Από τις αρχές του εικοστού αιώνα το ριζοσπαστικό οικολογικό ρεύμα είχε αποκομίσει μια αξιοσέβαστη δημοφιλία, εκφραζόμενο ως ένα θαλερό κίνημα στους κόλπους της γερμανικής νεολαίας.
Ένας εκ των πνευματικών ηγετών αυτού του κινήματος ήταν ο Ludwig Woltmann, ένας γνήσιος μαθητής του Haeckel, που υποστήριζε με θέρμη την βιολογική ερμηνεία των καθημερινών προβλημάτων μιας κοινωνίας. Υπογράμμιζε μεταξύ άλλων την σχέση μεταξύ της περιβαλλοντικής καθαρότητας και της φυλετικής καθαρότητας. Διατεινόταν ότι το πέρασμα από μια αγροτική σε μια βιομηχανική κοινωνία είχε επισπεύσει την παρακμή της φυλής. Σε αντίθεση με την φύση, η οποία κυοφόρησε τις αρμονικές μορφές της φυλής, οι μεγαλουπόλεις, αβυσσαλέες και ξένες προς τον οργανικό κόσμο, απονέκρωναν τις φυλετικές αρετές.
Αυτή η ιδεολογική οπτική της οικολογίας ήταν η βάση για την δόμηση ενός λαϊκού κινήματος, το οποίο κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και λίγο αργότερα αποδείχτηκε πολύ ισχυρό. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της γερμανικής κουλτούρας κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Είναι γνωστό ως το κίνημα των Wandervogel, που σημαίνει σε ελεύθερη μετάφραση «περιπλανώμενα ελεύθερα πνεύματα» ή «μεταναστευτικά πουλιά». Το κίνημα αυτό, το οποίο ξεκίνησε το 1896, περιείχε στοιχεία αντιτιθέμενα στην αστική καπιταλιστική ανάπτυξη μπολιασμένα με τις αρχές του νεορομαντισμού, ψήγματα ανατολίτικων φιλοσοφιών, και τον μυστικισμό της φύσης.
Ο προσανατολισμός για μια επιστροφή στην Γη τροφοδότησε μια γεμάτη πάθος φυσιολατρεία και μια ευαισθησία για τις φθορές τις οποίες προκαλεί η εκβιομηχάνιση. Οι περισσότεροι από τους Wandervogel αφομοιώθηκαν κατόπιν κατά χιλιάδες από το Γερμανικό Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.