Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Γιούκιο Μισίμα: Ο τελευταίος πολεμιστής της Ιαπωνίας

Στις 25 Νοεμβρίου 1970, ὁ Γιούκιο Μισίμα ὄχι ἀπλῶς ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή, ἀλλὰ σφράγισε μὲ αἷμα τὸ τέλος μιᾶς ἐποχῆς. Ὑπήρξε ὁ σπουδαιότερος μεταπολεμικὸς δεξιοτέχνης τοῦ ἰαπωνικοῦ λόγου, πολυβραβευμένος συγγραφέας, ποιητὴς, δραματουργός καὶ σκηνοθέτης. Ἀρκετὲς φορὲς ὑποψήφιος γιὰ τὸ Νόμπελ Λογοτεχνίας, στὴν ἴδια δεκαετία ποὺ τὸ βραβεῖο δόθηκε στὸν μέντορά του Γιασουνάρι Καουαμπάτα, ὁ Μισίμα εἶχε κάθε λόγο νὰ ὑποψιάζεται ὅτι τὰ βραβεῖα τῆς Δύσεως δὲν προορίζονται γιὰ ὅσους ἐνοχλοῦν τὴ μεταπολεμικὴ Pax Americana μὲ τὸν ἐνοχλητικὸ παραδοσιοκρατικὸ καὶ ἐθνικὸ τους λόγο.

Γεννημένος σὲ παλαιὰ σαμουραϊκὴ γενιὰ γραφειοκρατῶν καὶ ἀριστοκρατῶν, μεγάλωσε μὲ ἱστορίες γιὰ τὸ χρυσάνθεμο τοῦ Αὐτοκράτορα καὶ τὸ ξίφος τοῦ πολεμιστὴ· μὲ τὸν κώδικα τοῦ μπουσίντο καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση τῆς Τιμῆς. Ὅταν, μετὰ τὴν συντριβὴ τοῦ 1945, ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτορας ὑποχρεώθηκε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴ θεϊκότητά του καὶ ἡ Ἰαπωνία φορτώθηκε ἕνα Σύνταγμα ἐπιβληθὲν ὑπὸ τῶν νικητῶν, ὁ Μισίμα διέγνωσε ὄχι ἀπλῶς πολιτικὴ ἥττα, ἀλλὰ καὶ τὸν πνευματικὸ ἀφοπλισμό. Ἕνα Ἔθνος ἄοπλο, ἀπονευρωμένο, μὲ τὴν ψυχὴ του παραδομένη στὸν καταναλωτισμό καὶ στὴ μίμηση τῆς ἀμερικανικῆς κουλτούρας.

Ἡ λογοτεχνία του εἶναι συνεχὴς μονομαχία μὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀπονεύρωση. Ἀπὸ τὴν ἐξομολογητικὴ κόλαση τοῦ Confessions of a Mask, ὅπου ἕνας νέος ξεγυμνώνει τὴ σύγκρουση ἀνάμεσα στὸν πόθο, τὸν ἔρωτα καὶ τὴν ἔλξη τοῦ θανάτου, μέχρι τὸ Temple of the Golden Pavilion, ὅπου ἕνας δυσμορφικός ἀκόλουθος καταλήγει νὰ πυρπολήσει τὸ ἱερὸ ἄγαλμα τῆς ὀμορφιᾶς ποὺ δὲν ἀντέχει νὰ βλέπει. Στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους βρίσκεται ἡ τετραλογία Θάλασσα τῆς Γονιμότητας (Spring Snow, Runaway Horses, The Temple of Dawn, The Decay of the Angel): ἕνα ἰδιότυπο ἔπος ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Αὐτοκράτορα Ταϊσό μέχρι τὴ μετὰ τὸν πόλεμο παρακμή, μὲ μιὰ ψυχὴ ποὺ μετενσαρκώνεται ξανά καὶ ξανά γιὰ νὰ συγκρουστεῖ κάθε φορὰ μὲ τὴν ἱστορικὴ ἄβυσσο.

