Η πρόσληψη της εξωτερικής πραγματικότητας από ένα άτομο, συναρτάται και με την ύπαρξη κάποιων προϋπαρχόντων «ενδοβληθέντων» στερεοτύπων σε αυτό. Στερεότυπα είναι οι ιδέες και οι εικόνες που είναι έτοιμες μέσα στο κεφάλι μας και παρεμποδίζουν τη λειτουργία της κρίσης, γιατί υπάρχει μια εκ των προτέρων διαμορφωμένη κρίση.
Δηλαδή ανάμεσα στον άνθρωπο και στο περιβάλλον, υπάρχει μια σχέση δυναμικής και διαδραστικής αλληλεπίδρασης (συγκοινωνούντων δοχείων), η οποία για τον άνθρωπο ενεργοποιείται «εξ απαλών ονύχων». Μοιραία επομένως, στην έναρξη αυτής της σχέσης, ο άνθρωπος έχει ρόλο παθητικού δέκτη, για να επανέλθει αργότερα δυναμικά, μ’ εντυπωμένα όμως πλέον την αισθητική τροχιοδειξία του και στερεότυπα τέτοια, που τον οδηγούν σε συμπεριφορές συμβατές με αυτά που έχει «εγγράψει» ως «αντικειμενικά» δεδομένα.
Αν λοιπόν από τη μικρή ηλικία ενός ανθρώπου (κυρίως από τη μικρή, αλλά όχι μόνο), γύρω του υπάρχει ακαταστασία, δυσμορφία, σκουπίδια και γενικώς αταξία, οι στερεοτυπικές «εγγραφές» του εγκεφάλου και η αισθητική του διαμορφώνονται ανάλογα, ώστε χωρίς να σκέπτεται, στην καθημερινότητά του λειτουργεί αναπαράγοντας ανενδοίαστα κάθε είδους σκουπίδια, ακαταστασία και αταξία (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Εάν δε κάποιος παρέμβει και τον υποχρεώσει να έχει μια κοινωνιολογικά και οντολογικά πιο ορθή συμπεριφορά, αισθάνεται ότι του αφαιρείται κάτι από την «δεδομένη» και δικαιωματική, θεσμικά κατοχυρωμένη προσωπική του ελευθερία, οπότε και αντιδρά.
Υπάρχει ωστόσο ένας αριστοτελικός όρος που σχετίζεται με τη φυσική διαδικασία δημιουργίας και εξέλιξης των όντων και λέγεται «εντελέχεια». Πρόκειται για τη ζωτική δύναμη που ενυπάρχει μέσα σε κάθε ον και στρέφει κάθε ενέργειά του προς την επίτευξη της πλήρους τελειότητας. Το «τέλος», η ολοκλήρωση, η τελειοποίηση κάθε όντος είναι η ουσιαστική, η κομβική και θεμελιακή αρχή της αριστοτελικής φιλοσοφίας. «Τέλεια» καθίσταται η κατάσταση του όντος, γιατί δεν λείπει τίποτα πλέον από τον οργανισμό που την πραγμάτωσε. «Τέλειο» είναι συνεπώς αυτό στο οποίο δεν λείπει τίποτα, το ολοκληρωμένο, ώστε αποβαίνει περιττή η περαιτέρω αναζήτηση ενός άλλου σκοπού ή μιας άλλης κατάστασης. Σύμφωνα λοιπόν με τη σκέψη του μεγάλου Σταγειρίτη, οι ενέργειες των ανθρώπων αποτελούν ένα σύνολο «τελών», εχόντων στόχο ένα υψηλότατο τέλος, που είναι το « άριστον» και ταυτίζεται με την ευδαιμονία. Η δε ευδαιμονία συνδέεται αμέσως με την ευτυχία, Η αρχή αυτή, κατά την οποία η πράξη έχει εκπληρωθεί ονομάσθηκε από τον μεγάλο φιλόσοφο «εντελέχεια». Κάθε ον λοιπόν, κατ’ αυτόν φθάνει στην τελειότητα που απαιτεί η φύση του και τότε από « εν δυνάμει ον» καθίσταται « εν ενεργεία ον».
