Διαβάσαμε, με ειλικρινή λύπη για την κατάντια του δικανικού συστήματος της χώρας μας, την εξιστόρηση των γεγονότων, γύρω από την συζήτηση μεταξύ του Αρχηγού και του ανακριτού που αποφάσισε την προσωρινή του κράτηση, ενάντια στα δημοκρατικά και συνταγματικά θέσμια, στο υπ’ αριθμόν 853 φύλλο της εφημερίδος «Χρυσή Αυγή». Στην τελευταία σελίδα της εφημερίδος, όπου παραδοσιακά φιλοξενείται το άρθρο του Αρχηγού της Χρυσής Αυγής, αυτός σημείωνε τα εξής: «ευρισκόμενος στο γραφείο ενός ανακριτού, ο οποίος αποφάσισε την προφυλάκισή μου, γενομένης περί δημοκρατίας συζήτηση (κατά τα άλλα δεν είναι πολιτική η δίωξή μας …), κατά την διάρκεια αυτού του διαλόγου, λοιπόν, ανέφερα τα λόγια του Πλάτωνος ότι «ουκ εξ’ άλλης πολιτείας τυραννίς καθίσταται ή εκ δημοκρατίας». Ο ανακριτής με περισπούδαστο ύφος παρετήρησε ότι ο Πλάτων υπήρξε… αριστοκρατικός και λίγο αργότερα αποφάσιζε την προφυλάκισή μου».
Σε ένα τεύχος, λοιπόν, που είχε αποφασισθεί να αφιερωθεί κατά μεγάλο λόγο στην έννοια της Δικαιοσύνης, δεν θα μπορούσε να λείπει η Δίκη του Σωκράτη, που εξιστορήθηκε αψόγως και λεπτομερώς από τον «αριστοκρατικό» Πλάτωνα. Υπάρχουν πολλά κοινά ανάμεσα σε αυτή τη δίκη και στην όλη σκευωρία που έχει στηθεί εναντίον της Χρυσής Αυγής, τα οποία στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε μέσω μίας εξιστόρησης της πολύκροτης αυτής δίκης της αρχαιότητος, αναλύοντας ταυτοχρόνως τα πλείστα ιδεολογικά στοιχεία που αναδύονται από την μελέτη του ιστορικού αυτού έργου.
Σκιαγραφώντας το ιστορικό υπόβαθρο της δίκης, οφείλουμε να κάνουμε λόγο για τους Τριάκοντα Τυράννους, την ολιγαρχική κυβέρνηση που διαδέχθηκε την αθηναϊκή δημοκρατία, την επαύριο της σπαρτιατικής νίκης στον εμφύλιο πόλεμο, που σηματοδότησε την απαρχή του τέλους για τον αρχαίο κόσμο, τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Μετά την συντριπτική τους νίκη στον εμφύλιο πόλεμο, οι Σπαρτιάτες τοποθέτησαν στην Αθήνα φρουρά και έθεσαν όρο οι Αθηναίοι να «εφαρμόσουν το πολίτευμα των προγόνων τους», δηλαδή την ολιγαρχία. Έτσι άρχισε η εποχή των Τριάκοντα Τυράννων, η οποία διήρκεσε 8 μήνες και χαρακτηρίστηκε από την αιματοχυσία, αφού τα θύματα της έφτασαν τους 1500 μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, αριθμός φρικτός δεδομένου ότι τότε η Αθήνα έχει πληθυσμό 80.000 ανθρώπων. Εν τέλει η περίοδος αυτή έληξε με νέες συγκρούσεις και την επαναφορά του δημοκρατικού πολιτεύματος που ήρθε μαζί με γενική αμνηστία και τον νόμο «περί του μη μνησικακείν», που απαγόρευε την μήνυση εναντίον του οποιουδήποτε με την κατηγορία της συνεργασίας με το τυραννικό πολίτευμα.
