Η Ήπειρος είναι περιτριγυρισμένη από παράλληλα βουνά, αδιάβατα φαράγγια, βαθιές χαράδρες και ποτάμια. Για να ξεπεραστεί αυτού του είδους η απομόνωση, οι κάτοικοι έχτισαν τα περίφημα τοξωτά Ηπειρώτικα γεφύρια. Είναι αυτός ένας σοβαρός λόγος να πιστέψει κανείς ότι το πολυσυζητημένο, ως προς τον τόπο προέλευσης του, τραγούδι για “Της Άρτας το γιοφύρι”, πρωτοπλάστηκε σε αυτήν την περιοχή, όπου ακόμη και σήμερα θαυμάζουμε λαμπρά δείγματα μιας εξαιρετικά προχωρημένης γεφυροποιίας. Στην Ήπειρο εξάλλου είναι πιθανό ότι η λαϊκή φαντασία έπλασε, αφού το εμπνεύστηκε από την πραγματικότητα, ένα όμορφο ποιητικό μοτίβο, που το συναντούμε στα μοιρολόγια και τραγούδια του Κάτω Κόσμου. Το μοτίβο του ποταμού ως συμβόλου του θανατικού χωρισμού. «Μήτσο μου, στην αγάπη μας τρίχα δεν χωριόνταν. Ούτε μασούρι μάλαμα ούτε κλωστή μετάξι. Ήρθαν και μας ξεχώρισαν τρία στοιχειά ποτάμια. Το ένα χωρίζει αντρόγυνα, το άλλο χωρίζει αδέρφια, το τρίτο το φαρμακερό γονέους απ’ τα παιδιά τους.»
Αλλά οι Ηπειρώτες δεν κλείστηκαν μοιρολατρικά στα μεγάλα και υψηλά τείχη των βουνών τους. Αντιθέτως, αυτά αποτέλεσαν ένα μεγάλο κίνητρο για να αναπτύξουν την ντόπια παραγωγική δραστηριότητα και την δημιουργική, στον οικονομικό τομέα, φιλαποδημία τους, ιδιαίτερα όταν διαμορφώθηκαν ευνοϊκές ιστορικές συνθήκες, από τα τέλη του 17ου αιώνα και κυρίως από όταν στις Παραδουνάβιες περιοχές της Μολδοβλαχίας και στην συνέχεια φτάνοντας στην Ρωσία και την Αυστροουγγαρία, άρχισαν να διορίζονται από την Πύλη Έλληνες (Φαναριώτες) ηγεμόνες, πολλών εκ των οποίων η καταγωγή ήταν από την Ήπειρο.
Η Μοσχόπολη αναδεικνύεται ως το σημαντικότερο βιοτεχνικό κέντρο της Βαλκανικής, εγκαταλείποντας έτσι τον κτηνοτροφικό χαρακτήρα της οικονομίας της. Οι Μοσχοπολίτες, όπως μας πληροφορεί ο Αραβαντινός, ασχολούνται με την βιομηχανία των μάλλινων υφασμάτων και το εμπόριο αυτών.
Την Μοσχόπολη θα την διαδεχθούν τα Γιάννενα, όπου όπως μαρτυρεί και η λαϊκή ρήση είναι «τα πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα». Τα γιαννιώτικα και ηπειρώτικα υφαντά και κεντήματα, βασισμένα στην άφθονη στην περιοχή πρώτη ύλη του μαλλιού, κυρίως των προβάτων, είναι από τα καλύτερα δείγματα ελληνικής χειροτεχνίας. Διάσημοι έγιναν τότε οι “χρυσοραφτάδες”, οι “τερζήδες” και οι “συρμακέσηδες”, όπως επίσης και οι τεχνίτες της ασημουργίας, κοσμικής και εκκλησιαστικής, με επίκεντρο τα δύο χωριά της Πίνδου, το Συρράκο και τους Καλλαρύτες στα Τζουμέρκα. H οικονομική ακμή όπως ήταν επόμενο αντικαθρεφτίστηκε στην οικοδόμηση. Την εποχή αυτή χτίστηκαν διάφορα διώροφα σπίτια, τα λεγόμενα και αρχοντικά. Δείγματα τέτοιων σπιτιών, που αποτελούν τέλεια εφαρμογή της λαξευτής πέτρας, βλέπουμε προπάντων στα Ζαγοροχώρια, στο Μέτσοβο, στα Γιάννενα και στην Άρτα. Βέβαια τα αρχοντικά δεν τα έχτισαν με τα χέρια τους οι πλούσιοι Ηπειρώτες έμποροι, μεσίτες και τραπεζίτες, αλλά το χρήμα τους αποτέλεσε το κίνητρο για την ανάδειξη μιας περίφημης λαϊκής επαγγελματικής τάξης, των μαστόρων, κυρίως στα Ζαγόρια (που ένα μέρος αυτών ονομάστηκε και Μαστοροχώρια), που άρχισαν επίσης να περιοδεύουν σε ολόκληρη την Ελλάδα και την Βαλκανική, φτάνοντας μέχρι και την Μέση Ανατολή, μεταφέροντας έτσι το ύφος και τα στοιχεία της τέχνης τους.
