Ο Τήνιος Νικόλαος Γύζης, ο οποίος απέθανε την 4ην Ιανουαρίου του 1901, αποτελεί για το Έθνος και την νεοτέρα ιστορία του, ένα πρόσωπο το οποίον υπερβαίνει την ιδιότητα του αξιοθαυμάστου και σπουδαίου ζωγράφου, σχεδιαστή και χαράκτη. Είναι μία προσωπικότης πανευρωπαϊκής εμβελείας, η οποία συνέβαλε τα μάλιστα στην συγκρότηση και στην διαμόρφωση της πνευματικής υφής και της καλλιτεχνικής ταυτότητος του νεοσυστάτου μεταεθνεγερτικού ελληνικού κράτους. Επίσης υπήρξεν και ένας εκ των πνευματικών ταγών της διεθνούς φήμης «Σχολής του Μονάχου». Διεκρίθη επί όλα τα έτη των σπουδών του και έλαβε τα πρώτα βραβεία στην ξυλογραφία, στην ζωγραφική και στην χαλκογραφία.
Εγεννήθη στην Τήνο, την «νήσο των Καλλιτεχνών», κατά την 1ην Μαρτίου του 1842. Ήταν ένα από τα εξ τέκνα του ξυλουργού Ονουφρίου Γύζη και της Μαργαρίτας Γύζη, (το γένος Ψάλτη), οι οποίοι ζούσαν στο Σκλαβοχώρι της Τήνου. Το 1850, η πατρική οικογένειά του μετεκόμισε στην Αθήνα, όπου ο μεγάλος δημιουργός είχε την πρώτη του επαφή με τις εικαστικές τέχνες. Μέχρις της ηλικίας των 22 ετών, παρηκολούθησε μαθήματα στο «Σχολείον των Τεχνών» (μετέπειτα «Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών»), αρχικώς ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής, ενώ το 1865 μετέβη στο Μόναχο για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του στην ζωγραφική, στην περίφημο Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου («Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου») αφού έλαβε υποτροφία προς τούτο από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου.
Ο Γύζης έμελλε όχι μόνο να σπουδάσει στο Μόναχο, αλλά και να διέλθει εκεί το μεγαλύτερο μέρος της ενηλίκου ζωής του, ως ζωγράφος αλλά και μετέπειτα ως καθηγητής, στην Σχολή του Μονάχου. Όταν έφθασε στο Μόναχο, συνήντησε τον εκεί ευρισκόμενο συνάδελφο και φίλο του Νικηφόρο Λύτρα, ο οποίος τον εβοήθησε να εγκλιματισθεί ταχέως στο γερμανικό περιβάλλον. Πρώτοι του διδάσκαλοί του στο Μόναχο ήσαν οι Χέρμαν Άνσυτς και Αλεξάντερ Βάγκνερ. Τον Ιούνιον του 1868 έγινε δεκτός στο εργαστήριον του σπουδαίου Καρλ φον Πιλότυ. Αφού ολοκλήρωσεν τις σπουδές του στο Μόναχο επέστρεψε τον Απρίλιον του 1872 στην Αθήνα, όπου μετέτρεψε την πατρική του οικία επί της οδού Θεμιστοκλέους σε εργαστήριον. Απογοητευμένος τον Μάϊον του 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έμελλε να ζήσει το υπόλοιπον της ζωής του.