Δὲν ἔμεινε ὅμως στὴν ἄνεση τῶν σελίδων. Ὅπως ἐπεξεργαζόταν τὴν πρόταση, ἔπλασε καὶ τὸ σῶμά του: πειθαρχημένη γυμναστική, ξιφασκία, πολεμικὲς τέχνες, καθημερινὸς ἀγῶνας ἐνάντια στὴ χαλαρότητα ποὺ ἔβλεπε γύρω του. Γι’ αὐτόν, τὸ κάλλος δὲν ἦταν ἰδέα ἀφηρημένη – ἦταν μῦς, πόνος, ἱδρώτας, κομμάτια χάλυβα ποὺ γυάλιζαν στὸ φῶς. Στὸ σταυροδρόμι ἔρωτα, ὀμορφιᾶς καὶ θανάτου ἔστησε τὸν ἴδιο του τὸν μῦθο· ἕναν συγγραφέα ποὺ δὲν ἀνέχεται νὰ ὑπάρχει ἀντίφαση ἀνάμεσα στὰ λόγια καὶ στὸ αἷμα.

Τὸ 1968 ἴδρυσε τὴν Tatenokai – «Λέσχη τῆς Ἀσπίδος». Μιὰ μικρὴ ἀλλὰ ἐνσυνείδητη φάλαγγα νεαρῶν πατριωτῶν, φοιτητῶν καὶ ἀξιωματικῶν, μὲ στολὴ ἐπινοημένη ἀπὸ τὸν ἴδιο, ποὺ ἐκπαιδεύονταν μὲ τὶς Δυνάμεις Αὐτοάμυνας καὶ διακήρυξαν ὅτι ἀποστολὴ τους εἶναι νὰ σταθοῦν ἀσπίδα ἀνάμεσα στὸν Θρόνο καὶ στὴν ἐσωτερικὴ διάβρωση ἀπὸ ξένες ἰδεολογίες. Ἐκεῖ ὁ Μισίμα ἔπαψε νὰ εἶναι «ἀπλῶς» συγγραφέας: ἔγινε ἀνοιχτὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀρνεῖται νὰ συμβιβαστεῖ μὲ τὸν ρόλο τοῦ διανοουμένου-θεατῆ μιᾶς ἐθνικῆς παρακμῆς.

Καὶ κάπως ἔτσι ἦρθε ἡ 25η Νοεμβρίου 1970. Ἐκεῖνο τὸ πρωί ὁλοκλήρωσε τὴν τελευταία σελίδα τοῦ The Decay of the Angel, τοῦ ἐπιλόγου τῆς Θάλασσας τῆς Γονιμότητας. Ἄφησε τὸ χειρόγραφο τακτοποιημένο στὸ γραφεῖο, ντύθηκε μὲ τὴν καφέ στολὴ τῆς Tatenokai, ἔδεσε τὴ λευκὴ κορδέλα στὸ μέτωπο, πήρε τὸ ξίφος του καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴ στρατιωτικὴ βάση Ἰτσιγκάγια στὸ Τόκιο. Μαζί του τέσσερις νεαροὶ τῆς «Λέσχης τῆς Ἀσπίδος». Κατέλαβαν τὸ γραφεῖο τοῦ διοικητοῦ, τὸν κρατήσαν ὄμηρο, θὰ ἀπαιτήσουν νὰ συγκεντρωθοῦν οἱ στρατιῶτες στὸ προαύλιο.