Ο λόγος που κρίνεται ως απαραίτητη η παράθεση των ιστορικών γεγονότων πέριξ του Πελοποννησιακού Πολέμου και της τυραννίδας των Τριάκοντα είναι ότι πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι κατηγορίες που οδήγησαν στην δίκη του Σωκράτη ήσαν προσχηματικές, γεγονός που θα επιβεβαιωθεί στην συνέχεια, ενώ ο πυρήνας του σκεπτικού πίσω από την δίκη ήταν μία ξεκάθαρη παραβίαση του προαναφερθέντος νόμου «περί του μη μνησικακείν». Κοινώς ο Σωκράτης διώχθηκε γιατί ήταν φίλος και δάσκαλος κάποιων εκ των Τριάκοντα Τυράννων, προεξάρχοντος του Κριτία, ο οποίος σύμφωνα με τον Ξενοφώντα «ήταν πρόθυμος να θανατώσει πολλούς». Λίγη σημασία είχε βεβαίως για τους κατηγόρους του Σωκράτη, το γεγονός ότι ήταν φίλος και δάσκαλος πολλών δημοκρατικών πολιτών επίσης, όπως και του προαναφερθέντα – επίσης φιλολάκωνα και αριστοκρατικού – Ξενοφώντα, ενώ ουδέποτε είχε λάβει μέρος ή είχε συναινέσει στις πράξεις του Κριτία και των Τριάκοντα γενικότερα, γεγονός που κατέδειξε και ο ίδιος ο Σωκράτης στην Απολογία του, λέγοντας ότι δεν τον τρόμαξαν «τότε εκείνοι οι άρχοντες, κι ας είχαν τέτοια δύναμη, και δεν με υποχρέωσαν να αδικήσω», αναφερόμενος στην άρνηση του προς τους Τριάκοντα να τους προσκομίσει τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο, για να τον εκτελέσουν.
Η κατηγορία από την οποία κλήθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του ο Σωκράτης ήταν ότι «διέφθειρε τους νέους» και ότι «λάτρευε καινά δαιμόνια». Διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές της επικαιρότητας, των εγγράφων των διωκτικών αρχών και των δηλώσεων των πολιτικών αντιπάλων της Χρυσής Αυγής, μπορούμε να αντιληφθούμε την ομοιότητα ανάμεσα στα δύο κατηγορητήρια. Η Χρυσή Αυγή διώκεται διότι «λατρεύει καινά δαιμόνια», δηλαδή μιλάει για έννοιες νέες στην πολιτική ζωή του τόπου, όπως η Λαϊκή Κυριαρχία και η Εθνική Ανεξαρτησία. Και όχι μόνο μιλάει για αυτές, αλλά τις πιστεύει και ειλικρινώς, αρνούμενη να ομοιάσει – έστω και στο ελάχιστο – με τους ταγούς του ψεύδους εντός του Κοινοβουλίου, οι οποίοι μπορεί μεν να λένε κάποια πράγματα, αλλά ουδέποτε τα πράττουν, όντας πιστοί στους πραγματικούς κυβερνώντες του τόπου, τις ξένες μεγάλες δυνάμεις και την παγκόσμια κορπορατική πλουτοκρατία. Η Χρυσή Αυγή πέραν αυτού, «διέφθειρε» και τους νέους, κερδίζοντας τις καρδιές της Ελληνικής Νεολαίας με τις ρωμαλέες νέες ιδέες της , σύμφωνα με τις οποίες θα μπορούσαν να ορίσουν μόνοι τους το μέλλον τους, αντί να περιμένουν το δήθεν έλεος των μνημονιακών τοκογλύφων, που τους εξωθούν στην μετανάστευση, στερώντας από την Ελλάδα το ίδιο της το αίμα.
