Ο Κώστας Σπέρας γεννήθηκε στην Σέριφο το 1893. Το 1907 μετακινήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου φοίτησε στο Λεόντειο Λύκειο, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, όπου εργάστηκε ως καπνεργάτης και ήρθε σε επαφή με ανατρεπτικές ιδέες της εποχής.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, συμμετείχε το 1910 στην δημιουργία του Εργατικού Κέντρου της Αθήνας, καθώς και στο Σοσιαλιστικό Κέντρο. Το 1914 συμμετέχει στην απεργία της Καβάλας και για την δράση του κλείστηκε στις φυλακές της Τρίπολης. Τον Ιούνιο του 1916 ο Σπέρας επέστρεψε στην Σέριφο. Εκεί πρωτοστάτησε στην δημιουργία του τοπικού Σωματείου Εργατών Μεταλλευτών Σερίφου, και έγινε ο πρώτος Πρόεδρος του. Εξαιτίας των άθλιων συνθηκών κάτω από τις οποίες εργάζονταν οι μεταλλωρύχοι και λόγω της υψηλής θνησιμότητας των εργατών, το Σωματείο προχώρησε σε γενική απεργία στο νησί. Η απεργία αυτή υπήρξε ιδιαίτερα δυναμική για την εποχή της και κατέληξε σε γενικευμένη εξέγερση, η οποία έμεινε γνωστή ως Εξέγερση της Σερίφου. Μελανό σημείο της εξέγερσης πάντως, υπήρξε η έκκληση των εργατών προς τις δυνάμεις της Αντάντ, ώστε αυτές να παράσχουν συνδρομή στον αγώνα τους.
Κατά την διάρκεια των συγκρούσεων με την χωροφυλακή, υπήρξαν οκτώ νεκροί και δεκάδες τραυματίες, αλλά και μερική ικανοποίηση των αιτημάτων των μεταλλωρύχων. Ο ίδιος ο Σπέρας φυλακίστηκε στο φρούριο Φιρκά των Χανίων. Το 1918 συμμετείχε στην ίδρυση τόσο της ΓΣΕΕ, όσο και του ΣΕΚΕ. Στην ίδρυση της ΓΣΕΕ έλαβε πρώτος τον λόγο, όπου και υποστήριξε την άποψη ότι η συνομοσπονδία πρέπει να ασχολείται μόνο με τα εργατικά ζητήματα, και όχι με θέματα που αφορούν την πολιτική. Παράλληλα, στο συνέδριο του κόμματος το 1920, μαζί με τους Ευάγγελο Παπαναστασίου και Ιωάννη Φανουράκη, εναντιώθηκε στην συμμετοχή του κόμματος στο κοινοβούλιο.
Το 1920 ο Σπέρας επιχειρεί να ιδρύσει σε συνδιάσκεψη, την Ομοσπονδία Μεταλλωρύχων και Ανθρακωρύχων. Επιπλέον, στα πλαίσια της ΓΣΕΕ ο Σπέρας υποστήριξε την άποψη πως τα Σωματεία θα πρέπει να είναι αποσυνδεδεμένα από τα κόμματα, αναθεωρώντας τις παλαιότερες απόψεις του. Την ίδια χρονιά διαγράφηκε ως “αντικομματικό στοιχείο” από το ΣΕΚΕ. Το 1922 ο Σπέρας προχώρησε στην δημιουργία του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος, το οποίο συνεργάστηκε με άλλες πρώην φράξιες του ΣΕΚΕ.
Στους εορτασμούς της Πρωτομαγιάς από το Εργατικό Κέντρο Αθηνών το 1924, συνελήφθη εκ νέου μαζί με άλλα εργατικά στελέχη. Ήδη από το 1925, είναι ένας από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές της αποπολιτικοποίησης των Συνδικάτων. Την ίδια περίοδο, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, πραγματοποιείται και η μεγάλη ιδεολογικοπολιτική μεταστροφή του. Το 1926 ο Σπέρας υπήρξε μάρτυρας κατηγορίας ενάντια στα στελέχη του ΚΚΕ, λόγω της θέσης του προδοτικού αυτού μορφώματος όσον αφορά το ζήτημα της “αυτονομίας” της Μακεδονίας. Υπήρξε μάρτυρας κατηγορίας και στην δίκη για την απαγόρευση της Ενωτικής ΓΣΕΕ. Στις εκλογές του 1926, ως υποψήφιος βουλευτής Α’ Αθηνών με το Ανεξάρτητο Εργατοεπαγγελματικό Κόμμα, έλαβε ελάχιστες ψήφους.
Μετά την σταδιοδρομία του στην κομμουνιστική αριστερά, ο Σπέρας προσέγγισε τον χώρο των συντηρητικών συνδικαλιστών. Κατά την δεκαετία του ’30 εντάχθηκε στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος του Γεωργίου Μερκούρη, αρθρογραφώντας στην εφημερίδα “Εθνική Σημαία”, η οποία υπήρξε το έντυπο όργανο του κόμματος. Στην ίδια εφημερίδα έγραψε σε συνέχειες την ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, υπογράφοντας με το ψευδώνυμο “Έλλην εργάτης”. Το 1938 συνελήφθη ξανά και κλείστηκε στις αγροτικές φυλακές Σκοπέλου, όπου και επιβαρύνθηκε πολύ σοβαρά η υγεία του.
Το 1943 διατηρούσε σχέσεις με το συνδικαλιστικό τμήμα του ΕΔΕΣ Αθηνών. Στα τέλη του Οκτωβρίου του 1943, ενώ ταξίδευε μαζί με τον ανθυπολοχαγό του Ελληνικού Στρατού Απόστολο Κοκμάδη, συνελήφθη στην Μάνδρα Αττικής από άντρες του Καπετάνιου ενός τάγματος των ενόπλων κομμουνιστών, υπό τον Γεώργιο Μπουτσίνη. Ο Ριζοσπάστης στις 25 Οκτωβρίου του 1943 ανέφερε την σύλληψη του Σπέρα ως απεσταλμένου της ομάδας του ιατρού Ιωάννη Λαζαρή (πρώην μέλους της ΕΕΕ) του ΕΔΕΣ. Έπειτα επήλθε η προώθηση στην έδρα του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ στα Δερβενοχώρια, όπου ο Σπέρας εκτελέστηκε μετά την εξακρίβωση της ταυτότητας του.