Αυτή την αρχή της θεόπνευστης ζωτικής ενέργειας προσπαθεί να αποσκοτίσει, να θολώσει, να δηλητηριάσει, ν’ αποπροσανατολίσει και τελικά να «σκοτώσει» η συγκαλυμμένη ψυχανωμαλία των graffiti. Εδώ δεν εννοώ βέβαια κάποιες πράγματι ολοκληρωμένες ζωγραφικές συνθέσεις, που έχουν αποτυπωθεί σε μερικούς τοίχους με τη χρήση της τεχνοτροπίας των graffiti και οι οποίες συχνά κρύβουν ψήγματα ικανής τεχνικής και χαρακτήρες ενός ύφους πραγματικής καλλιτεχνικής έκφρασης, αλλά ενδεχομένως και κάποια σπερματικά χαρακτηριστικά ενός μεγάλου εικαστικού ταλέντου. Εννοώ τις ατέλειωτες, άτακτα ή σε εκτρωτικές γεωμετρικές νόρμες αλληλοδιαπλεκόμενες, πολυχρωματικές «μουντζούρες», τις στρεβλές και παραφυσικές, παραισθησιακές αποδόσεις του ανθρώπου και των ζώων, τις πολυφιλικού και σαδομαζοχιστικού ή αυτοερωτικού περιεχομένου εικόνες, καθώς και τις σατανόμορφες και νεκραναστημένες τύπου «ζόμπι» καρικατούρες που έχουν καλύψει σχεδόν το σύνολο κάθε δομημένης επιφάνειας, σε όλες τις πόλεις της «ελληνικής» επικράτειας-ακράτειας, αλλά και στην επαρχία, σε τοίχους, πεζούλια, τέντες καταστημάτων, πεζοδρόμια κλπ. «Εικόνες» οι οποίες πέρα από την ιδιαίτερη (κατά το πλείστον αρρωστημένη) εικονογραφία και θεματική τους, δημιουργούν την αίσθηση στους πολίτες ότι ζουν μέσα σε μιαν απέραντη εικαστική και πνευματική χωματερή, επάγοντας μια πάγια παραφυσική κατάργηση της μορφής και μιαν ασταμάτητη ρυπόζηλη δυσμορφία .
Αυτή η ακαταστασία, η ρυπαρότητα και η αταξία του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος εντός του οποίου διαβιεί ο Έλληνας σήμερα, «εγγράφεται» ακατάπαυστα και στερεοτυπικά στο μυαλό και την ψυχή του (κυρίως δε στων παιδιών) και μέσα από την αμφίδρομη λειτουργία αλληλεπίδρασης ατόμου – κοινωνίας, «επιστρέφεται» σαν τοξικός μεταβολίτης από τον πολίτη στην κοινωνία. Για αυτό και παρκάρει όπως παρκάρει, οδηγεί όπως οδηγεί, πετάει τα σκουπίδια που κρατάει στο χέρι του όπου να ’ναι, είναι χυδαίος, προκλητικός και αγενής, επιδεικνύει δε μια γενικά αντικοινωνική συμπεριφορά που αφορά μόνο στη διαφύλαξη του «ακριβού» του «εγώ» και τον απομακρύνει από το «Εμείς». Η αίσθηση ότι ζει σε «χαμαιτυπείο ανομίας», σε «χαβούζα» και σε «υπονόμους», τον οδηγεί εξ αντανακλάσεως σε μια συμπεριφορά χαβούζας και «μεταμοντέρνας Τρούμπας».
Αυτός ο φερ’ ειπείν «πολίτης» δεν είναι πια Πολίτης, μέλος ενός Λαού, αλλά εγωπαθές πολλοστομόριο του «χύδην όχλου», του ομογενοποιημένου κοινωνικού χυλού. Δεν αισθάνεται ότι αποτελεί μέλος ενός οργανικού συνόλου και ότι οι πράξεις του, από τις πιο απλές και καθημερινές, μέχρι τις πιο σημαντικές και σύνθετες, μαζί με τις πράξεις των υπολοίπων μελών, συνθέτουν το «Εμείς» μέσα στο οποίο ζούμε όλοι.
Πρόκειται για μιαν αντίληψη μηδενιστική, η οποία όπως αναφέρει ο συγγραφέας, μαθηματικός κατατριβόμενος με θέματα κοινωνικής οντολογίας Θεόδωρος Ζιάκας (στο βιβλίο του «Ο σύγχρονος μηδενισμός. Μια μικρή αφήγηση για τη μοίρα της ελευθερίας») : «… έχει διαπεράσει πλέον το επίπεδο των θεσμών και έχει εγκατασταθεί στον πυρήνα του υποκειμένου (δλδ του ατόμου), όπου και διασπά εκ των έσω την εξατομικευμένη προσωπικότητα, μεταβάλλοντάς τη σε άμορφο χυλό. Στη θέση της άλλοτε πανίσχυρης «προμηθεϊκής» βούλησης για τη δύναμη, που χαρακτήριζε τον νεωτερικό άνθρωπο στην ανοδική πλευρά της εξελικτικής του καμπύλης, έχει μείνει η αγχώδης εσωτερική αναζήτηση νέων, όλο και πιο ηδονικών μορφών αυτοανάλωσης της επιθυμίας. Είναι ένας ηδονιστικός αυτομηδενισμός. ‘Ένας μηδενισμός που μεταβάλλεται έτσι σε πανδημική ψυχοπαθολογία στον σύγχρονο κόσμο.»