Ὁ Μισίμα βγήκε στὸ μπαλκόνι καὶ ἀπευθύνθηκε σὲ μιὰ γενιὰ ποὺ δὲν τὸν καταλάβαινε. Ζήτησε τὴν ἀνατροπὴ τοῦ Ἄρθρου 9, τὴν ἀποκατάσταση τοῦ στρατοῦ καὶ τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ πνεῦμα ποὺ ἔθρεψε τὴν Ἰαπωνία πρὶν τὴν «δημοκρατική κατοχή». Ἀντὶ γιὰ σιωπὴ καὶ περισυλλογή, ἔλαβε γέλια, ὕβρεις, ἀδιαφορία. Ὅ,τι γι’ αὐτὸν εἶναι ὕστατη ἔκκληση γιὰ ἐθνικὴ ἀφύπνιση, γιὰ τοὺς παρευρισκομένους εἶναι μιὰ «παράσταση» ἑνὸς ἐκκεντρικοῦ συγγραφέα.

Προ αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἐκφώνησε τὴν καταδικαστικὴ του διάγνωση γιὰ τὴ μεταπολεμικὴ Ἰαπωνία: σήμερα οἱ ἄνθρωποι σκέφτονται μόνο τὰ χρήματα· ποῦ εἶναι τὸ ἐθνικὸ πνεῦμα; τὸ ἔθνος δὲν ἔχει πια πνευματικὴ θεμελίωση· θὰ καταντήσετε ἁπλῶς μισθοφόροι τῶν Ἀμερικανῶν, δὲν κάνετε τίποτε γιὰ τὴν Ἰαπωνία.
Ἐνῶ ἔκλεισε τὴν ὁμιλία του, χαιρετῶντας τὸν Αὐτοκράτορα, μὲ τὴν κραυγὴ
«Ζήτω ὁ Αὐτοκράτορας!».

Οὔτε αὐτὴ ἡ ὕστατη κραυγὴ κατάφερε νὰ ταρακουνήσει τὸ ναρκωμένο Ἔθνος. Ἐπέστρεψε στὸ γραφεῖο, γονατίζει στὸ τατάμι, ρυθμίζει τὴ ζώνη του καὶ ἐκτέλεσε τὸ σεππούκου – ὄχι ὡς «ἐξωτικὴ ρομαντικὴ χειρονομία», ἀλλὰ ὡς ἀκραία συνέπεια μιᾶς ζωῆς ὅπου λόγος, σῶμα καὶ Πίστη ὀφείλουν νὰ συμφωνοῦν ἕως τέλους. Τὴν τελική πράξη συμπλήρωσε ἕνας ὁ σύντροφός του μὲ τὸ ξίφος· ἡ τελετουργία τῆς Τιμῆς ὁλοκληρώθηκε ὅπως πρόσταζε ἡ παράδοσις τῆς Χώρας τοῦ Ἀνατέλλοντος Ἡλίου.

Ἀπὸ τὴν ἀπόσταση πενήντα καὶ πλέον ἐτῶν, τὸ πρόσωπο τοῦ Γιούκιο Μισίμα μένει σὰν ἀνώμαλη πέτρα στὴν λεωφόρο τῆς «πολιτικῶς ὀρθῆς» ἱστοριογραφίας. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἕνωσε ὑψηλὴ Τέχνη καὶ ἀκραία δέσμευση, ἕνας ἰαπωνικός νους ἐλληνολάτρης, λάτρης τῆς τραγωδίας, ποὺ εἶδε μὲ καθαρὸ βλέμμα ὅτι ἡ εὐημερία χωρὶς πνεῦμα εἶναι ἁπλῶς ὁ προθάλαμος μιᾶς ἥττας πιὸ βαθειᾶς ἀπὸ τὴ στρατιωτική. Ὅ,τι κι ἂν πιστεύει κανείς γιὰ τὶς πολιτικὲς του θέσεις, μένει ἡ ἀδιαμφισβήτητη ἀλήθεια: στὸ πρόσωπο τοῦ Μισίμα ἡ Τέχνη δὲν ἔμεινε ποτὲ ἀσύνδετη ἀπὸ τὴ ζωή, καὶ ἡ ζωή δὲν διεκδίκησε τὸ δικαίωμα νὰ ξεγλιστρήσει ἀπὸ τὴν ἀμείλικτη λογικὴ τῶν ἰδίων του τῶν λόγων.

Exit mobile version