Μια αβυσσαλέα ανυπαρξία περιβάλλει την ψυχραμένη πλάση, χρωματισμένη σκιερώς, με μια αλλοπρόσαλλη κενότητα να γεμίζει την υποτακτική τάση που απορρέει στους δουλικούς της θιασώτες. Τοπίο παγερό, δίχως ακόμη αιολικές ανάσες να εφορμούν από τους μυστικούς καταρράκτες, στις παρυφές της θνητής πέτρας. Οι ελπιδοφόροι ασκοί, των οποίων η υποσχόμενη όψη εμβόλισε την αφοσίωση προς τον αιώνιο ταξιδευτή, δείχνουν ξανά ερμητικά κλειστοί. Μήπως, το Ίλιον έχασε ξανά τον διάδοχό του, ή μήπως η θαλάσσια οργή κατασπάραξε ξανά τον άρχοντα της Ιθάκης;
Τα Κρόνια τείχη έπεσαν, όμως και του Διός η διδαχή δεν άργησε να ακολουθήσει. Η στείρα ύπαρξη παραμένει εν μέσω μιας σκοτεινής χειρολαβής, ανίκανη να αποτρέψει την αφύσικη εκτροπή, που επιτελείται με βαναυσότητα εις βάρος της ζωής. Μια βδελυρή χείρα εμποδίζει την δίκαιη επάνοδο του πηγαίου φωτός. Χείρα εμποτισμένη με αίμα ανίδεων αμνών, αλλά και γενναίων λύκων. Μένει αυτή, δεσμευτική καθώς ενδεδυμένη με ύφασμα ακριβοπληρωμένο, μα όντως ακράδαντα φθηνό και ανάξιο από τη φύση του.
Είναι χέρι καταραμένο και βρώμικο, ακαθαρσίες γεμάτο! Αυθύπαρκτο δεν είναι επ’ ουδενί. Αφού, ένας χολερικός νους δείχνει να το καθοδηγεί, του οποίου η θεωρητικώς έμβια οντότητα καθίσταται ως μια αληθινά βιολογική προσβολή. Παράλληλα, καθίσταται ο ακαριαίος τερματισμός αυτού του νου, ως μια πρόσκληση ανωτέρων κοσμικών δυνάμεων. Επιστρέφοντας στην υλική προέκταση του όλου νου, παρατηρεί προσεκτικότερα κανείς όνυχες γαμψούς, βουτηγμένους μέσα σε μια ελώδη λάσπη πονηριάς. Καθώς, η γερασμένη και ωχρά όψη τους κρύβει την φυσική αναμετάδοση του αιθέριου πυρός. Αρκεί όμως ένα ξίφος τολμηρό, ώστε να κατακόψει αυτό το βιολογικό έκτρωμα και αίσχος, που αντικατοπτρίζει αυτόν τον περιούσιο νου. Ξεριζώνοντάς το οριστικώς από τον αμπελώνα της ζωής, σαν μια ύστατη λύση αποδεκτή από την εκκλησία των θεών.
Σιγή απέθαντη νεκρή, ολούθε μουρμουρίζει·
Μια σήψη σκοτεινή, κι αχρείως στολισμένη,
μένει σαν στίγμα διακαώς, μαρτύρων ακουσμένη
Θλιμμένη μελωδία, π’ ολούθε μουρμουρίζει,
στου χάους τα σπαρτά, ταμένη ν’ αλωνίζει
Στενάζει –
Νύκτα πανέκφραστη κι αν έφυγες,
Συ Ήλιε δεν εφάνης·
Τ’ άρμα το πάνλαμπρο που σ’ έκαιγε,
Ώ μήτερ – δεν κίνησε γι’ αλλού·
Δαιμόνια κενά να μένει,
θε να πυρώσουν, τη δάδα του καιρού
Η παντοδύναμη είναι- Η φλόγα της καμπής,
τ’ αθάνατου πυραύνου της δόξας της τρανής·
Είν’ στεναγμός διαβολικός,
στα χείλη ποιητή·
Σαν ψίθυρος υπέροχος,
στις σκέψεις εραστή
Είν’ το κλειδί της θέλησης,
απρόσμενο, στη δύση της ζωής,
λύση στ’ αλήθεια υπέργεια, γαλήνης ιαχή
Στενάζει – μηνύοντας τη νέα απαρχή
Πέραν της Πύλης άρχεται
του Σκότους η Αυγή
Υπόκωφη λάμψη σχίζει διαμέσου μιας αρρωστημένης κι αμυδρής δεσμίδας φωτός, τον ξιπασμένο ιδεαλιστικό παγετώνα, που σχηματίζει την σύγχρονη άξεστη πραγματικότητα. Αληθινά, μια πνευματική ξηρασία είναι αυτή που στέκει όρθια, δίνοντας τροφή εις ολάκερο τον πεσιμισμό, που καλείται να αξιοποιήσει ο ύστατος ακόλουθος της Ηούς. Υιοθετώντας το αιώνιο σκότος, ώστε να μεταλλάξει αυτό σε αληθινό φως. Δίχως φρούδες ελπίδες και ηττοπαθή ιδεολογήματα, που κάθε άλλο παρά ανυψώνουν την θέληση για την απρόσκοπτη ολοκλήρωση του ζωτικού κύκλου. Σαν άλλος σιδηρούν τροχός, που ολίγη σημασία δίνει στο δύσβατο μονοπάτι, που ακόμη να ντυθεί με πέτρα. Ίσως πάλι, να ομοιάζει με χείμαρρο ορμητικό και δαιδαλώδη, που αρνείται να ανακόψει την πυγμή του, ωσότου συναντήσει με περισσή ανακούφιση τους ακραιφνείς κόλπους του ατελούς πελάγους.
