Άρθρο της διευθύντριας της εφημερίδας “Εμπρός“, Ειρήνης Δημοπούλου – Παππά στην στήλη “Εγέρθητι”
Πριν από μερικά χρόνια, φοιτήτρια ακόμη ούσα στην γηραιά Αλβιόνα, ήρθε στην αντίληψή μου ένας περίεργος, για όσα ως τότε ήξερα, θεσμός. Συγγραφείς, γνωστοί και λιγότερο γνωστοί, και άνθρωποι που είχαν αυτό ως κύριο αντικείμενο ενδιαφέροντός τους, συγκεντρώνονταν, κυρίως σε βιβλιοπωλεία, αλλά και στην ύπαιθρο, συγκέντρωναν γύρω τους παιδιά αλλά και ενήλικες, και διηγούνταν ιστορίες παραδοσιακές, μεσαιωνικές και κάποιες σύγχρονες. Στους χώρους του γραπτού λόγου, κυριαρχούσε για μερικές μέρες ο προφορικός. Ενδιαφέρον. Μάλιστα γίνονταν και μεγάλες συναθροίσεις σε χωριά, όπου μια φορά τον χρόνο μπορούσες να ακούς ιστορίες όλη την μέρα, πηγαίνοντας στους προσδιορισμένους τόπους συνάντησης.
Άλλοτε διηγούνταν, άλλοτε κιόλας τραγουδούσαν. Και δεν ήταν τίποτε στημένο όπως βλέπουμε κάποιες φορές σε βιβλιοπωλεία των Αθηνών, με τουπέ και ψεύτικη οικειότητα. Οι άνθρωποι έφτιαχναν ιστορίες και τραγούδια σαν τους παλιούς τροβαδούρους, σαν τους δικούς μας ραψωδούς. Όχι πριν από πολλά χρόνια, είχαμε ακόμη εμείς την γιαγιά καθισμένη στο παραγώνι να διηγείται ιστορίες που είχε ακούσει από την δική της γιαγιά, κι αυτή από την δική της. Είχαμε κομπανίες που πήγαιναν από πανηγύρι σε πανηγύρι, έμπαιναν στο μέσον του κύκλου και έδιναν ρυθμό στα βήματα του πανάρχαιου χοροστασιού ενώ στους ίδιους σκοπούς προστίθεντο στίχοι ανάλογα με την λαϊκή και κοινωνική επικαιρότητα και την ιστορική και εθνική αναγκαιότητα. Κι έτσι κυλούσε σαν το ποτάμι η μνήμη και η γνώση αυτού που λέμε «παράδοση» και είναι η ουσία της Φυλής μας.
Γιατί όπως το αίμα στις φλέβες μας, είναι η ζωή του σώματός μας, έτσι και η γνώση των προγόνων είναι η ζωή της ψυχής μας, που την τρέφει και την δυναμώνει, όπως τα πουλιά ταΐζουν τα μικρά τους ενστικτωδώς και αυθόρμητα, ώσπου να απλώσουν και να πετάξουν με τα δικά τους φτερά, και να γίνουν κι αυτά με την σειρά τους γεννήτορες και ταϊστές του Αύριο. Τώρα πια, με μερικές συνήθως συγκυριακές εξαιρέσεις, καμιά γυναίκα δεν θέλει να είναι μητέρα, καμιά γιαγιά δεν θέλει να την πουν γιαγιά, όπως κανείς άνδρας δεν θέλει ή δεν μπορεί να είναι άνδρας. Γυναίκες και άνδρες υποδύονται ρόλους.
Ζούμε μιαν εποχή ανάπηρη, ευνουχισμένη, όπου όλοι θέλουν να είναι κάτι άλλο από αυτό που τους προόρισε η Φύση. Όπου τα περιοδικά, τα πρωινάδικα, τα μπλογκς, οι ψυχολόγοι, οι «ειδικοί» αποφαίνονται τι οφείλουμε να αισθανόμαστε, υποβάλλουν και επιβάλλουν τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς. Όλοι έχουν πρόσβαση στην «πληροφορία», όχι όμως και στην δική τους σκέψη και την δική τους ψυχή, που τις θρέφουν με την φαστ-φουντ αισθητική των κυρίαρχων μηντιανθρώπων. Η Σάβιτρι Ντέβι, η ιέρεια της μεταπολεμικής Άρειας σκέψης την οποία μετουσίωσε σε πράξη, πρωτόλεια και ενστικτωδώς, γι΄ αυτό και καθοσιώθηκε με την ηθική ανωτερότητα του πρωτόγονου, γράφει πως η πορεία του πολιτισμού μας πέρασε στην εποχή της παρακμής, με την διάδοση και μαζικοποίηση της γραφής.
