Άρθρο της διευθύντριας της εφημερίδας “Εμπρός”, Ειρήνης Δημοπούλου – Παππά στην στήλη “Εγέρθητι”
«Ούτε ποιητές, ούτε διανοούμενοι, ούτε καν οι πολεμιστές δεν μπορούν να σώσουν την Δύση και τον πολιτισμό της. Άνθρωποι της Παράδοσης, αφήστε κάτω τα βιβλία σας! Σταματήστε να πηγαίνετε διακοπές στην εξοχή και να επιστρέφετε στην πόλη για να εξακολουθήσετε να είστε μέρος του προβλήματος. Κάντε κινήσεις αποφασιστικές και αποτελεσματικές. Φυτέψτε ένα δέντρο του οποίου την σκιά δεν θα απολαύσετε εσείς προσωπικά. Απλώστε βαθιές ρίζες. Κάντε το έργο σας να σας προσδιορίζει, και όχι μια σκοτεινή παράθεση του Έβολα…».
Αυτά έγραφε τις προάλλες Εθνικιστής που έχει κάνει πράξη τα λόγια που πολλοί από εμάς, εμού συμπεριλαμβανομένης, λέμε συχνά. Με ενθουσίασε η τοποθέτηση του Αρχηγού της Χρυσής Αυγής για το αγροτικό ζήτημα, την περασμένη Τετάρτη. Είπε πως «όσοι πιστεύουν πως οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής θα πάψουν να είναι δίπλα στον λαό, κάνουν λάθος», και χαρακτήρισε τους Έλληνες αγρότες «τελευταία γραμμή αμύνης» και «ψυχή του Έθνους». Είναι αισιόδοξο πως ένας πολιτικός ηγέτης, στις ικανότητες και την ειλικρίνεια του οποίου πιστεύω, είπε αυτά που θα έπρεπε όλοι οι εχέφρονες Έλληνες πολιτικοί να πιστεύουν και να εργάζονται για την επίτευξή τους.
Ναι, λοιπόν, «πρωτογενής παραγωγή» και «αγροτική ανάπτυξη» χωρίς εργατοπατέρες της ελιτίστικης αριστεράντζας. Ο αγώνας των αγροτών είναι πρωτίστως αγώνας των Εθνικιστών, αυτών που αντιλαμβάνονται ότι Αίμα και Γη ταυτίζονται, Φύση και Πατρίδα είναι ένα. Παρότι έζησα το όνειρο της ελληνικής επαρχίας για ικανό διάστημα, δεν χάρηκα όσο είχα στον νου, και κυρίως στην ψυχή μου, την ζωή κοντά στην φύση. Ίσως επειδή η θέληση βρισκόταν περισσότερο στην ψυχή και λιγότερο στο μυαλό μου. Ίσως γιατί για όλα τα πράγματα υπάρχει ένας τόπος και ένας χρόνος που δεν μπορείς ούτε να πιέσεις ούτε να εκμαιεύσεις, αλλά όλα εξαρτώνται από μια αθέατη συγχρονικότητα που ταλαντώνει το νήμα της ζωής, και πρέπει να είσαι έτοιμος εκεί ανάμεσα να το αδράξεις και να κάνεις την δική σου εκτίναξη στο εκκρεμές του Χρόνου. Και με την ενέργειά σου να παράξεις έργο, γιατί τα λόγια είναι ωραία για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά οι πράξεις είναι που γεμίζουν την ψυχή, που κάνουν το μυαλό να γεμίζει με χυμούς, και την καρδιά να αναπαύεται στην θέα ενός δένδρου που ανθίζει, ενός καρπού που «δένει», μιας μέλισσας που καταπιάνεται με επιμέλεια και με το τραγούδι στο έργο της Ζωής.