Στο πρώτο βιβλίο της Απολογίας, ο Σωκράτης συζητά έμπροσθεν της στοάς του άρχοντα βασιλιά, που ήταν αρμόδιος για τις παραβάσεις του ποινικού δικαίου, με τον Ευθύφρονα. Ο Ευθύφρων βρισκόταν στο ίδιο μέρος προκειμένου να καταγγείλει τον πατέρα του για τον φόνο του δούλου του. Εκεί αναπτύσσεται μία ολόκληρη συζήτηση σχετικά με το τι είναι όσιο και ανόσιο, με σκοπό μία ανθρώπινη προσέγγιση στην θέληση των Θεών. Εν τέλει η συζήτηση περιστρέφεται και περί δικαίου, όπου εν τέλει εκφράζεται από τον Ευθύφρονα η αισιοδοξία του για την πορεία της δίκης του Σωκράτη. Εξαιρετικής σημασίας και διαχρονικής αξίας κρίνεται το ηθικό μάθημα που παραδίδει μέσα από τις σελίδες του διαλόγου ο Ευθύφρων, ένα μάθημα που αντλεί την σπανιότητα του από το ότι δεν προκάλεσε διαφωνίες ή περαιτέρω ερωτήσεις στον αιώνιο αμφισβητία Σωκράτη: «μη επιτρέπειν τω ασεβούντι, μηδ’ αν όστισούν τυγχάνη ών», δηλαδή «μην υποχωρείς μπροστά στην ασέβεια, όποιος και αν είναι ο ασεβής».
Το συγκεκριμένο ηθικό μάθημα, που πλέον λογίζεται ως κατηγορία από το σύγχρονο ελλαδικό κράτος, μάλιστα το τόνισε και στην Απολογία του ο Σωκράτης, επικαλούμενος τους στίχους της Ιλιάδας του Ομήρου, όταν ο Αχιλλέας «αδιαφόρησε για τον θάνατο και τον κίνδυνο, αφού τον τρόμαζε περισσότερο να ζει ντροπιασμένος επειδή δεν δικαίωσε τους φίλους του», όπως έγραψε ο Πλάτων στην Απολογία. Αναφέρεται, βέβαια, στην Ραψωδία Σ της Ιλιάδας όταν ο Αχιλλέας απαντά στα παρακάλια της μητέρας του Θέτιδας να μην εκδικηθεί τον θάνατο του Πάτροκλου. Η Θέτιδα στον στίχο 94 της Ραψωδίας Σ της Ιλιάδας λέει στον Αχιλλέα και μεταφέρουμε από την μετάφραση των Ν. Καζαντζάκη – Ι.Θ. Κακριδή: «Γιέ μου, με αυτά που τώρα μίλησες, οι μέρες σου είναι λίγες· τι ευτύς ξοπίσω από τον Έχτορα σε περιμένει ο Χάρος», για να λάβει την απάντηση του βασιλιά των Μυρμιδόνων. «Ευτύς να με βρει θέλω ο θάνατος, το φίλο να γλιτώσω αφού δεν ήταν, σαν τον σκότωναν· απ’ την πατρίδα εχάθη κείνος μακριά, κι εγώ δε βρέθηκα σιμά να τον συντρέξω». Σκιαγραφείται έτσι από τον ομηρικό και σωκρατικό λόγο με σαφήνεια η έννοια της Τιμής και του Καθήκοντος, που έκτοτε καθόρισε αποφασιστικά την Ιστορία και την Εξέλιξη του Ελληνισμού.