Παρέμεινε πάντα βαθύς νοσταλγός της Ελλάδος, πράγμα πρόδηλον από την θεματολογία του, όμως σπανίως επέστρεφεν εδώ επί μεγάλα χρονικά διαστήματα, καθώς απεθαρρύνετο από τις ηθικοπνευματικές συνθήκες της χώρας. Βεβαίως η εποχή ήταν δυσχερεστάτη για την Ελλάδα, επιδιώκουσα τότε να δημιουργήσει τις κρατικές της δομές, οπότε η τέχνη δεν απετέλει πρώτη προτεραιότητα του κρατικού μηχανισμού ούτε και της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Σημαντικότατο γνώρισμα της ζωγραφικής του Γύζη είναι η εξαιρετικώς επιδεξία προσέγγιση και απόδοση των θεμάτων του, με εξόχως ανεπτυγμένη αίσθηση της λεπτομερείας και με αξιοθαύμαστες συνθέσεις, αρτιότατα σχεδιασμένες με έντονο φυσικότητα και ιδιαιτέρα ευαισθησία στους χρωματισμούς. Είναι χαρακτηριστικά έργα, τα οποία ακολουθούν πιστά τις διδαχές της Σχολής του στο Μόναχο, Σχολή η οποία ήταν ιδιαιτέρως παραδοσιακή και συντηρητική, εστόχευε δε στην ανάδειξη των λαμπερών ρομαντικών και ιστορικών ιδεωδών που διεπότιζαν τα ευρωπαϊκά έθνη. Η Σχολή παριστά την πρωτοπορία του συντηρητικού εικαστικού κινήματος, τόσον σε γερμανικό και σε ελληνικό, όσον και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, είχε δε τεραστίαν απήχηση στη γερμανική αλλά και στην ευρωπαϊκή κοινωνία περί τα τέλη του 19ου αιώνος. Πρόκειται τρόπον τινά για την υστάτη μείζονα «αναλαμπή» των παραδοσιακών «αναπαραστατικών» τεχνικών της ζωγραφικής προ της ολοκληρωτικής διεθνούς επικρατήσεως του μοντερνισμού, μετά 3-4 δεκαετίες.
Ο Νικόλαος Γύζης αποτελεί έναν από τους σημαντικοτέρους εκπροσώπους του θαυμασίου ακαδημαϊκού ρεαλισμού του υστέρου 19ου αιώνος. Συμμετείχε και εβραβεύθη σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις, από του 1870 έως το 1900. Δεν ηκολούθησεν την Σχολήν του Μονάχου μόνον σε τεχνικό και εκφραστικό επίπεδο, αλλά ησπάσθη επίσης μυχίως και την θεματολογία την οποίαν προωθούσε αυτή, με ισχυρότατες επιρροές από την Φυσιοκρατία-Νατουραλισμό και τον Ρομαντισμό, τα δύο ήδη κυρίαρχα κινήματα των αρχών του 19ου αιώνος. Όμως, παραλλήλως, τα έργα του φέρουν και ισχυρά στοιχεία τύπου Μπαρόκ, με ύφος που απευθύνεται περισσότερον στο συναίσθημα και χαρακτηρίζεται από ένα αίσθημα δέους και μεγαλείου, καθώς και από μιαν εστιακή υπερβολή της διακοσμήσεως, που αναδεικνύει ένα επιβλητικό και πομπώδες ύφος. Τα κυριότερα μπαρόκ μέσα που εχρησιμοποίησε είναι οι καμπύλες γραμμές, οι πολύπλοκοι και σχετικώς ασαφείς διαπλεκόμενοι μικροί όγκοι, η απόδοση της κινήσεως, η εκμετάλλευση του φωτός και η δημιουργία αντιθέσεων με την μορφήν εντόνων φωτοσκιάσεων. Τα έργα του αποτυπώνουν συχνάκις το δραματικό «σκότος» του μεγάλου παιδαγωγού Ρέμπραντ φαν Ράϊν και του θρησκευομένου «τενεμπριστή» (Μικελάντζελο Μερίζι ντα) Καραβάτζο, με αποτέλεσμα μια επιβλητική και μυστικιστική ατμόσφαιρα.
