Η συζήτηση που άνοιξε μετά τη δήλωση του Μαρκ Ρούτε, ότι το ΝΑΤΟ θα πρέπει να αυξήσει τις αγορές αμερικανικών όπλων για την Ουκρανία ώστε να δαπανώνται τουλάχιστον ένα δισεκατομμύριο ευρώ τον μήνα, επαναφέρει με οξύτητα ένα θεμελιώδες ερώτημα: ποια Ευρώπη οικοδομείται στις αρχές του 21ου αιώνα; Η είδηση αυτή, που παρουσιάστηκε ως τεχνική-αμυντική πρόταση στο πλαίσιο του μηχανισμού PURL, είναι στην πραγματικότητα πυροκροτητής μιας ευρύτερης συζήτησης για την ταυτότητα, τις προτεραιότητες και τις πραγματικές προθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εδώ και χρόνια η Ευρώπη διακηρύσσει ότι επιδιώκει την ειρήνη. Ωστόσο, ο δημόσιος λόγος της και η πολιτική πράξη κινούνται σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ενώ η ρητορική παραμένει ανθρωπιστική και διπλωματική, η πρακτική της Ένωσης ολοένα και συχνότερα στηρίζεται στη στρατιωτική ενίσχυση, στη γλώσσα της αποτροπής και στην αναβάθμιση εξοπλισμών με απώτερο στόχο την αποτροπή της ρωσικής απειλής. Είναι μια Ευρώπη που προσαρμόζεται σταδιακά στην ιδέα ότι ο πόλεμος, έστω και μέσω αντιπροσώπων, αποτελεί τη νέα κανονικότητα ή μία Ευρώπη σε τέλμα που επιζητά μια ακραία λύση για την δυνητική απειλή Ρωσίας; Μια ήπειρος που δεν καθορίζει τις δικές της στρατηγικές, αναγκαστικά υιοθετεί τις στρατηγικές άλλων.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, η πολεμική ρητορική που αναπαράγεται από ορισμένα ευρωπαϊκά κέντρα δεν φαίνεται να εξυπηρετεί τους λαούς της Ευρώπης, αλλά κυρίως τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Ως εκ τούτου η Ευρώπη εμφανίζεται διαιρεμένη, άλλοτε διστακτική και άλλοτε υπερβολικά βιαστική, χωρίς συνεκτική στρατηγική και χωρίς την απαραίτητη αυτονομία που θα της επέτρεπε να χαράξει δικό της δρόμο προς το όραμα μίας αληθινής ένωσης και όχι σε μετάλλαξη σε απολυταρχικό, τοκογλυφικό μηχανισμό.
Την ίδια στιγμή, το οικονομικό βάρος αυτών των επιλογών μεταφέρεται με απόλυτη σαφήνεια στους Ευρωπαίους πολίτες. Η δαπάνη ενός δισεκατομμυρίου ευρώ τον μήνα δεν είναι μια στατιστική υποσημείωση, είναι πραγματικό χρήμα που αφαιρείται από τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Σε μια περίοδο που οι κοινωνίες παλεύουν με την ακρίβεια, την ενεργειακή ανασφάλεια, τα προβλήματα στέγασης, την ανεπαρκή χρηματοδότηση της υγείας και της παιδείας, η προτεραιότητα κατασπατάλησης πόρων προκαλεί οργή, δεδομένου του ότι αυτά προορίζονται για έναν πόλεμο του οποίου οι εμπλεκόμενοι δείχνουν ότι οδεύουν σε ειρηνική επίλυση των μεταξύ τους διαφορών. Αντίθετα στο πνεύμα αυτό, η Ευρώπη ζητά πόρους για την ενίσχυση ενός μετώπου που έχει καταρρεύσει και την υποστήριξη μίας κυβέρνησης την οποία βαραίνει η σκιά της διαφθοράς. Η Ουκρανία, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει στον πόλεμο, βρίσκεται εδώ και χρόνια χαμηλά στους διεθνείς δείκτες διαφάνειας και καταπολέμησης της διαφθοράς. Αυτό δεν είναι μομφή, είναι διαπιστωμένο και καταγεγραμμένο γεγονός. Καθίσταται λοιπόν εύλογο το ερώτημα κατά πόσο είναι συνετό να διοχετεύονται τεράστια ποσά, μηνιαία και μάλιστα χωρίς χρονικό ορίζοντα, σε ένα σύστημα που ακόμη παλεύει να διασφαλίσει αποτελεσματικό έλεγχο των κονδυλίων που λαμβάνει. Ακόμη χειρότερα, η Ουκρανική πλευρά δηλώνει έτοιμη για τη διενέργεια εκλογών και ενδεχόμενη επίτευξη συμφωνίας με την Ρωσία, με διαμεσολαβητή τις ΗΠΑ. Ποιο το νόημα να «πριμοδοτήσουν» τον Ζελένσκι με χρήματα που, σύμφωνα με τα ίδια τα δυτικά μέσα, χρησιμοποιούνται για κάθε τι άλλο πέρα από την ενίσχυση του ουκρανικού στρατού και άμυνας;
Η υποκρισία των «ειρηνοποιών» της τοκογλυφικής κλίκας των Βρυξελλών δεν έχει όριο. Υποτίθεται ότι η Ευρώπη ιδρύθηκε με πίστη στις ιδρυτικές αρχές της ελευθερίας, της συνεργασίας των κρατών-μελών και την αποτροπή του πολέμου. Προτάσεις σαν τη συγκεκριμένη όχι μόνο θέτει υπό αμφισβήτηση αυτή την ταυτότητα, αλλά επιβεβαιώνει τον ελληνικό εθνικισμό και τον γνήσιο εκφραστή της, τη Χρυσή Αυγή, που κόντρα στο ρεύμα της εποχής, στη φρενίτιδα της εξασφάλισης μιας περίοπτης θέσης εντός της ευρωπαϊκής συμμαχίας και την ξεφτίλα του «Μένουμε Ευρώπη» πορεύτηκε με το σύνθημα «Ναι στην Ευρώπη των εθνών, όχι στην Ευρώπη των τοκογλύφων».