Σε μία «φιλελεύθερη» παγκοσμιοποιητική τυραννίδα, όπως η σημερινή, οι θεϊκοί στίχοι του ομηρικού λόγου, βεβαίως, δεν μπορούν παρά να θεωρούνται ως ύβρεις απέναντι στην ίδια την ατομικιστική και ασυνείδητη φύση του καθεστώτος και των παροικούντων υπηκόων του, που ενστερνίζονται το δόγμα του «θανάτου των Εθνών και των Ανθρώπων». Η συνειδητή και αδιαπραγμάτευτη επιλογή ημών και κυρίως του Αρχηγού μας, Νικόλαου Μιχαλολιάκου, να πορευτούμε στον ανηφορικό δρόμο της Αρετής και της ατέρμονος Αυτοβελτίωσης που καταδεικνύουν τα θεία ομηρικά έπη και τα γραπτά των προγόνων μας εν γένει, αντί του παρακμιακού δρόμου της μίζας, της ρεμούλας, της απατεωνιάς και του πολιτικαντισμού, αποτελεί – παρότι επιλογή λαοφιλή – επίσης ύβρη ενάντια στα θέσμια της καθεστηκυίας τάξεως της κλεπτοκρατικής τυραννίας και ουσιαστικό μέρος του πραγματικού κατηγορητηρίου, όπως αυτό αποδεικνύεται από τα επίσημα έγγραφα, βάσει των οποίων απορρίφθηκαν οι πρώτες αιτήσεις αποφυλάκισης του Αρχηγού μας, Νικόλαου Μιχαλολιάκου και του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του Κινήματος των Ελλήνων Εθνικιστών, Χρήστου Παππά, τα οποία ελλείψει εγκλημάτων προς αναφορά, αναφέρονται σε βιβλία, δηλώσεις και ομιλίες.
Στην Απολογία του ο Σωκράτης διαλύει πλήρως το κατηγορητήριο. Επικαλούμενος χρησμό της Πυθίας προς τον Χαιρεφώντα, που έλεγε ότι δεν μπορεί να βρεθεί άνθρωπός σοφότερος από αυτόν, προκειμένου να εξηγήσει την ιδιότητα του ως «αλογόμυγας» που ο θεός την κόλλησε στο σώμα της πόλεως, προκειμένου να την «ερεθίζει» και να εμποδίζει την κατάπτωση της προς την νωθρότητα, εν μέρει μέσω του ελέγχου που ασκούσε προς τους σοφούς της πόλεως, όπου μέσω της σωκρατικής μαιευτικής απεκάλυπτε την φιλοσοφική ένδεια τους. Μέσω αυτού του χρησμού και των μαρτύρων που τον επιβεβαίωναν, απεδείκνυε την φαιδρότητα του κατηγορητηρίου όσον αφορά στην «ασέβεια προς του θεούς» και την «λατρεία καινών δαιμονίων», αφού δεν δύνανται οι θεοί να θεωρούν σοφότερο όλων αυτόν που αμφισβητούσε την ίδια τους την ύπαρξη. Την ίδια τύχη είχε και η κατηγορία περί «διαφθοράς των νέων», αφού ο Σωκράτης απέδειξε ενώπιον δικαστών και κατηγόρων, ότι πρώτον οι κατήγοροι του δεν είχαν καμία ιδέα περί του τι είναι καλό ή κακό για την νεολαία και δεύτερον – και σημαντικότερο – ότι δεν είχαν καμία ιδέα περί των διδασκαλιών του Σωκράτη, φάσκοντας και αντιφάσκοντας σε κύρια σημεία των καταγγελιών τους.
Το σημαντικότερο μέρος της Απολογίας του Σωκράτους, όμως, είναι η επαναφορά του κατηγορητηρίου στις πραγματικές του βάσεις, αφότου όπως προείπαμε διαλύθηκε άνευ δυνατότητας ανασύστασης ο νομικός μανδύας, με τον οποίο επιμελώς επιχειρήθηκε η κάλυψη του πραγματικού κατηγορητηρίου. Το τοποθέτησε ο ίδιος, στον θυμό και τον φθόνο που προκαλούσε στους ανακρίνοντες η σωκρατική μαιευτική, δια της οποίας αποδεικνυόταν ότι ήταν λιγότερο σοφοί από τον Σωκράτη, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις τους. Ο Σωκράτης, βεβαίως, δεν ισχυριζόταν την ύπαρξη της σοφίας του, παρά μόνο στο σημείο πως γνώριζε όντως την άγνοια του, γεγονός το οποίο περιγράφεται με την φράση που αποδίδεται σε αυτόν από μεταγενέστερους φιλοσόφους υπό την μορφή του «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα» που αναφέρεται στην Απολογία ως «ουκ οίδα, ουδέ οίομαι», δηλαδή «ούτε ξέρω, ούτε νομίζω πως ξέρω», όπως είναι η ακριβής φράση με το παρεμφερές νόημα (Απολογία Σωκράτους 20d).