Οι ομάδες των μαστόρων, των “κουδαρέων”, ήταν κλειστές συντεχνίες, με δική τους συνθηματική γλώσσα, με την οποία επικοινωνούσαν, και με αυστηρή εσωτερική στρωμάτωση. Οι ομάδες αυτές περιλάμβαναν και εκπροσώπους συγγενικών ή συμπληρωματικών επαγγελμάτων, απαραίτητων για τον πλήρη εξοπλισμό των πλούσιων σπιτιών ή μιας εκκλησίας. Ήταν οι “ταγιαδόροι” (ξυλογλύπτες), που σκάλισαν, παράλληλα με τη δουλειά τους στην διακόσμηση των εσωτερικών χώρων των σπιτιών (φατνώματα στην οροφή, έπιπλα κτλ), και θαυμάσια τέμπλα, άμβωνες κ.α., οι “πελεκάνοι” (μαρμαρογλύπτες), οι ζωγράφοι. Η ακμή της αγιογραφίας με την εντατική οικοδόμηση εκκλησιών, όπως και της κοσμικής ζωγραφικής στα αρχοντικά, διακοσμητικής αλλά και προσωπογραφικής (για την παράσταση των “κτητόρων” και των ιδιοκτητών), αντανακλάται το γεγονός ότι ολόκληρα χωριά αποζούσαν με τη ζωγραφική, που την ασκούσαν ως κανονικό επάγγελμα. Ένα τέτοιο χωριό ήταν οι Χιονιάδες κοντά στη Κόνιτσα.
Η μετακίνηση χαρακτήριζε και άλλα επαγγέλματα, των καλατζήδων (κασσιτερωτών), των βαγενάδων (βαρελάδων) ή και των ιατρών, που είχαν δικό τους ξεχωριστό ενδιαφέρον. Οι Ζαγορίσιοι ιατροί είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον του Pouqueville, του γνωστού περιηγητή και για πολλά χρόνια φιλοξενούμενου του Αλή Πασά, και πολλών Ευρωπαίων, αφού μπορούσαν εκτός από τις θεραπείες τους με τα περίφημα βότανα της χαράδρας του Βίκου (“βικογρατροί”), να χειρουργούν εμπειρικά, χωρίς καμία γνώση της ανατομίας, καταρράχτες και περιεσφιγμένες κήλες, ή να καταπιάνονται με “λιθοτομίας”. Το Λεσκοβίκι ήταν το “κυρίως σχολείον” των εμπειρικών γιατρών.
Βέβαια, η δραστηριοποίηση αυτή δεν σήμαινε καθολική άνοδο του επιπέδου ζωής στη Ήπειρο. Για αυτό και ο κύριος όγκος του πληθυσμού, που δεν είχε πάψει να υποφέρει από την στέρηση και την ανάγκη, έβρισκε διέξοδο στη μετανάστευση, η οποία τροφοδοτούσε με εργατικό και υπαλληλικό δυναμικό τις μεγάλες επιχειρήσεις, προπάντων των πλουσίων ομογενών του εξωτερικού. Σύμβολο κατά κάποιον τρόπο του ασταμάτητου μεταναστευτικού ρεύματος έγινε η προσωπικότητα του Ρόβα, προδρομικής μορφής σύγχρονου “ατζέντη”, ο οποίος θρυλοποιήθηκε στα γεμάτα καημό και θλίψη ηπειρώτικα τραγούδια της ξενιτιάς. Ο Ρόβας διοχέτευε κάθε χρόνο τα καραβάνια της φτηνής εργασίας στις δυναμικές αγορές της Βλαχίας, του “Ελντοράντο”, όπως το είπαν, της ηπειρώτικης φτωχολογιάς από τα τέλη του 17ου αιώνα. Η ξενιτιά είναι θεμελιώδες στοιχείο της πολιτιστικής ιστορίας της Ηπείρου, ενώ, εξάλλου, κατά ένα μεγάλο ποσοστό συνδέεται με την Βλαχία, που απορροφούσε χιλιάδες εργατικά χέρια, χωρίζοντας σχεδόν δια βίου τις οικογένειες. Για αυτό η παραδουνάβια αυτή περιοχή, που βοήθησε τον ηπειρωτικό λαό να επιζήσει, συγχρόνως μισήθηκε όσο καμία άλλα στα τραγούδια του:
