Τη νύχτα της 9ης Μαρτίου 1945, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα αμερικανικά βομβαρδιστικά B-29 σφυροκόπησαν ανελέητα το Τόκιο. Η ιαπωνική πρωτεύουσα δέχτηκε τον φονικότερο βομβαρδισμό στην Ιστορία, ένα προμελετημένο μακελειό που αποτέλεσε μέρος μιας σειράς επιθέσεων των Συμμαχικών δυνάμεων. Όχι στο πλαίσιο μιας ύστατης προσπάθειας να κερδίσουν τον πόλεμο, αλλά ενώ η έκβασή του είχε ήδη κριθεί, με την Ιαπωνία να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Μέσα σε τρεις ώρες, 1.670 τόνοι εμπρηστικών βομβών έπεσαν πάνω σε μια πόλη φτιαγμένη από ξύλο και χαρτί, μετατρέποντάς την σε μια πύρινη κόλαση. Ολόκληρες συνοικίες εξαφανίστηκαν από τον χάρτη, χιλιάδες οικογένειες αφανίστηκαν μέσα στις φλόγες, ενώ οι πυκνοί καπνοί σκέπασαν τον ουρανό, δημιουργώντας ένα αποπνικτικό νέφος θανάτου. Η θερμοκρασία στο έδαφος έφτασε σε τέτοια επίπεδα που ακόμα και 12 αμερικανικά αεροπλάνα συνετρίβησαν, όχι εξαιτίας κάποιας αντίστασης – η ιαπωνική αεράμυνα ήταν ανύπαρκτη – αλλά επειδή δεν άντεξαν τη θερμότητα που ανέβαινε από την φλεγόμενη πόλη.
Οι 100.000 νεκροί του Τόκιο – άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέροντες – προστέθηκαν στον μακρύ κατάλογο των θυμάτων που άφησε πίσω της η “πολεμική μηχανή” των Συμμάχων: Πειραιάς, Δρέσδη, Νυρεμβέργη, Χιροσίμα, Ναγκασάκι. Πόλεις που ισοπεδώθηκαν, πληθυσμοί που θυσιάστηκαν στο όνομα μιας νίκης που είχε ήδη επιτευχθεί. Δεν ήταν στρατιωτικοί στόχοι, δεν υπήρχαν στρατεύματα, εργοστάσια ή βάσεις. Ήταν άμαχοι, που πλήρωσαν το τίμημα μιας εκδικητικής πολιτικής, ενός αχαλίνωτου πολεμικού μένους που ξέφυγε από κάθε όριο ανθρωπιάς.
Οι Συμμαχικές δυνάμεις ασελγούσαν πάνω στο πτώμα των ηττημένων, επιδεικνύοντας την απόλυτη ισχύ τους μέσα από μαζικές σφαγές αμάχων. Διέπραξαν εγκλήματα πολέμου ανείπωτης φρίκης, που δεν χωρά ανθρώπινος νους. Και όμως, κανείς δεν λογοδότησε. Καμία δίκη δεν στήθηκε γι’ αυτούς που έριξαν τις βόμβες, κανένας ηθικός απολογισμός δεν έγινε για εκείνους που έδωσαν τις διαταγές. Οι νικητές γράφουν την Ιστορία, και στη δική τους εκδοχή, αυτά τα εγκλήματα έμειναν στο σκοτάδι…