«Με το γένι του Bombacci θα υφάνουμε πανιά, για να καθαρίσουμε τα παππούτσια του Benito Mussolini».
Στην αρχή της δεκαετίας του ’20, τα φασιστικά στρατεύματα επίθεσης τραγουδούσαν αυτό το ρεφρέν. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, στις 25 Απριλίου του 1945, ο κομμουνιστής πρώην βουλευτής, πρώην φίλος του Lenin και σημαντικό μέλος της Κομιντέρν Nicola Bombacci, ο οποίος συνόδευσε τον Mussolini στην απόδραση του, πυροβολήθηκε στο Dongo μαζί με διάφορους υψηλόβαθμους φασίστες. Καθώς έπεφτε, φώναξε «Ζήτω ο Σοσιαλισμός!». Έτσι τελείωσε μια ζωή, η οποία ήταν έξω από τα συνηθισμένα.
Ο Nicola Bombacci γεννήθηκε στην επαρχία Forli το 1879 ως παιδί αγροτικής οικογένειας. Πρώτα ως ιεροσπουδαστής, μετά ως φοιτητής, ο Bombacci έλαβε την άδεια διδασκαλίας του, και μετέπειτα γνώρισε – κατά την εξάσκηση του επαγγέλματος του – τον Benito Mussolini, έναν σοσιαλιστή και δάσκαλο όπως εκείνον. Πράγματι, ο Bombacci είχε ενταχθεί στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI) επειδή ελκόταν από την επιθετικότητα των αντικληρικών και αντιμιλιταριστικών του παρατηρήσεων. Το 1909, παράτησε την διδασκαλία για να γίνει ένας επαγγελματίας επαναστάτης. Την ίδια στιγμή, έγινε όλο και περισσότερο σημαντικός στην αριστερή πτέρυγα του PSI, στο οποίο ανήκε επίσης ο Mussolini.
Όντας πασιφιστής, ο Bombacci είχε επίσης φυλακιστεί για μια περίοδο στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αργότερα, με τον Gramsci και τον Bordiga, βοήθησε στην οργάνωση της ισχυρογνώμονος πτέρυγας του PSI, της φράξιας που ήταν πιο ευμενής στην Ρώσικη Επανάσταση. Ιδρυτικό μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) και θεωρούμενος από τον τύπο ως ο “πανομοιότυπος τύπος του μπολσεβίκου συνωμότη”, ο Bombacci είχε και πέραν αυτού εκλεγεί βουλευτής. Λίγο καιρό έπειτα, ξεκίνησε να δουλεύει για την Κομιντέρν και πήγε στην Ε. Σ. Σ. Δ. όπου έγινε φίλος με τους Litvinov, Zinoviev και Lenin. Ωστόσο, ο Bombacci σύντομα φιλονίκησε με το PCI εξαιτίας της άρνησης του να καταδικάσει τον Mussolini. Θετικά διακείμενος στην εκστρατεία του Annunzio στο Fiume και στις αναπτυσσόμενες θεωρίες για την σύγκλιση της φασιστικής και της κομμουνιστικής επανάστασης, έκανε έκκληση για μια συμμαχία μεταξύ των κυβερνήσεων της Φασιστικής Ιταλίας και της Σοβιετικής Ρωσίας. Σταδιακά περιθωριοποιημένος λόγω της αντισυμβατικής του οπτικής, ο Bombacci τελικά αποκλείστηκε από το PCI το 1927.
Αυτός ο αποκλεισμός είχε ως αποτέλεσμα την απόσυρση του από την πολιτική ζωή για ένα διάστημα και το ξεκίνημα μιας νέας καριέρας παραγωγής εκπαιδευτικού κινηματογράφου. Ο Bombacci μολαταύτα διατήρησε δεσμούς με την Σοβιετική πρεσβεία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’30, καθώς και με εκπροσώπους της αριστερής πτέρυγας του Φασιστικού καθεστώτος, υπηρετώντας σε ένα ορισμένο μέτρο ως μυστικός διπλωμάτης μεταξύ της Ιταλικής και της Ρώσικης κυβέρνησης.
Από το 1936, ο Nicola Bombacci επανεμφανίστηκε εκδίδοντας, μαζί με άλλους ακτιβιστές της εξτρεμιστικής αριστεράς, το έντυπο «Η Αλήθεια» (La Verità), το οποίο υπεράσπιζε την θέση μιας προλεταριακής Ιταλίας αγωνιζόμενης ενάντια στον παγκόσμιο καπιταλισμό και τις ξένες δυνάμεις. Μπορούσε να διαβάσει κανείς τους λαϊκιστές επικριτές του ισχύοντος καθεστώτος, αλλά επίσης και σκέψεις για την αναγκαιότητα συνένωσης μεταξύ Ρώμης, Βερολίνου και Μόσχας, ή την διαφορά μεταξύ Σοβιετισμού και Μπολσεβικισμού.
Ο Bombacci έσπευσε επίσημα στον Φασισμό το 1943, μετά την εκθρόνιση του Mussolini και την επάνοδο του στο προσκήνιο με την βοήθεια των Γερμανών. Πολύ γρήγορα, έγινε ο κρυφός ιδεολόγος του κινήματος, ο συγγραφέας των νόμων των εθνικοποιήσεων και της Διακήρυξης της Verona. Ως το δεξί χέρι του Duce, συνόδευσε τον Mussolini στην διαφυγή του από τα προελαύνοντα Συμμαχικά στρατεύματα. Μια διαφυγή στην οποία και οι δυο τους ήταν προορισμένοι να συναντήσουν τον θάνατο.
Μετάφραση από την ιστοσελίδα voxnr.fr, κείμενο του Γάλλου Εθνικιστή Christian Bouchet.