριτζήδες». Όπως έχει τονίσει και ο αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Κονδύλης, «1% βιομηχανική ανάπτυξη αξίζει εκατό φορές περισσότερο από 1% τουριστική ανάπτυξη ή καταναλωτική επέκταση, διότι η πρώτη και μόνο συμβάλει στην αυτάρκεια της πατρίδας». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που οι ευρωδυτικοί «νταβατζήδες» επιδιώκουν την βιομηχανική αφαίμαξη των λαών επί των οποίων ασκούν άτυπη κατοχή, καθιστώντας τους μονάχα κράτη–πελάτες των δικών τους εξαγωγικών οικονομιών.
Ζωτικής σημασίας πολιτικό αίτημα η εκβιομηχάνιση
Μια Ελλάδα εθνικά ανεξάρτητη και κοινωνικά δίκαιη θα είναι μόνο μια Ελλάδα με πρωταγωνίστρια την (πλειονοτικά εθνικοποιημένη) βαριά βιομηχανία, με πλήρη έλεγχο της χρήσης επί των μονοπωλίων, των πλουτοπαραγωγικών πηγών και με δικό της κρατικό τραπεζικό βραχίονα. Μια Ελλάδα όπως οι Εθνικιστές την επιθυμούμε, είναι μια Ελλάδα με δικό της εθνικό νόμισμα, παραγωγική και πρωτοπόρο στην σύγχρονη έρευνα, την ποιοτική ακαδημαϊκή γνώση και την τεχνολογία στην πιο προωθημένη φάση της. Ένα σωρό βδέλλες της ολιγαρχίας, των ξένων «μεγάλων» δυνάμεων και του πολιτικού μας κόσμου δεν «βολεύονται» με αυτά τα σχέδια, ακριβώς διότι τα σχέδια αυτά απειλούν την δική τους επικυριαρχία και την συνέχιση της καταπίεσης ημών και των παιδιών μας προς όφελος εκείνων.
Αυτές τις θέσεις εκφράσαμε και εκφράζουμε με συνέπεια ως πολιτικό Κίνημα και για αυτό έπρεπε να φυλακιστεί και να πολεμηθεί σκληρά η Χρυσή Αυγή από μια ολόκληρη εξουσία παγκόσμια, η οποία μας έχει καταστήσει ένα καταχρεωμένο προτεκτοράτο. Τον Ιανουάριο του 2017 ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος δήλωνε εντός βουλής πως «η Χρυσή Αυγή, αντίθετα με αυτά τα εθνοκτόνα σχέδια, τα οποία προχωρούν κατόπιν εντολής των μνημονίων, πιστεύει ότι μόνο αν σπαρθούν χωράφια και καπνίσουν φουγάρα βιομηχανιών θα έρθει η αναγέννηση της Ελληνικής οικονομίας». Λίγα χρόνια αργότερα, η Χρυσή Αυγή έμελλε να κλειστεί στα μπουντρούμια του Δομοκού, η Ελλάδα έμελλε να χάσει ακόμα περισσότερες βιομηχανικές δομές, το χρέος έμελλε να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο, τα μνημόνια εδραιώθηκαν έτι περαιτέρω και η ερημοποίηση της περιφέρειας και η μετανάστευση στο εξωτερικό συρρίκνωσαν απελπιστικά τους δημογραφικούς δείκτες…
Ο καπιταλισμός και η φιλελεύθερη δημοκρατία έχουν συντελέσει στην μετατροπή της χώρας σε τριτοκοσμικό κράτος της «μπανάνας», προορισμένο αυστηρά για παραθερισμό αλλοδαπών και μη «επενδυτών» και ξεπούλημα κάθε πολύτιμου περιουσιακού της στοιχείου σε κάθε λογής κοράκι. Η πολιτική οικονομία του εθνικισμού δεν μπορεί να είναι καμία άλλη από τον (Εθνικό) Σοσιαλισμό, και αυτό δεν είναι μια απλή ιστορική διαπίστωση που αφορά ξένες προς εμάς μακρινές περιπτώσεις, αλλά μια ανάγκη των καιρών μας που αναβλύζει στο ευρύ κοινωνικό σώμα, ώστε να αρχίσει επιτέλους να δημιουργείται νέος πλούτος, ικανός να στηρίξει το σύγχρονο βιοτικό επίπεδο με άνεση, αλλά και να διανέμεται δίκαια σε αυτούς που αληθινά τον παράγουν.