Εκείνες τις σιωπηρές και ομιχλώδεις νύχτες, όταν ο ήλιος κρύβει την τελευταία του αχτίδα, ο αέρας σταματά να θροΐζει τις φυλλωσιές των δέντρων. Ολόκληρη η πλάση μοιάζει να κοιμάται σα να ‘ναι κουρασμένη και ακόμα και η θάλασσα παύει να κυματίζει. Και θαρρείς πως θέλει να ξανασάνει βυθισμένη μέσα στο σκοτεινόχρωμο πέπλο της, αφήνοντάς μόνο το λιγοστό φως του φεγγαριού να σημαιοστολίζει την άγρια ομορφιά της.
Τότε, μέσα στο λυκόφως, ανάμεσα σε απρόσιτους και απόκρημνους βράχους, ξεπροβάλλουν δυο αετοί. Λες και η ίδια η φύση έδωσε το πρόσταγμα να είναι το μοναδικό δημιούργημά της, που θα έχει το ελεύθερο να διαταράξει αυτή την απόλυτη θεϊκή γαλήνη.
Πλάι πλάι σαν φτερωτοί κεραυνοί, γλιστρούν μέσα στους σύθαμπους ουρανούς δαμάζοντας τους. Με απλωμένα τα εύρωστα φτερά τους, πετούν με αμετάβλητη και μεγαλοπρεπή ευστάθεια, ατενίζοντας την πλάση από ψηλά.
Ξεχύνονται πάνω από λίμνες βουνά και λαγκάδια, πάνω από θάλασσες και δάση.
Απ’ όπου περνούν ζωντανεύουν μύθοι, θρύλοι και αλύτρωτες ψυχές.
Στενάζουν τα αγριοπούλια μέσα απ’ το τραχύ κελάηδισμα τους, βλέποντας μορφές πολεμιστών να ζωντανεύουν και να μάχονται γενναία για την πατρίδα τους, πάνω σε μισοχαλασμένα κάστρα και σε σπασμένα άρματα, με σπαθιά και δόρατα. Στρατιώτες σε φάλαγγες, αποκαμωμένους να αρχίζουν τη μια μάχη μετά την άλλη. Οι λίγοι να αναμετρώνται με τους πολλούς και να βαστάνε. Να βαστάνε γερά, μέσα σε οχυρά και σε λαγούμια. Αντάρτες εξαθλιωμένους να περπατούν σε βουνοκορφές, ώρες ατέλειωτες για να ανασάνουν λίγο ελεύθερο αέρα και ναύτες θαλασσόλυκους, να μάχονται με νύχια και με δόντια να κρατήσουν τα τσακισμένα τους καράβια.
Απ’ όπου πετούν οι αετοί, κάτω απ’ τα βαθύχρωμα φτερά τους, αναβιώνουν τρανές μάχες. Μάχες θρυλικές! Παντού βροντοχτυπούν σπαθιά, τουφέκια και κανόνια, άρματα και ακόντια, δημιουργώντας μια μελωδία πολεμική, με τους στρατιώτες να χορεύουν στους αρμονικούς ρυθμούς της.
Μυρωδιά από καυτό ατσάλι και αίμα, μπαρούτι και φωτιά αναδίδεται παντού και μέσα απ’ όλο αυτό το συνονθύλευμα δυνατών θορύβων, στην καρδιά του ορυμαγδού και τον όλεθρο του θανάτου, βλασταίνουν τα ”ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ” των σκληροτράχηλων πολεμιστών. Ηχούν τα ”ΟΥ ΦΕΙΣΟΜΕΘΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΗΜΩΝ” και πλάθονται τα βροντερά τους ”ΟΧΙ”. Είναι οι τελευταίες λέξεις των μαχητών πριν ξεψυχήσουν που παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από τους άθλους τους και στο εξής θα κοσμούν αιωνίως την ιστορία και θα οδηγούν τους εθνικούς αγώνες.
Γοερά κελάηδησαν τα αγριοπούλια, βλέποντας να έρχεται από μακριά ο αμείλικτος βαρκάρης. Ξεπρόβαλε απ’ το έρεβος του Άδη και έβαλε πλώρη για τον όλεθρο. Ετοίμασε το πουγκί για τα νομίσματα και κρέμασε μπρος στη βάρκα το φανάρι, να κάνει την ύπαρξή του αισθητή μέσα στο ζόφος του σκοταδιού.
Με ρίγος φτερούγισαν από συγκίνηση και νοσταλγία. Και αυτοί πριν γίνουν αετοί είχαν περάσει με την ίδια βάρκα στην απέναντι όχθη και αν τους δινόταν πάλι η ευκαιρία, με αυταπάρνηση θα έδιναν τη ίδια μάχη που η μοίρα τους είχε επιφυλάξει και ας κατέληγαν στο τέλος.
Το τελευταίο φτερούγισμα των αετών, πριν το θαμπόφωτο ξανοίξει και προτού ο ήλιος ξαναβγεί ήταν πάνω από ένα στενό δρομάκι, σε μια μικρή γωνιά, εκεί που δυο σκιές κάτω από ένα δέντρο, μες το αχνόφωτο φιλούσαν ακόμα Θερμοπύλες. Εκεί όπου γεννήθηκαν οι αετοί.
Κατής Χάρης
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/ap-opou-petoun-oi-aetoi#ixzz52ddfssxz