«Ποιός έχει άντρα στη Βλαχιά και γιο στο Μπουκουρέστι, / πες τους να μην τούς καρτερούν, να μήν τους παντεχαίνουν. / Οι βλάχισσες είναι κακές κι αυτές οι βλαχοπούλες. / Γελούν μανάδων τα παιδιά και αδελφών τα αδέλφια. / – Μάνα μου τί μέ πάντρεψες και μ’ έδωκες Βλαχιώτη; / Δώδεκα χρόνους στη Βλαχιά και τρεις βραδιές στο σπίτι. / Τρίτη βραδιά, πικρή βραδιά, δύο ώρες πριν να φέξει, / άπλωσα το χεράκι μου, τον άντρα μου δε βρίσκω. / Εις το κατώγι έτρεξα, δε βρίσκω τ’ άλογό του, / γυρίζω πίσω στον νοντά, δε βρίσκω τ’ άρματά του. / Κι εις το κρεβάτι ακούμπησα να πω το μοιρολόγι. / Μωρ’ έρημο πονοκέφαλο και πλανταγμένο στρώμα! / Το πού’ ν’ αφέντης που ‘χέταν απόψε πλαγασμιένον; / – Αφέντης μας μάς άφησε κι εις το ταξίδι επήγε / μέσα στην έρημη Βλαχιά, στο Μαύρο Μπουκουρέστι. / Ανάθεμά την τη Βλαχιά, Γιάσι και Μπουκουρέστι. / Ανάθεμα το Δούναβη δε πνίγει τα καράβια / να μην περνούνε τα παιδιά π’ αφήνουνε τις μανάδες, / να μη περνούνε κι οι νιόγαμβροι στα ξένα και γηράζουν. / Θέλω να (τά) καταρασθώ τα τρία βιλαέτια / τής Πόλης και τής Βενετίας, τής Μπογδανιάς αντάμα.»
Ο Ρόβας οργάνωνε καραβάνια με πενήντα ως εκατό άλογα ή μουλάρια (“μ’ ολόχρυσα τα πέταλα και τα καρφιά ασημένια”), παραλάμβανε ανάλογο αριθμό νέων και τους μετέφερε στην Βλαχία, στο Βουκουρέστι. Το ταξίδι άρχιζε κάθε χρόνο στις αρχές Σεπτεμβρίου, μετά το πανηπειρωτικό πανηγύρι της Παλιουρής (στις 8 του μήνα, στην περιοχή των Ιωαννίνων), και διαρκούσε 40 με 50 μέρες. Το δημοτικό τραγούδι και πάλι υποβάλλει (ή και δηλώνει καθάρα) την αίσθηση του λαϊκού Ηπειρώτη, ότι η Βλαχία ήταν ένα ανθρωοποπαζάρι:
«Ο Ρόβας εξεκίνησε μες στην Βλαχία να πάει. / Την ώρα που ξεπέζευε όλοι τον ερωτούσαν: / – Ρόβα μου τί μας έφερες από τα μαύρα Γιάνν’να; / – Σάς έφερα κατό παιδιά, όλα Γιαννιωτοπαίδια. / Τα τρία τα καλύτερα, της ομορφιάς στολίδια. / Το ‘να τό λένε Αυγερινό, τ’ άλλο το λέν Φεγγάρι, / το τρίτο το καλύτερο τό λεν Μαϊσιον ήλιο».
Την άνοιξη ο Ρόβας επιχειρούσε το ταξίδι του γυρισμού, φερνοντας μαζί του και εκείνους που επέστρεφαν, συνήθως προσωρινά. Η εικόνα αλλάζει κατεβαίνοντας προς τα νότια, ιδιαίτερα στα Σουλιωτοχώρια, όπου η φτώχεια, μέσα από τους διαύλους της ορεινής διαμόρφωσης του τοπίου, δεν βρήκε διέξοδο προς την νεότερη βιοτεχνική παραγωγή και την μετανάστευση, αλλά συντήρησε ως νομιμοποιημένο επάγγελμα την αρπαγή και την ληστεία. Οι Σουλιώτες «περιεφρόνουν γενικώς τας τέχνας και το εμπόριον. Διό και ράπται αλλαχόθεν εκείσε μετέβαινον και γανωταί. Άξιον δε και κύριον ανδρός ασχόλημα την κτηνοτροφίαν και αρπαγήν εθεορούν».
Γενικά παρατηρείται ότι ήταν συνηθισμένη η επαγγελματοποίηση, και μάλιστα ομαδική (κατά κοινότητες), σχεδόν όλων των ασχολιών, από την ληστεία ως την ζωγραφική. Επάγγελμα αποτελούσε επίσης, σε μικρότερο βαθμό, και η μουσική, όπως και η υποβαθμισμένη κοινωνικά τέχνη του σιδερά.