Το Σκοτάδι, δηλαδή η πραγματικότητα που ενυπάρχει προ της δημιουργίας, αλλά και έπειτα της ολοκληρωτικής καταστροφής μένει δέσμιο ως όρος, της κακοδαιμονίας του ανθρώπινου όντος. Φαίνοντας εσφαλμένα, πως νοηματοδοτεί τον απόλυτο τρόμο μιας κοινωνίας, που προσπαθώντας να την αποφύγει, κλείνεται ερμητικά εντός του περίκλειστου οίκου. Ανυπομονώντας η φοβερή νύχτα να διαβεί, δίνοντας την θέση της στην φωτεινή ημέρα, κατά την οποία φυσικά η ασφάλεια του ατόμου θεωρείται ανώτερη, από αυτήν που επικρατεί τις ώρες που η σκιά υπερέχει. Στιγματισμένη η φύση του σκότους διασύρεται από τους θιασώτες της ζωής. Όμως, το σκοτάδι ορθώς τρομάζει τους αγρούς, αλλά και των άστεων τα στοιβαγμένα τα κορμιά. Καθώς, αυτό συμπυκνώνει όλη εκείνη την πηγαία οργή και το μίσος, που απορρέει από την συνεχιζόμενη και συθέμελα καταστροφική κοινωνική σήψη. Την παρακμιακή καταστολή των προαιώνιων αξιών, επάνω σε έναν βωμό που φαντάζει νεόφερτος, και όμως δρα με εμπειρία χιλιάδων χρόνων. Τρισάσχημος ετούτος ο βωμός, με ατέλειες πάμπολλες. Όψη θλιβερή, με την απαίσια παρουσία του να ευρίσκει καταφύγιο σε ένα αμυδρό φως, που αιωρείται στην πλάση. Ένα αδύναμο άντρο φωτός, ως το ύστερο κατάντημα μιας αποτυχημένης εποχής.
Η ηθολογική και ιδεολογική κατάπτωση που σκιαγραφείται, δίνει φυσικό σχήμα σε ένα ενδεχομένως εσχατολογικό χρονικό στάδιο. Το οποίο στέκεται στις ύστατες παρυφές της σαπισμένης ύπαρξης, ως μια μεταβατική κατάσταση, της οποίας την βραχυπρόθεσμη κατάληξη μπορούν μονάχα να επιφέρουν καταλυτικά οι εναπομείναντες γόνοι της αρετής. Εκείνοι οι φορείς του αδυσώπητου θυμού, που σαν πολύχρωμες ψηφίδες συμμορφώνουν την σφραγίδα εκείνη που θα μπορέσει εν τέλει να φέρει την ποθητή διακαώς υπαρξιακή λήξη. Θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει την όλη αυτή διάσταση, σαν έναν διαγωνισμό ανάδειξης των ικανών χαρακτήρων, εκείνων, που πραγματικά θα αποδεικνυόταν πως κατέχουν την ιδεαλιστική πυγμή να ξεπεράσουν την ξεπεσμένη εποχή τους. Που ως χρισμένων πλέον στελεχών της ιδεατής αναγέννησης του αύριο, μέλλει να αναβαπτιστούν εις το όνομα της επερχόμενης τάξης. Ώστε να εξυψωθούν από τον βρωμερό περίγυρο, αφήνοντας την εμφανώς αδυνατισμένη φωτεινή χροιά που βασιλεύει επί των εν λόγω θνητών.
