Η γενοκτονία των Ποντίων δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένα γεγονός που ιστοριογραφικά μπορεί να εξεταστεί μεμονωμένα. Αποτελεί έναν ακόμη οδυνηρό κρίκο στον κατακόκκινο ποταμό της εθνικής τραγωδίας, της γενικότερης βίαιης αφάνισης του Ελληνικού στοιχείου, στα χώματα που μαρτυρούν την υπερχιλιόχρονη παρουσία του με τα μνημεία, τα θέατρα, τους βωμούς, τα αγάλματά τους που κρύβουν ζηλόφθονα στα σπλάχνα τους. Αποτέλεσμα, ένα ακόμη, της εθνοκτόνου αδιαφορίας και ανικανότητας των μικρόψυχων πολιτικάντηδων και των εκάστοτε συμφερόντων τους, της δουλικής υποταγής και προδοτικής στάσης των υπάκουων νενέκων- λακέδων στις επιταγές των κουτόφραγκων αφεντικών τους.
Με οδηγό την, διαχρονικής και αξιωματικής ισχύος, κατηγορηματική κατάφαση στην αλήθεια της Αρχής ότι: «Το κράτος υποχρεούται να αγκαλιάζει και να προστατεύει το Έθνος και όχι το αντίθετο», για ακόμη μία φορά θα αδράξω την ευκαιρία για να επαναδηλώσω την αντίθεσή μου στις καθιερωμένες, ετήσιες αυτές «επετειακές εκδηλώσεις-αφιερώματα μνήμης» που περισσότερο θυμίζουν μνημόσυνα επί κενοταφίων. Αν το εθνικό τραύμα, η ανοιχτή αιμορραγούσα πληγή τής συλλογικής μας συνείδησης δεν αποτελέσει κάποτε ένα πραγματικά ουσιαστικό μάθημα -δίδαγμα-οδηγό δράσης και αντίδρασης, αν δεν γίνει το έναυσμα για την συνειδητοποίηση των (υπ)αιτίων της εθνικής μας αυτοχειρίας, άντληση της αφορμής και της αιτίας της για πραγματική αφύπνιση, τότε η Μνήμη θα παραμένει οδυνηρά ανεπούλωτη και τραγικά αδικαίωτη.
Όσο θα εκφράζεται αποκλειστικά σε ένα άγονο και ανεπαρκές επίπεδο μέσα από «φολκλορικές» αναβιώσεις, θεατρικοχορευτικές παραστάσεις «πολιτιστικών συλλόγων» -που αναμφίβολα, έχουν την αισθητική συναισθηματική αξία τους, τους δακρύβρεχτους, αφόρητα υποκριτικούς λόγους και εμφανίσεις, στα πλαίσια της πολιτικής ορθότητας, όλων των συστημικών, παρασιτικών εκπροσώπων της «δημοκρατίας», τόσο η ιστορική Μνήμη, αποστειρωμένη και ατελέσφορη, άνευρη και άγονη, θα αδυνατεί να επιτελέσει επιδραστικά τον δυναμικό της ρόλο, τον ιστορικό της προορισμό. Ανίκανη να διδάξει και -άρα- να εμπνεύσει και να φωτίσει, απονευρωμένη από κάθε δυναμική για μια συνολικότερη και ευρύτερη αναγεννησιακή προοπτική, κάθε χρόνο η κραυγαλέα απουσία της θα ξορκίζεται με τα γνωστά τσιτάτα του «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ», όταν η ψυχή της Φυλής θα στενάζει περιτριγυρίζοντας στα ερείπια του «σαρανταενατακατό».
*Η δική μου σκέψη πάλι και μόνο στο αντάρτικο που έστησαν οι υπέροχοι αυτοί Έλληνες, μόνοι και αβοήθητοι από μία άστοργη και αδιάφορη «μάνα», χορεύοντας τους ηρωικούς, κυκλικούς, πολεμικούς χορούς τους, εκεί ψηλά στα βουνά της Σαμψούντας, της Τραπεζούντας.
Δ. Χριστοδούλου