Από αυτόν τον σιωνοκίνητο, αντεθνικό, απάνθρωπο κι ανάλγητο παθητικό κι αδρανή, υλόφρονα μηδενισμό προέρχεται και η εγκυστωμένη «ψυχανωμαλία» των graffiti και αυτόν αναπαράγει. Στην τερατώδη μορφή που τείνει να λάβει το πολυπολιτισμικό μωσαϊκό των ψευδοπολιτισμών του σύγχρονου κόσμου, τα graffiti αποτελούν μια σημαντική «ψηφίδα» στην πανδημική και ψυχοπαθολογική ομοιοστατική «ανανεωτική αναπαλαίωσή» του.
Τα graffiti πρωτοεμφανίστηκαν στην ίδια χρονική περίοδο, στους ίδιους τόπους και στα ίδια μέρη, όπου αναπτύχθηκε το «κίνημα» του Χιπ-Χοπ που αποτελείται από τρία επιπλέον -ασύγχρονα αναπτυγμένα- στοιχεία : το Ραπ (στίχος) το Μπρέικ Ντανς (χορός) και το Ντι-Τζινγκ (μουσική δίσκων βινυλίου). Το Χιπ-Χοπ αναπτύχθηκε ραγδαία σε υποβαθμισμένες και νεγροκρατούμενες περιοχές των ΗΠΑ, όπως στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπου υπήρχε μεγάλος νεγρικός πληθυσμός.
Στην πρώτη τους εμφάνιση τα graffiti συνιστούσαν μια πηγαία άτεχνη «παρακαλλιτεχνική» πεζοδρομιακή έκφραση τέχνης μη λευκών ομάδων, τουλάχιστον όμως αυθόρμητη, ενώ 40 περίπου χρόνια μετά κατέληξαν να συνιστούν έναν αποδεκτό, καταξιωμένο κι ευλογούμενο από τα ΜΜΕ, υφέρποντα και δόλιο καλλιτεχνικό εκβαρβαρισμό. Έγιναν μια από τις «επιτρεπτές» και -τελικά μετά από καθεστωτικές και νεολαιίστικες αμοιβαίες παραχωρήσεις- «πολιτικά ορθές» αναζητήσεις των νεολαίων του σύγχρονου αμερικανοκρατούμενου παγκοσμιοποιούμενου κόσμου.
Σήμερα οπότε «We All live in America», τα graffiti από πηγαίες εμπνεύσεις περιθωριακών των μαύρων γκέτο, μεταβλήθηκαν σε «θαυμαστές», «σημειολογικά κατανοητές» και καθεστωτικά αποδεκτές, «νόρμες» εκτονωτικής έκφρασης «αγανακτισμένων» σήμερα – αφομοιωμένων υπηκόων αύριο ! Κατάντησαν μια δραστική και ανέμελη ιεροσυλία και συνάμα μια διαρκής, αποτρόπαια και ύπουλη εικαστική απομνημειοποίηση των αληθινών έργων τέχνης, του εναργούς ορθού Ελληνικού Λόγου, με την αχαλίνωτη ενίσχυση του απελευθερωμένου παγκοσμιοποιημένου μοντερνισμού, των τάχα ευαισθητοποιημένων σύγχρονων «νέων».
Τούτη η στάγδην ημινεγροποίηση της όποιας υπολειμματικής πηγαίας εικαστικής εκφραστικότητας, η σιωπηρή θεσμοποίηση της «οικουμενικής ασχήμιας» και επιτήδειας δυσμορφίας, τελικά θέτει σε όλους μας επιτακτικά ένα ακόμη αμείλικτο ερώτημα : Θα αφήσουμε το χέρι του γνωστού – άγνωστου, διεθνούς βδελυρού υπονομευτή πάτρωνα που κουρδίζει, αμείβει κι εξωθεί αυτήν την «καλλιτεχνία» να συνεχίσει να ρημάζει τις ψυχές των παιδιών μας ή θα το «κόψουμε» από τη ρίζα;
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