Στην περίπτωση του κατηγορητηρίου της Χρυσής Αυγής, εμφανίζεται μία σημαντική διαφορά, αφού δεν χρειάστηκε καν απολογία, προκειμένου να αποδομηθεί το κατηγορητήριο. Γελοιοποιήθηκε από την ίδια του την φύση, αφού κατάντησε ένα απλό επικοινωνιακό παίγνιο των καναλαρχών, το οποίο συντηρείται αυστηρώς και μόνο εντός των συμφεροντολόγων εγκεφάλων τους, όντας πλήρως απαξιωμένο ακόμα και στα μάτια του πιο εμπαθούς, ο οποίος αντιλαμβάνεται την μη ποινική διάσταση των «ντοκουμέντων» που με λύσσα περιφέρουν οι άθλιοι τηλεδικαστές των δελτίων των 8 στους δέκτες του ανυποψίαστου τηλεθεατή. Δεν μπορούν να σχολιαστούν διαφορετικά τα βίντεο και οι φωτογραφίες που παρανόμως διαρρέουν από τους δικαστικούς κύκλους προς τα κανάλια, τα οποία ματαίως και μετά μανίας προσπαθούν να δημιουργήσουν «καπνό», ώστε να υπονοήσουν την ύπαρξη «φωτιάς». Δυστυχώς, όμως, για αυτούς μόνο στο μυαλό ενός … κάποιου Πρετεντέρη μπορούν οι «πινακίδες» και τα «αποκριάτικα πάρτι» να στοιχειοθετήσουν την ύπαρξη «εγκληματικής οργανώσεως» και τις «προπαρασκευαστικές ενέργειες κατάλυσης του πολιτεύματος».
Φευ όμως, ο φθόνος και τα συμφέροντα δεν μπορούσαν να αφήσουν τον Σωκράτη να συνεχίσει να εξετάζει τους «σοφούς» των Αθηνών, στην μετά Περικλή εποχή, λίγο μετά την εποχή που περιγράφει γλαφυρά και εύστοχα ο επίσης «αριστοκρατικός» και συνεπώς παράνομος – σύμφωνα με τον σκεπτικό της δικτατορίας Βενιζέλου – Σαμαρά –, Μανώλης Καραγάτσης. Εν τέλει ο Σωκράτης καταδικάζεται, από σώμα ενόρκων που λειτουργούσε με τον κανόνα της πλειοψηφίας, και βάσει του Αθηναϊκού νόμου έχει την δυνατότητα να προτείνει στους δικαστές του την ποινή. Η αδάμαστη ψυχή του Σωκράτη δεν του επιτρέπει ούτε εκείνη την στιγμή να υποταχθεί στους δεσμώτες του, στους οποίους ευθαρσώς έχει πει ότι δεν θα παρακαλέσει, ούτε θα φέρει να δείξει τα παιδιά του, προκειμένου να προκαλέσει το έλεος τους, αφού όπως λέει δουλειά του δικαστή είναι να εφαρμόζει τον νόμο και όχι να χαρίζει. Απορρίπτει αμέσως την επιλογή της εξορίας και του προστίμου και τους προτείνει αυτό που θεωρεί πρέπον για την περίπτωση του· να σιτίζεται δωρεάν στο Πρυτανείο, όπως γινόταν για τους Ολυμπιονίκες. Αυτή η ειλικρινής πρόταση του Σωκράτη, εκλαμβανόμενη – ίσως ορθά –ως ειρωνεία, προκάλεσε την οργή των Αθηναίων, οι οποίοι τελικώς καταδίκασαν τον Σωκράτη να πιεί το κώνειο. Η ποινή, όμως, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί μέχρι την επιστροφή του ιερού πλοίου των Αθηνών, το οποίο ταξίδευε στην Δήλο για να ευχαριστήσει τον θεό για την σωτηρία των Αθηναίων από τον Μινώταυρο, γεγονός που έδωσε τον χρόνο και την αφορμή για τον τρίτο σωκρατικό διάλογο, τον «Κρίτωνα».
