Αφού οι νόμοι ανελευθερίας και υποκρισίας των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν κατάφεραν να λυγίσουν το φρόνημα των Ελλήνων της Κύπρου, οι Βρετανοί στήριζαν τις ελπίδες τους στο δέος του θανάτου. Στην αγχόνη, που την περίοδο 1955–1959 έπαψε να αποτελεί εργαλείο τιμωρίας κακούργων και εγκληματιών και έγινε σύμβολο, δεμένο με την αδάμαστη Ελληνική Ψυχή των Κυπρίων και με το αίμα των ηρώων τους. Των δικών μας ηρώων!
Εννιά παλληκάρια ανέβηκαν αγέρωχα στο ικρίωμα, στα σκαλοπάτια που τους οδηγούσαν στην Ελευθερία και στην Γη των γενναίων. Ήταν όλοι τους νέοι. Ο μικρότερος 18 μόλις χρονών. Ο μεγαλύτερος μόλις 24.
Ο Καραολής έφυγε με την οργή του νέου που του χαρίζουν την Αθανασία στερώντας του τη ζωή. Ο Δημητρίου με το παράπονο: «Λυπούμαι που δεν θα δω την Κύπρο μας ελεύθερη. Όμως δεν με φοβίζει ο θάνατος, γιατί η ζωή είναι περιττή μες τη σκλαβιά. Ζήτω η Λευτεριά». Ο Πατάτσος υμνώντας τον Κύριο. Ο Ζάκος ακούγοντας την Ηρωική πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Ο Μιχαήλ με την ισχυρή πεποίθηση ότι: «Τι είκοσι, τι πενήντα χρονών; Έτσι θα μείνω νέος κι αθάνατος». Ο Μαυρομάτης με ακλόνητη την πίστη στην εκδίκηση που θα έπαιρνε ο Αρχηγός του «Ζήτω ο Διγενής!» ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Ο Παναγίδης με τεράστια, με Ολύμπια ψυχραιμία, περιμένοντας τους Άγγλους να φτιάξουν την αγχόνη που θα τον κρέμαγε. Ο Κουτσόφτας περήφανος «Δεν λυπούμαι γιατί θα εκτελεσθώ εν ονόματι της Ελευθερίας». Ο Παλληκαρίδης ανυπόμονος για να συναντήσει την Πανώρια Κόρη. Την Ελευθερία!
Εκεί όμως που γονατίζει ευλαβικά ο Έλληνας είναι εμπρός στο μεγαλείο της Μάνας! Της ηρωομάνας που δεν της δώσανε το νεκρό σώμα του γιου της. Του πατέρα που δεν δάκρυσε μπρος στον θάνατο του παιδιού του. Της αδερφής που δεν λύγισε.
Ανδρέας Δημητρίου & Μιχαήλ Καραολής
Ο Μιχαλάκης Καραολής μαζί με τον Ανδρέα Δημητρίου άνοιξαν τον κύκλο των εκτελέσεων στις 10 Μαΐου του 1956. Ο πρώτος, γεννήθηκε στο Παλαιχώρι και αποφοίτησε από την Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Καταδικάσθηκε για φόνο Ελληνοκύπριου αστυνομικού, που δεν διέπραξε ο ίδιος, αλλά άλλο μέλος της «ομάδας εκτελέσεων» της ΕΟΚΑ. Με χαμόγελο δέχτηκε την καταδίκη του και με την φράση: «Είμαι αθώος». Με υπομονή δέχτηκε τα βασανιστήρια και τον ψυχολογικό πόλεμο. Ακόμα και όταν τον οδήγησαν στο νοσοκομείο συνέχισαν να τον βασανίζουν, αλλά αυτός δεν λιποψύχησε. Οι Άγγλοι λυσσασμένοι τον άκουγαν να τραγουδά το δικό του ποίημα:
Αίσχος άγγλοι π’ αγνοείτε
την Ελληνική καρδιά
που ζωή δεν λογαριάζει
για να βρει την Λευτεριά.
