Ήταν Δεκαπενταύγουστος του 2018. Ο Νίκος Μουστάκας απολάμβανε τον αθηναϊκό ουρανό σε ένα από τα ελάχιστα μέρη πρασίνου στο κέντρο των Αθηνών, μαζί με τη φίλη του. Ο λόφος του Φιλοπάππου, ακριβώς δίπλα από τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης, προσελκύει εδώ και γενιές οικογένειες, παρέες και ζευγάρια. Ήταν νύχτα, κάτω από το αυγουστιάτικο φεγγάρι, σε έναν από τους πιο τουριστικούς και ρομαντικούς προορισμούς της χώρας μας, όταν τρεις «κατατρεγμένοι πρόσφυγες» αποφάσισαν να κόψουν το νήμα της ζωής του. Για ένα κινητό τηλέφωνο, αξίας λίγων δεκάδων ευρώ, δύο Πακιστανοί και ένας Ιρανός δολοφόνησαν τον νεαρό Έλληνα μπροστά στα μάτια της φίλης του.
Τα ΜΜΕ λογόκριναν την είδηση και την επιστολή της μητέρας του αδικοχαμένου Νικόλα προς τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Δεν ταίριαζε στην πολιτική των ανοιχτών συνόρων που μας επέβαλαν και που συνεχίζει έως και σήμερα η τωρινή κυβέρνηση. «Μήπως θα έπρεπε η Πολιτεία, αντί να καλοδέχεται, προσφέροντας “γη και ύδωρ” στα πάσης λογής εγκληματικά και επικίνδυνα με άγρια ένστικτα στοιχεία, να προνοεί πρωτίστως για την ασφάλεια των ίδιων της των πολιτών, τους οποίους αφαιμάσσει καθημερινά, εγκαταλείποντάς τους παράλληλα στα χέρια αδηφάγων συμμοριών, για τις οποίες η αξία της ανθρώπινης ζωής έχει λιγότερη σημασία από την αξία ενός κινητού ή μιας χρυσής αλυσίδας;» έγραφε, μεταξύ άλλων, η κυρία Λαμπρινή Μουστάκα.
Την λογόκριναν επειδή δεν τολμούσαν να της απαντήσουν κοιτώντας την στα μάτια. Όχι επειδή ξαφνικά απέκτησαν συνείδηση και ντράπηκαν, αλλά επειδή ήξεραν ότι αυτές οι δηλώσεις είναι ικανές να ξυπνήσουν το θυμικό του Έλληνα, που ζει στο πετσί του τα αποτελέσματα των πολιτικών των ανοιχτών συνόρων και θρηνεί κάθε χρόνο τους γιους του από δολοφονίες, τις κόρες του από βιασμούς και τους ηλικιωμένους του και για τα δύο. Επειδή τα χρήματα που παίρνουν για να μετατρέπουν την πατρίδα μας σε πύλη εισόδου μεταναστών είναι πολλά και γλυκά. Επειδή το μόνο που μπορούν να κάνουν απέναντι στην αλήθεια είναι να την αποκρύψουν και να ελπίζουν να περάσουν τα ψέματά τους για κανονικότητα…
Στο φως της Ακρόπολης, στη σκιά της αδιαφορίας, έσβησε η ζωή ενός νέου Έλληνα, ενώ οι ηθικοί αυτουργοί συνεχίζουν να εποικίζουν τη χώρα με περισσότερους «κατατρεγμένους».