Στην διάρκεια της φυλάκισης του ο Σωκράτης δέχεται κανονικώς τα επισκεπτήρια των φίλων του, στην διάρκεια των οποίων εξασκεί την αγαπημένη του ασχολία, αυτή που επέφερε και την καταδίκη του. Δηλαδή να φιλοσοφεί και να «ελέγχει» τους ανθρώπους για αυτά που λένε ή σκέφτονται. Ο Κρίτων προσπαθεί να τον πείσει να αποδράσει, επιβεβαιώνοντας τον ότι όλα είναι κανονισμένα μεταξύ φίλων. Ουσιαστικά του θέτει το δίλημμα μεταξύ της ζωής και της νομιμότητας. Ο Σωκράτης έχοντας κατά νου την εκ των άνω προέλευση των νόμων της πόλης των Αθηνών και παραδεχόμενος την αγάπη που τον διακατείχε για την Αθήνα και τους πολίτες της, αρνείται να ενδώσει στις προτροπές του φίλου του, οι οποίες θα ακύρωναν την ίδια την Αθηναϊκή Πολιτεία. Και εδώ είναι που προκύπτει το σημαντικό ιδεολογικό ερώτημα, αφού διαφαίνεται μία εκ πρώτης όψεως σημαντική διάσταση με το περίφημο “αν το κράτος είναι ενάντια στο έθνος, πρέπει αναγκαστικά ή να αλλάξει μορφή ή να χαθή. Το κράτος, που εμποδίζει τη φυσιολογία του έθνους, είναι περιττό και βλαβερό” του Ίωνος Δραγούμη, το οποίο συμπτυγμένα αποδίδεται ως σύνθημα με το γνωστό «Ζήτω το Έθνος, κάτω το Κράτος».
Η διάσταση αυτή είναι καθαρά επιφανειακή και εδράζεται στον υποθετικό σύνδεσμο της φράσεως του Δραγούμη. Ο Σωκράτης απέδειξε και ανέφερε στην Απολογία του ότι δεν υπάκουσε τους νόμους των Τριάκοντα Τυράννων. Η νομιμότητα την οποία επικαλείται και υπερασπίζεται με την ίδια του την ζωή ο Σωκράτης δεν είναι άνευ όρων και αστερίσκων. Δεν αναφέρεται στους νόμους της οποιασδήποτε πολιτείας, ώστε να δημιουργείται αντίφαση με τον Ίωνα Δραγούμη. Αν το κράτος προσβάλλει και θέτει σε κίνδυνο την φυσιολογία και την ύπαρξη του Έθνους, τότε όπως είπε ο Δραγούμης, αυτό το κράτος πρέπει να χαθεί. Αυτό δείχνει η απειθαρχία του Σωκράτη προς τους Τριάκοντα Τυράννους. Αυτό δείχνει και την συνέπεια του όταν έλεγε περί μη υποχωρήσεως εμπρός στους ασεβείς. Συνεπώς ο Σωκράτης έδειξε ανυπακοή στους νόμους ενός κράτους που θεωρούσε ότι πλήγωνε το Έθνος και από την άλλη έδειξε υπακοή στους νόμους ενός κράτους που θεωρούσε ότι – τουλάχιστον – δεν ήταν βλαπτικό για το Έθνος, ακόμα και όταν αυτό τον αδικούσε, καταδικάζοντας τον σε θάνατο. Η αντιστοιχία και η ευθυγράμμιση των δύο απόψεων γίνεται σαφής και ξεκαθαρίζεται περαιτέρω αν αναλογιστεί κανείς την σύγχρονη κλεπτοκρατία, όπου νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία έχουν περιέλθει άνευ διακρίσεως και διαχωρίσεως στα χέρια των κλεπτοκρατών.