Όταν οι άνθρωποι έπαψαν να μοιράζονται το παρελθόν και να ονειρεύονται το μέλλον γύρω από την φωτιά, διηγούμενοι τις ιστορίες της Φυλής, όταν ο πολιτισμός έφυγε από τα χέρια του λαού και έγινε εργαλείο μιας κάστας «πεφωτισμένων», σαν το βασιλικό απότιστο στην γλάστρα, μαράθηκε και χάνεται. Η ενστικτώδης, παρατηρητική συλλογιστική της Ντέβι, εξηγεί πειστικά την μανία των «δημοκρατών» με τα υπερεθνικά προγράμματα «ενάντια στον αναλφαβητισμό». Όλοι πλέον μπορούν να διαβάσουν, μα λίγοι διαβάζουν. Όλοι γνωρίζουν γραφή, μα προτιμούν να πατούν μηχανικά πλήκτρα και να αναπαράγουν προκατασκευασμένα κείμενα και εικόνες. Όλοι μπορούν να επικοινωνήσουν, μα κανείς δεν έχει διάθεση να μοιραστεί.
Ο,τι ισχύει για τα άτομα ισχύει και για το Έθνος. Όταν μετά την Άλωση της Πόλης οι Έλληνες σκορπίστηκαν στα μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού, στην Ιταλία, την Αυστρία, και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, πήραν μαζί τους την μνήμη του Έλληνα και ανέπτυξαν τον πρώτο σύγχρονο ελληνικό Εθνικισμό. «Όσο είχαμε πατρίδα», γράφει ένας λόγιος και κληρικός της εποχής, ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, «δεν χρειαζόταν να κάνουμε κάτι για να υποδηλώσουμε την Πατρίδα. Όταν έπεσε η Πόλη αναγκαστήκαμε να κάνουμε αγώνα για την εθνική υπόσταση». Κι ο μετά την Άλωση Πατριάρχης Ισίδωρος συμπληρώνει πως διαφορετικά «σε τι θα διαφέραμε από δούλους και βαρβάρους;».
Η ρήση του Δραγούμη «Κάτω το κράτος-Ζήτω το Εθνος» έρχεται στον νου. Δεν ευχόμαστε να καταστραφεί η Ελλάδα ως κρατική οντότητα, προκειμένου να επιβιώσει ο Ελληνισμός. Δεν έχουμε το δικαίωμα απέναντι στους ποταμούς των προγονικών αιμάτων που προσφέρθηκαν στο θυσιαστήριο της Φυλής, ενέχυρο και αντάλλαγμα της ελευθερίας μας. Είναι όμως αλήθεια ορατή σε όλους, ότι η Πατρίδα γκρεμίζεται. Είναι επίσης ορατό ότι μεθοδικά η γνώση των μαζών μειώνεται σταθερά και θα μειωθεί ακόμη, σε ένα ελάχιστο επίπεδο, συμβατό με την απαιτούμενη απόδοση στην εργασία των μεγάλων αφεντικών. Όταν όλη η γνώση του κόσμου ψηφιοποιηθεί και εξαρτόμαστε για την ανάκτησή της από τους υπολογιστές και τους τεχνικούς τους, όργανα και προνόμια των διεθνιστικών ελίτ, τότε ο πολιτισμός χιλιετηρίδων θα χαθεί με το πάτημα ενός κουμπιού ή το κατέβασμα ενός μοχλού.
Η διάδοση της Ιδέας, όπως τότε μετά την Αλωση, έτσι και τώρα, είναι πλεγμένη με την στήριξη της εθνικής ταυτότητας. Κι αυτή γίνεται μόνον από τον άνθρωπο στον άνθρωπο, στόμα με στόμα, καρδιά με καρδιά. Αυτή είναι η δύναμη των Ελλήνων Εθνικιστών. Πρωτόγονη σαν την φωτιά, είναι η δύναμη που μιλάει στους Έλληνες, στην καρδιά και το μυαλό τους. Το μέλλον δεν χαρίζεται, κατακτιέται.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/dihgwntas-istories#ixzz46j8SDr65