Με τα προαναφερόμενα συστατικά της τέχνης του ως κυρίαρχα εργαλεία, ο πολύς Γύζης εδόμησε την πολύπλευρο και πολυσύνθετο εικαστική του παραγωγή, η οποία ηκολούθησεν τις μυθικοϊστορικές λαϊκές παραδόσεις της Ελλάδος, αλλά και τους πομπώδεις μαγικοθρησκευτυτικούς μύθους και τις δοξασίες της Βορείου Ευρώπης. Υπήρξεν ένας καλλιτέχνης «διγενούς» τέχνης και εμπνεύσεως, ο οποίος εστηρίζετο σε δύο παραδόσεις, στην Ελληνική και στην Γερμανική, ενώ ήταν αγαπητός και στους δύο λαούς, καθώς οι μεν Έλληνες εξετίμησαν ιδιαιτέρως τα έργα του συμπατριώτη μας, αλλά και οι Γερμανοί των εχαρακτήρισαν ως «γερμανικότερον αυτών τούτων των Γερμανών» και με αυτόν την αντίληψη τον κατέκλυσαν με επαίνους στον τύπον της εποχής.
Οι θρύλοι, οι μύθοι και οι παραδόσεις επαρουσιάσθησαν στα έργα του με έναν σαγηνευτικό θρησκευτικόμορφο μυστικισμό, όπου ο εμβρόντητος θεατής καθίσταται κοινωνός σκηνών βαθείας συγκινήσεως, υψιπετούς πνευματικότητος και βαθέος συναισθήματος. Το «Κρυφό σχολειό», ίσως το γνωστότερον έργον του στην Ελλάδα, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της θεματολογίας του. Αρχικώς ονομάζετο «Ελληνικόν Σχολείον εν καιρώ δουλείας», όμως το 1899 ο λεπταίσθητος ποιητής Ιωάννης Πολέμης, ενεπνεύσθη -όπως εδήλωσεν ο ίδιος- από τον συγκεκριμένο πίνακα και έγραψε το πασίγνωστον ποίημά του «Το Κρυφό Σχολειό». Ο τίτλος λόγω της δημοτικότητος που απέκτησε ταχέως το ποίημα- αντεκατέστησεν τον αρχικό τίτλο του πίνακος του Γύζη. Είναι ένα έργον ιδιαίτερο, ως περιέχον μια βαθείαν αλληγορία, σχετιζομένη με την εθνική ιστορία, αλλά και με τα γράμματα και την παιδεία, προσφέρει δε πολλά σπουδαία μηνύματα. Πυρηνικόν θέμα του δεν είναι η απλή απεικόνιση του ιερέως και των μαθητών του, αλλά η ιερότης της Γνώσεως και η σημασία της σωτηρίας και της διαδόσεώς της, υπό μάλιστα αντίξοες συνθήκες.
Δύο από τα σπουδαία «γερμανικά» του έργα, οι «Ελεύθερες τέχνες και τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας», (κοσμούν την οροφήν του «Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών του Καϊζερσλάουτερν»), όπως και «Ο θρίαμβος της Βαυαρίας», (που εκόσμει την αίθουσα συνεδριάσεων του «Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών» της Νυρεμβέργης— κατεστράφησαν από τους «εκπολιτιστικούς» συμμαχικούς βομβαρδισμούς κατά τον Β` Μεγάλο Πόλεμο.
Με αριστοτεχνικόν τρόπο, στην πορεία της δημιουργίας του ο Γύζης επροσωποποήσε και υψηλές έννοιες, την Δόξα και την Ιστορία, έχων ως κύριον άξονα την ανάδειξή τους στην κοινωνική συνείδηση. Εφιλοτέχνησεν επίσης αφίσες και εικονογράφησε πολυάριθμα βιβλία. Είναι εξόχως ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίον συνεδύασε τα χριστιανικά του πιστεύω με τις άμεσες αρχαιοελληνικές αναφορές του ευρωπαϊκού ρομαντισμού. Ο Νικόλαος Γύζης ήταν βαθέως θρησκευόμενος, στραφείς αυθορμήτως προς τις αλληγορικές και μεταφυσικές επίσης παραστάσεις. Από τα «θρησκευτικά» του έργα, πλέον χαρακτηριστικός είναι ο πίναξ «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» (ευρισκόμενος στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος), αντιπροσωπευτικόν όραμα της πλήρους ωριμότητος του καλλιτέχνη και αποτύπωμα των μυχίων υπαρξιακών αγωνιών του. Κυρίαρχο θέμα των πλέον ωρίμων έργων του ήταν ο αγών και η τελική νίκη του Φωτός και του Καλού, εναντίον του Κακού και της «α-σχημίας» Κομβική μορφή του είναι κυρίως η γυναίκα, εμφανιζομένη άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Τέχνη, άλλοτε ως Δόξα, ως Ιστορία… κ.ο.κ.