Η υπόθεση της Χρυσής Αυγής δεν έχει κλείσει την στιγμή που γράφεται το συγκεκριμένο άρθρο, παρότι έχει καταδειχθεί και η φαιδρότητα του κατηγορητηρίου, όπως και η πολιτική σκευωρία που κρύβεται πίσω από την κατάρτιση του. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε μόνο την βράβευση του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά από το Ευρωπαϊκό Εβραϊκό Συμβούλιο για αυτή την σκευωρία, αλλά και τις μισθολογικές υποσχέσεις του υπουργού δικαιοσύνης ως αντάλλαγμα για την μέχρι τούδε δικαστική συμμετοχή στην απάτη, όπως αυτή αποτυπώθηκε με την πλήρη αποδοχή ενός ψευδεπίγραφου δήθεν καταστατικού, την διαρροή υλικού της δικογραφίας στα κανάλια, την άρνηση δίωξης ή έστω απόρριψης των ψευδομαρτύρων όταν αποκαλύπτονται τα ψέματα τους, το γεγονός ότι άνθρωποι του νόμου δεν αισθάνθηκαν αισχύνη παραθέτοντας ιδεολογικά επιχειρήματα στις αιτήσεις αποφυλακίσεων του Αρχηγού μας και του Χρήστου Παππά και πολλά άλλα που η απαρίθμηση τους θα ήταν εξόχως χρονοβόρα. Οι μεθοδεύσεις του καθεστώτος, όμως, έχουν καταστεί σαφείς, αφού σκοπός δεν είναι η καταστολή τιμωρία κάποιου εγκλήματος, αλλά η πολιτική και εκλογική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής, για να συντηρηθεί το καθεστώς της κλεπτοκρατίας, το οποίο φοβήθηκε το σύνθημα της Χρυσής Αυγής «οι κλέφτες φυλακή», με το σκεπτικό ότι η Χρυσή Αυγή μιλά άμεσα και ειλικρινά στον Λαό.
Τι απέγιναν, όμως, οι κατήγοροι του Σωκράτη, αφότου αυτός απεδέχθη την ποινή και ήπιε το κώνειο; Ο Μέλητος θανατώθηκε από τους Αθηναίους επειδή αυτοί μετάνιωσαν την απόφαση τους για τον Σωκράτη. Ο δε Άνυτος, ο οποίος είχε αθωωθεί για προδοσία, δωροδοκώντας τους δικαστές, εν τέλει κατέληξε στην εξορία.
Οι κατήγοροι της Χρυσής Αυγής ήδη λοιδορούνται από το σύνολο του Ελληνικού Λαού, ο οποίος έχει αντιληφθεί τις μαύρες διαδρομές της διαπλοκής που συνδέουν διεθνείς τοκογλύφους, εργολάβους, καναλάρχες, πολιτικούς και μία μερίδα επίορκων δικαστικών. Προς επίρρωση του τελευταίου αρκεί να θυμηθούμε την πολύ πρόσφατη «πανηγυρική» αθώωση όλων των κατηγορουμένων στην υπόθεση του σκανδάλου του Χρηματιστηρίου. Όποια και αν είναι η τελική έκβαση της όλης υποθέσεως η Χρυσή Αυγή είναι ήδη δικαιωμένη στα μάτια του Ελληνικού Λαού και οι κατήγοροι της είναι ήδη καταδικασμένοι σε πολιτική ανυπαρξία, ανυποληψία και χλεύη.
Κώστας Αλεξανδράκης
Διαβάστε περισσότερα στο έβδομο τεύχος του περιοδικού “Μαίανδρος” που κυκλοφορεί
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/h-dikh-tou-swkrath#ixzz5RWbbwGkd