Αν κάτι έχει λείψει από τους ανθρώπους των καιρών μας, είναι η αίσθηση του αιώνιου που συνδέεται μαγικοθρησκευτικά με το «εδώ και τώρα» εκεί όπου ένα δέντρο φυτεύεται όχι για να ικανοποιήσει την βουλιμία του ενός, αλλά με την ματιά στην χαρά και την ευτυχία αυτών που θα δροσιστούν από τους χυμούς της λεμονιάς που φύτεψε χωρίς να προσδοκά να γευθεί ο ίδιος τους καρπούς. Στα χρόνια που πέρασα μακριά από την πρωτεύουσα, γνώρισα νέους ανθρώπους, που άφησαν πίσω τους την ζωή στην Αθήνα (δεν λέω «εγκατέλειψαν» γιατί ό,τι έχουμε ζήσει αποτελεί μέρος του οικοδομήματος της υπάρξεώς μας), για να κάνουν μιαν επανεκκίνηση της ζωής τους. Άλλοι αναπαλαιώνοντας ένα προγονικό σπίτι (ήταν ο καιρός των κοινοτικών επιδοτήσεων, και καλώς έπραξαν όσοι επωφελήθηκαν για να στερεώσουν την ζωή τους στο θεμέλιο της γης). Άλλοι καταπιάστηκαν να παρέχουν στους αγχωμένους εκδρομείς των τριημέρων αθλήματα που τους έφερναν για λίγο κοντά στην Φύση, αναρρίχηση, ράφτινγκ, ορειβασία, ακόμα και περίπατο, αυτόν τον απλό, ευνόητο περίπατο όπου βάζεις το ένα πόδι εμπρός από το άλλο και κινείς τους μεγαλύτερους μύες του σώματος αντί για την άνω και κάτω σιαγόνα.
Πριν μερικά χρόνια, ένα παιδί μου είχε πει κάτι σοφό. Αναρωτήθηκε στο αυτοκίνητο καθ’ οδόν προς την καλοκαιρινή κατασκήνωση, γιατί οι άνθρωποι διαλέγουν να περνούν μόνο δεκαπέντε μέρες με τον τρόπο ζωής που επιθυμούν πραγματικά, και τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, τις πιο πολλές, τις περνούν δυστυχισμένοι, ζώντας για εκείνες τις δεκαπέντε μέρες. Και μπορεί να είμαι υπαίτια για την απαρχή της οικογενειακής περιπέτειας των καλοκαιρινών κατασκηνώσεων, αφού είχα φρέσκη την προσκοπική εμπειρία όταν ξεκινήσαμε, αλλά «το αλεπουδάκι ξεπέρασε την αλεπού», και μου έδωσε ένα μάθημα ζωής.
Αν το ακολούθησα; Ναι, γιατί η Ζωή επέτρεψε να διακονώ την μεγάλη, ανυπέρβλητη αγάπη της Πατρίδας. Κι επειδή είναι πεπεισμένη πως όσα θέλουμε να πούμε πρέπει να τα λέμε όταν έχουμε τους ανθρώπους που εκτιμούμε κοντά μας, ας κλείσω το σημερινό κείμενο με μια προτροπή. Κάντε σήμερα αυτό που ζητά η ψυχή σας. Εκείνος που η μυρωδιά του στάβλου του φέρνει ευτυχία, ας γίνει βοσκός, ας πλάθει κατσούνες κι ας χαίρεται το dolce farniente του μεσογειακού Νότου. Είναι βέβαιον ότι θα είναι καλός και επιτυχημένος, με την δική του ζυγαριά κι όχι με τα μέτρα και τα φαντάσματα των άλλων. Κι όποιος σκέφτεται να αγωνιστεί αύριο, ας μην διαβάσει παρακάτω, μα ας ξεκινήσει τούτο το λεπτό.
Λίγο πριν πεθάνει, η γιαγιά μου που δεν πρόλαβα να γνωρίσω, απάντησε σε κάποιον από τους συγκεντρωμένους που την παρέστεκαν με ένα στιχάκι «το να πεθάνω να με κλαις, χάρη δεν σ’ το γνωρίζω. Τώρα που ζω θέλω να δω τα πιθυμώ κι ελπίζω». Ας μην κλαίμε αύριο πάνω από τις στάχτες της Πατρίδας. Ας βάλουμε ρότα σήμερα για όσα θέλουμε, επιθυμούμε και ελπίζουμε.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/twra-pou-zoume#ixzz4WTmM5gy6