Τα Ελληνόπουλα δεν ξέρουν
Μόνο πως πρέπει να ζουν
Ξέρουν και πως να πεθαίνουν
Την Πατρίδα να τιμούν.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο αλύγιστος Αγωνιστής γράφει: «Είμαι καλά… Δεν πιστεύω να στεναχωρηθώ από την τροπήν που πήραν τα πράγματα. Θαρσείν χρη». Και: «Με απόλυτον ψυχικήν γαλήνη σας απευθύνω τον λόγο του υστάτου αποχαιρετισμού, χωρίς όμως να αποκρύπτω την πικρία που μου επροκάλεσεν η στέρηση μίας αποχαιρετιστηρίου επισκέψεως εκ μέρους των πλέον στενών συγγενών. Ελπίζω ότι όλοι θα κρατήσουν την ψυχραιμία τους και ότι το κουράγιο δεν θα λείψει… Παρηγορήστε την μητέρα μου και πέστε σ’ αυτήν ότι υστάτη μου και μόνη επιθυμία είναι να μην θρηνεί και να μην οδύρεται για μένα…» και αλλού: «Από τον εαυτό μου τι να λυπηθώ; Ον Θεοί φιλούσι νέος αποθνήσκει έλεγαν οι αρχαίοι».
Ο Ανδρέας Δημητρίου ήταν 22 χρονών. Καταγόταν από τον Άγιο Μάμα, της επαρχίας Λεμεσού. Είχε τελειώσει το Δημοτικό και εργαζόταν στο Τελωνείο Αμμοχώστου. Στις 30 Ιανουαρίου του 1956 καταδικάσθηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού γιατί πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Άγγλο πράκτορα της Intelligence Service, Taylor, στις 28 Νοεμβρίου του 1955.
Ως μελλοθάνατος έζησε στην αυστηρά απομόνωση μαζί με τον Καραολή. Τι σήμαινε όμως αυτό; Δυο κελιά που μόλις χωρούσαν τους αγωνιστές, το ένα δίπλα στο άλλο, απ’ όπου μπορούσαν να συνομιλούν μεγαλοφώνως. Στον μικρό διάδρομο μπροστά απ’ τα κελιά βρίσκονταν Άγγλοι στρατιώτες, οι οποίοι σκόπιμα βημάτιζαν από το ένα άκρο στο άλλο 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Κτυπούσαν τις αρβύλες τους, έσερναν τους υποκοπάνους των όπλων τους, έθεταν σε λειτουργία την αγχόνη, που επίτηδες βρισκόταν μόλις 10 μέτρα μακριά. Ο χώρος των κελιών περιστοιχιζόταν από υψηλό τοίχο και από πολυβολητές που φοβόντουσαν την απόδραση ή την απελευθέρωσή τους από την ΕΟΚΑ. Ο συνεχής θόρυβος, οι ειρωνείες, το δυνατό φως, η επίδειξη του σχοινιού της αγχόνης και ο υπόκωφος ήχος της, ήταν ένα προμελετημένο σχέδιο για τη θραύση του ηθικού των κρατουμένων, που όμως απέτυχε να κλονίσει τους μελλοθάνατους Εθνικιστές.
Τα τελευταία του λόγια του Δημητρίου προς τη μάνα του ήταν: «Το μόνο που λυπούμαι είναι που δεν θα δώ την Κύπρο μας ελεύθερη. Καλά μου αδέλφια, αγαπημένη μάνα, μη λυπάστε που πεθαίνω, γιατί πεθαίνω άντρας. Σας εύχομαι να ζήσετε ελεύθεροι. Χωρίς θυσίες δεν κατακτιέται η λευτεριά. […] Ο Θάνατος δεν με φοβίζει γιατί η ζωή είναι περιττή μέσα στη σκλαβιά. Ζήτω οι αγωνιστές της λευτεριάς. Ζήτω η Λευτεριά. Γειά σας».
Μόλις μια ημέρα πριν, κατά την διάρκεια των μεγαλειωδών συλλαλητηρίων υπέρ των παιδιών της ΕΟΚΑ, πέφτουν νεκροί 5 διαδηλωτές. Όχι από πυρά των κατοχικών δυνάμεων, αλλά στο κέντρο της Αθήνας κατ’ εντολή του «εθνάρχη» Καραμανλή…