Ο 100χρονος Βρετανός βετεράνος Alec Penstone, ένας άνθρωπος που έζησε τις φλόγες και τα συντρίμμια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διατύπωσε μια φράση που συγκλονίζει: «Η θυσία δεν άξιζε το αποτέλεσμα».
Ο λόγος του συμπυκνώνει τη βαθιά απογοήτευση ενός ολόκληρου αιώνα. Διότι σήμερα, ο κόσμος που προέκυψε από τους λεγόμενους «νικητές» του πολέμου δεν θυμίζει σε τίποτα τις υποσχέσεις για ελευθερία, αξιοπρέπεια και ανθρώπινη πρόοδο. Ο κόσμος των νικητών του 1945 δεν μοιάζει σε τίποτα με εκείνον για τον οποίο χύθηκε αίμα. Μέσα σε ογδόντα χρόνια, ο άνθρωπος υποβαθμίστηκε από πρόσωπο σε καταναλωτή, από πνευματικό ον σε οικονομική μονάδα και σύντομα, σε έναν μοναδικό αριθμό. Η ηθική κατέρρευσε κάτω από το βάρος ενός πολιτισμού χωρίς ψυχή, χωρίς αξίες, χωρίς κοινό όραμα. Εκεί που κάποτε βασίλευαν η Πατρίδα, η Πίστη και η Οικογένεια, τώρα κυριαρχεί η αλαζονεία του χρήματος, η λατρεία της αγοράς και ένας ατελείωτος χείμαρρος προπαγάνδας που απαιτεί από τους λαούς να ξεχάσουν τις ρίζες τους και να ντραπούν για την ιστορία τους. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η Νέα Τάξη παρουσιάζει ως «πρόοδο» την αποδόμηση κάθε ιερού θεσμού. Η Ορθοδοξία λοιδορείται, η παράδοση χαρακτηρίζεται εμπόδιο, η οικογένεια αντιμετωπίζεται ως παρωχημένο υπόλειμμα μιας «αναχρονιστικής» κοινωνίας. Οι άνθρωποι εκπαιδεύονται να αποδέχονται την ανωμαλία ως κανονικότητα και το παράλογο ως δικαίωμα. Κάθε τι ιερό, κάθε τι που δίνει νόημα στον άνθρωπο, δέχεται μια αδιάκοπη επίθεση ώστε να διαλυθεί η ταυτότητα των εθνών και να αντικατασταθεί από ένα άχρωμο, απρόσωπο, ελεγχόμενο πλήθος. Και μέσα σε όλα αυτά, η Ευρώπη, η ήπειρος που γέννησε πολιτισμούς, φιλοσοφίες, αυτοκρατορίες και αγίους, μετατράπηκε σε γραφείο οικονομικών συναλλαγών. Δεν κυβερνούν οι λαοί, αλλά οι αριθμοί. Η Ευρώπη των νικητών είναι μια Ευρώπη των τοκογλύφων, μια ένωση όπου η τεχνοκρατία έχει αντικαταστήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Και η Ελλάδα; Στάθηκε στο πλευρό των «νικητών», έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε, μάτωσε, πείνασε, κάηκε. Κι όμως, αντί για δικαίωση, βρέθηκε δεμένη με εξαρτήσεις, ξένες επιρροές και οικονομικά δεσμά. Από τον συμμοριτοπόλεμο ως τα μνημόνια, η χώρα μας οδηγήθηκε συστηματικά στη θέση ενός θλιβερού προτεκτοράτου, ενός πρόθυμου συμμάχου που ποτέ δεν ανταμείφθηκε, ενός λαού που πάντα πληρώνει το τίμημα των επιλογών των άλλων. Και όμως, μέσα σε όλη αυτή τη σκοτεινιά, υπάρχει κάτι που δεν πέθανε. Ο Έλληνας άντεξε, γιατί έχει ρίζες. Έχει Παράδοση, έχει Πίστη, έχει ιστορία χιλιάδων ετών. Δεν είναι εύκολο να λυγίσει ένας λαός που ξέρει ποιος είναι και από πού κρατά η γενιά του. Η ψυχή του δεν παραδίδεται, όσο κι αν το επιδιώκουν οι μηχανισμοί της εποχής.
Κι έτσι, ίσως τελικά το ερώτημα δεν είναι ποιος νίκησε το 1945, αλλά ποιος νικά σήμερα. Διότι αν η νίκη σημαίνει να ζεις σε έναν κόσμο χωρίς αξίες και χωρίς ταυτότητα, τότε ο βετεράνος είχε δίκιο: η θυσία δεν άξιζε το αποτέλεσμα. Όμως για εμάς, τους Έλληνες, η μάχη δεν τελείωσε. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που κρατούν την Παράδοση, την Πίστη και την Πατρίδα μέσα τους, όσο δεν αφήνουμε να μας σβήσουν, τόσο θα στεκόμαστε όρθιοι απέναντι σε έναν κόσμο που χάνει την ψυχή του. Όρθιοι, σ’ έναν κόσμο ερειπίων.