Ο άνθρωπος είναι παρών στο έργον του Γύζη και συνδιαλέγεται με τις υπερβατικές έννοιες και διαστάσεις. Ως γλυκύς και χαρούμενος, καθημερινός και έμπλεος εμπειρικής σοφίας και όχι της απείρου σοφίας της τελειότητος. Ο άνθρωπος, πραγματώνων τον ατέρμονα διάλογο μεταξύ θείου και γηίνου, τον διατρέχοντα ολοσχερώς τα έργα του, τα αναδεικνύοντα τις κύριες πτυχές του κόσμου μας, την αισθητηριακώς αντιληπτή αλλά και την φαντασιακή.
Οι τρισχαριτωμένες και συνάμα ρωμαλέες προσωποποιημένες μορφές του εγγίζουν τους χριστιανικούς αγγέλους και συνάμα τις πάτριες Μούσες. Αυτές οι προσωποποιημένες ιδέες διαθέτουν μια θεόπνευστο και απαστράπτουσα, ψυχρά και φωταυγή σοφία, αρμόζουσα σε διαχρονικές και σημαντικές, υπερανθρώπινες έννοιες.
Το 1880, ανεκηρύχθη επίτιμον μέλος της «Ακαδημίας Καλών Τεχνών» του Μονάχου και το 1888 εξελέγη τακτικός καθηγητής της. Το 1895, επεσκέφθη για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποίαν ουδέποτε ελησμόνησε και ουδέποτε έπαυσε να νοσταλγεί. Προσβεβλημένος από λευχαιμία, απέθανε στο Μόναχο στις 4 Ιανουαρίου του 1901. Τα τελευταία του λόγια ήσαν: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας επιζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!». Η σορός του ενεταφιάσθη στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου.
Ο Μεγάλος Δημιουργός Γύζης αποτελεί τον σημαντικότερον παραστατικό ζωγράφο της Ελλάδος, μοναδικός με την πολυεπίπεδο θεματολογία του, την έχουσα πελώριον βάθος, αναδεικνυόμενο όσον περισσότερον κάποιος την ανακαλύπτει και τη βιώνει. Υπήρξεν ο κατ’ εξοχήν παραστατικός ζωγράφος, ο οποίος όμως επάσχισε θεματικώς να υπερβεί τα αισθητηριακά όρια της παραστάσεως και να προβάλλει κοσμοθεωρητικά ιδεώδη, κατά το πρότυπον των μεγάλων Ευρωπαίων ζωγράφων του παρελθόντος.
Η αξιολάτρευτη τέχνη του, 118 έτη μετά τον θάνατόν του, εξακολουθεί να μας εγγίζει και να αποτελεί σημείον αναφοράς τόσον στην Ελλάδα μας, όσον και στην αληθινή Ευρώπη της Παραδόσεως, αποδεικνύουσα ότι ο πανευρωπαϊκός και παγκόσμιος Έλλην εικαστικός, συνεχίζει να σκορπά αφειδώς την ακτινοβολίαν της τέχνης του.
Α. Κωνσταντίνου
Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/nikolaos-guzhs-o-megas-ethnikos-dhmiourgos#ixzz5bdYIorh9