Στοχεύοντας στην ανυπαρξία, αντί της καταφανούς μετριότητας, αφού μονάχα αυτή μπορεί να δομήσει εξ αρχής. Ολίγοι οι εκλεκτοί του εκφυλισμένου κόσμου προσκαλούνται σε μια υπερβατική αποστολή, λειτουργώντας ως τελευταία απόδειξη της αξίας των. Κατρακυλώντας σε σπήλαια κακοτράχηλα, την στιγμή που το αμυδρό φως όλο και λιγοστεύει. Ύστερα, ανοίγονται έμπροσθεν λόφοι βραχώδεις, αγκάθια γεμάτοι, ω, κι ένα ψύχος αβάσταχτο και τρομερό. Ενώ ένας διάδρομος, ωχρά ντυμένος από μάρμαρο καθοδηγεί προς μια άγνωστη, αλλά τόσο γοητευτική άβυσσο. Ώσπου ο διάδρομος καταφθάνει σε μια παγερή αίθουσα, εν τω μέσω της οποίας υπάρχει μια κλίμακα αδίστακτη. Ο αναβάτης βιώνει ψίθυρους αλλόκοτους, ξενικούς από τον κόσμο που μέχρι πρότινος υπήρξε μέλος. Ίσως πάλι να ενθυμίζουν φωνές συγγενικές, βγαλμένες από οντότητες ενδιάμεσες, δαιμονικές. Το βάδην συνεχίζει απρόσκοπτο, αφού η παραμικρή διστακτική σκέψη, μπορεί να οδηγήσει στην τραγική απόρριψη του ατόμου. Τι και αν έφτασε τόσο μακριά; Η εξέλιξις επιζητεί θυσία.
Ένα πλάτωμα ενυπάρχει, επί του τέλους της ανοδικής ετούτης κλίμακας, όπου το σκοτάδι πλέον δεν αφήνει περιθώρια για σκέψεις άλλες, ή για ψιθύρους διαβλητικούς. Είναι αυτό, το ύφασμα επάνω στο οποίο η κτίση εφηύρε την ζωή. Και ναι, είναι επ’ αυτού του ιδίου σκότους, που θα λυθεί τανάπαλιν. Το Σκότος σκιαγραφεί την υπαρξιακή ολότητα, στην πιο αγνή της μορφή. Και είναι αυτό, το οποίο καλούμαστε να αγγίξουμε, ώστε να πυρώσουμε από μηδενική βάση το πύραυνο της πρώτης Αυγής. Έμπροσθεν του αιώνιου μαθητή υπάρχει η θύρα, που οδηγεί στο αέναο χάος της απαρχής. Ο ίδιος αποτελεί το κλειδί το μονάκριβο, αλλά και το θείο μίγμα, που εκχυλισμένο στο καλούπι της Ιδέας θα κληθεί να θεμελιώσει μέσω της πειθαρχικής διδαχής του, τους καθοδηγητικούς στύλους. Αυτούς που εγκαλούνται να θεσπίσουν τον άξονα τόσο της ανθρώπινης και φυλετικής μετεξέλιξης, όσο και της υπαρξιακής υπερπήδησης, προς έναν επόμενο επαναστατικά αναζωογονημένο στόχο.
Αληθινά, άθλος η υπερνίκηση του φόβου που το αγνό Σκότος προάγει στην προεξέχουσα σκιά του. Όμως, το άτομο προ της θύρας καθήμενο καλείται να κατανοήσει πως η πραγμάτωση της τελειότητας και της αριστείας μπορεί μονάχα να επιτευχθεί, μέσω του ολοτελούς ολέθρου που το ξεκλείδωμα αυτής υπόσχεται, αντί μιας ξεθωριασμένης και άδικης για την ευζωία, εγκληματικής παρακμής. Το πέρασμα προς ένα νέο ξεκίνημα προσμένει τον εκλεκτό νου, να ξεπεράσει όποιους υποδεείς δισταγμούς, τιθασεύοντας τα συναισθήματα ψευδεπίγραφου ανθρωπισμού, από τα οποία διακατέχεται. Επιφέροντας ένα βάναυσο πλήγμα κατά του δαιμονίου της εσώτερης αδυναμίας του, καθώς βαδίζει και πάλι εμπρός.
Μια βαρύτατη, παλαιά Πύλη με αρχέγονα σύμβολα λαξευμένη στέκεται κρυμμένη στις σκιές. Ο ψίθυρος της αιωνίως, προσκαλεί προς παραβίαση της, έλκοντας μας στην απελευθέρωση του προαιώνιου Σκότους. Το σβήσιμο ενός αναιμικά καιγόμενου κεριού. Την θανάτωση της αρρωστημένα παρηκμασμένης ύπαρξης. Την επανεκκίνηση της ζωής.