Ο κύριος Hugenberg (Γερμανός μεγιστάνας του Τύπου και πολιτικός) ήταν ένα τυπικό προϊόν της παρακμιακής περιόδου της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Εδώ στην Αγγλία γνωρίζουμε πολύ καλά την φάρα των μεγαλοεκδοτών -των πετυχημένων εκατομμυριούχων επιχειρηματιών οι οποίοι με χρηματιστικά κόλπα, αποκτούν τον έλεγχο αρκετών εφημερίδων και στην συνέχεια επιχειρεί την επιβολή του αθροίσματος των προσωπικών και χυδαίων προκαταλήψεων τους στο λαϊκό σώμα με μεθόδους μαζικής νουθεσίας, που στην ουσία τους, αποτελούν μια κατάφωρη, νοητική καταπίεση του καθημερινού μέσου πολίτη. Το κτήνος αυτό επιβιώνει στην πιο δυσάρεστη μορφή του στην Αμερική (όπου τα πάντα γίνονται στην υπερβολή) και πολύ πρόσφατα, ένας κατασκευαστής γυναικείων αρωμάτων κατάφερε να επιβάλλει ακόμα και τις αντιδράσεις του στους εκλεπτυσμένους κατοίκους των Παρισίων.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Καμία κοινωνία, οργανωμένη με σώας τας φρένας, δεν θα μπορούσε να ανεχθεί ούτε για μια ημέρα τις ξεδιάντροπες φιλοδοξίες τους. Κανένα πολιτικό σύστημα -παρ’ εκτός μιας δημοκρατίας σαπισμένης έως το μεδούλι, θα επέτρεπε στην ακολασία του μυαλού τους, στην κυνική τους εκμετάλλευση κάθε ανάγκης και κρίσης και τις διεφθαρμένες προσπάθειες εκφοβισμού και χειραγώγησης της κοινής γνώμης να υπονομεύσουν τον ιστό της εθνικής ζωής.
Ο κύριος Hugenberg μοιράστηκε από κοινού με τον Λόρδο Beaverbrook και τον Monsieur Coty, την ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος θέλει να κυβερνηθεί αλλά και να… διαφθαρεί από τους μεγαλοεκδότες. Στο αναρχικό κλίμα στο οποίο επικρατούσε στην Γερμανική πολιτική σκηνή πριν την Εθνικοσοσιαλιστική Επανάσταση, μπορούσε να δει ένα ποσοστό επιτυχίας. Ο συνδυασμός σωβινισμού και σνομπισμού που συχνά είναι χαρακτηριστικό σημάδι του πλουτοκράτη πολιτικού, βρήκε στον Hugenberg τον απόλυτο εκφραστή του. Σιγοντάριζε από την μία το πιο ανυπόληπτο τμήμα του Οίκου των Hohenzollern και από την άλλη, επιδίωκε να αντλήσει όφελος από την ζοφερή αγωνία της Γερμανικής νεολαίας.
…Το χαλύβδινο κράνος των βετεράνων κάθισε βαρύ στους υπολογισμούς αυτού του γηραλέου εκατομμυριούχου. Ενώ όλοι οι συσσωρευμένοι πόροι που μάζεψε ο Hugenberg και οι βιομήχανοι φίλοι του προσπαθούσαν να αναστήσουν έναν φαντεζί “πατριωτισμό” πριγκίπων και στραταρχών, οι νεολαίοι της Γερμανίας, χωρίς λεφτά ούτε και τύπο, αγωνίστηκαν στον ζοφερό δρόμο για την εξουσία από δρόμο σε δρόμο, γειτονιά σε γειτονιά μέσα στην καρδιά των μεγάλων πόλεων. Όταν θεώρησε πως μια Ιδέα, την οποία ούτε καν μπορούσε να αντιληφθεί, ο γηραλέος Hugenberg συνδύασε τον φόβο και τον πατριωτισμό, καλύπτοντας την αλαζονεία του μεγαλοεκδότη με την πονηριά του κομπραδόρου, επιδίωξε μια συμμαχία με την ανερχόμενη δύναμη της Εθνικοσοσιαλιστικής Επαναστάσεως. Αλλά έμαθε ένα πικρό μάθημα: η Εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση δεν έληξε με την καταστολή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Έμαθε πως ο Φασισμός δεν είναι μια “δεξιά αντίδραση” που φοράει μαύρα ή καφέ πουκάμισα, αλλά το ατσαλένιο πιστόνι που τροφοδοτεί την επανάσταση του Ρεαλισμού.
Όσο εύκολο ήταν να τσακιστεί η Αριστερά με την βοήθεια των Εθνικοσοσιαλιστικών αποσπασμάτων, τόσο πιο εύκολο ήταν να τσακιστεί η μεγάλη μηχανή της Καπιταλιστικής δεξιάς αντίδρασης, που στην περίπτωση μας την αντιπροσώπευε ο Hugenberg και το “Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα”. Οι τρανοί θεσμοί –η “ελευθερία του τύπου”, η δύναμη του χρήματος, γίνονται στάχτη σε μια νύχτα, σαρωμένοι από την καυστική ανάσα της βλοσυρής και οργισμένης νεολαίας. Όλη η δύναμη βρίσκεται στα χέρια της νεολαίας, όλη η δύναμη βρίσκεται στο έθνος, η δύναμη να γκρεμίσεις, να χτίσεις, να κυβερνήσεις, δια της Φασιστικής Επαναστάσεως!